Μπορεί το Παρίσι να ονομάστηκε «Πόλη του Φωτός» επειδή ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που απέκτησε, ήδη από το 1828, φωτισμό στους δρόμους του (με γκάζι), αλλά η αποκατάσταση της Notre Dame μάς υπενθυμίζει τον ιδιαίτερο ρόλο που παίζει το φως στις εκκλησίες του Γοτθικού Ρυθμού, που άλλωστε δημιουργήθηκε στη Γαλλία.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, το μήνυμα της ζωής, που επανέρχεται ανανεωμένη, σε πείσμα της φθοράς και του θανάτου, διαχέεται προς τα έξω, τόσο μέσα από τα εξωτερικά ιπτάμενα στηρίγματά του, όσο και από το φως που ξεχύνεται μέσα τα υαλογραφήματα του θόλου, στο εσωτερικό του ναού. Αυτό το φως μονοπωλεί τα βλέμματα των επισκεπτών, τραβώντας ακαταμάχητα προς τα πάνω, ψηλά σε έναν άλλο ορίζοντα, ο οποίος εξουδετερώνει τα εκατομμύρια ναρκισσιστικά λαμπιόνια της φωταγωγημένης πόλης.
Ακόμα κι αν είμαστε εξοικειωμένοι πια με τα πανύψηλα κτίρια που μας υποδέχονται σε εντυπωσιακά αίθρια λουσμένα στο άπλετο φως. εντυπωσιάζοντάς μας με τις κολοσσιαίες διαστάσεις τους –με απροσμέτρητο για τα μάτια μας ύψος και πλάτος–, ένας καθεδρικός ναός όπως η Παναγία των Παρισίων πάντα θα προκαλεί το υπέρτατο δέος. Και αυτό χάρη σε δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά της που, συνδυασμένα, αποτελούν την μοναδικότητα του γοτθικού ρυθμού.
Πρώτον, ο δυναμικός χώρος της υψώνεται πάνω σε λεπτά και νευρώδη υποστηρίγματα, τα οποία εξουδετερώνουν το βάρος των τοίχων, ενώ διατηρείται η σαφήνεια των όγκων και η διαφάνειά του. Δεύτερον, το απόκοσμο φως που διαχέεται παντού φιλτραρισμένο μέσα από τα πολύχρωμα υαλογραφήματα, ώστε να εξαϋλώνει τον χώρο, επιτρέποντας στους παρευρισκόμενους να αποκόβονται για λίγο από την καθημερινότητα, για να εξυψωθούν σε έναν κόσμο κάπου αλλού.
Αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των γοτθικών ναών είναι κυρίαρχα στην Παναγία των Παρισίων (από τις πρώτες που κτίστηκαν ακολουθώντας τις καινοτομίες του Αββαείου του Σεν Ντενί), ώστε δεν παίζει κανένα ρόλο το γεγονός πως δεν αποτελεί τον μεγαλύτερο και εντυπωσιακότερο καθεδρικό της Γαλλίας. Εξάλλου, όλοι οι γοτθικοί ναοί δεν εξυπηρετούν απλώς λειτουργικά κάποιες λατρευτικές ανάγκες, αλλά δίνουν έκφραση στη φιλοσοφία του σχολαστικισμού.
Αυτή δεν χαρακτηρίζεται τόσο από πρωτοτυπία, όσο από τη σύνθεση κάποιων αρχών της θεολογίας, της φιλοσοφίας και της λογικής, ώστε σύμφωνα με τα λόγια του Σιζέ (1081-1151), ηγουμένου του Αβαείου του Σεν Ντενί, ο οποίος προώθησε επίμονα τις γοτθικές καινοτομίες, «το υλικό να συνδέεται άμεσα με το άυλο, το σωματικό με το πνευματικό, το ανθρώπινο με το θείο». Εχοντας εμπνευστεί από τον Διονύσιο, έναν μοναχό που έζησε γύρω στο 500 στη Συρία (και μεταγενέστερα αποκλήθηκε ψευδο-αρεοπαγίτης), ο Σιζέ έγινε έμμεσα φορέας της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας.
Σύμφωνα με τον Πλωτίνο, ο θεός ταυτίζεται με το «υπερούσιο φως», το οποίο έχει ως αντανάκλαση τη γήινη «αρμονία και ακτινοβολία». Ο φωτισμός, λοιπόν, του Αβαείου, και κατ’ επέκταση των γοτθικών ναών, αποκτούσε καθοριστικό, μετουσιωτικό ρόλο. Ο Σιζέ απαίτησε να διαποτίζονται από το «νέο φως» το ιερό με τα ακτινωτά μέρη, καθώς και τα παρεκκλήσια. Οι διακοσμητικοί πολύτιμοι λίθοι κα τα υαλογραφήματα ενίσχυαν τη λάμψη του φωτός, ενώ τα χρώματα το έκαναν να δείχνει υπερφυσικό, υποβάλλοντας τους πιστούς. Αντίστοιχα, τα αριστουργηματικά υαλογραφήματα της Παναγίας των Παρισίων δεν λούζουν απλώς τον χώρο σε μυστήριο φως, αλλά τραβούν και τα βλέμματα ψηλά, σαν να έλκουν τους επισκέπτες σε έναν άλλο κόσμο, πέρα από τα όρια του υπαρκτού.
Οσο μεταφυσικό κι αν φαίνεται αυτό, στις μέρες μας αποκτά επιστημονική εξήγηση. Ο Κόλιν Ελαρντ, κορυφαίος νευροεπιστήμονας και πειραματικός ψυχολόγος, στο βιβλίο του «Ψυχογεωγραφία» συσχετίζει το δέος που προκαλούν οι ψηλοί και ευρύχωροι καθεδρικοί ναοί στους επισκέπτες με την ανάγκη να αντιμετωπίσει κανείς την ιδέα του θανάτου του. Ο άνθρωπος είναι μοναδικός, καθώς διαθέτει, μαζί με την αυτοσυνείδηση, και την επίγνωση του θανάτου του, σύμφωνα με τον ψυχολόγο.
Ενας από τους τρόπους να διαχειριστεί αυτόν τον φόβο –που αλλιώς θα τον αδρανοποιούσε– είναι να δεθεί στενότερα με τον πολιτισμό και τα δημιουργήματά του, ιδίως τα εμβληματικά κτίρια. Αυτά, με τις μνημειακές διαστάσεις αλλά και την αντοχή τους –υποστηριγμένη με αδρούς οικονομικούς πόρους– στη φθορά του χρόνου, αποδυναμώνουν τον φόβο του θανάτου, κάνοντας τον ενδυναμωμένο άνθρωπο να αισθάνεται μέρος ενός ευρύτερου κόσμου που διαρκεί χρονικά.
Παράλληλα, με τις διαστάσεις και τον απόκοσμο φωτισμό τους, του δίνουν την εντύπωση –με βάση, πάντα, τις ιδιότητες του εγκεφάλου– να ξεπερνά τα όρια του ατομικού σώματος και να επεκτείνεται διανοητικά σε έναν εξωπροσωπικό αχανή χώρο. Σύμφωνα με πειράματα κάποιων ερευνών που αναφέρει ο Ελαρντ, «κάθε φορά που αναλογιζόμαστε πόσο απείρως πίσω εκτείνονται ο χρόνος και ο χώρος, κοιτάμε προς τα πάνω».
Παρόμοια στρέφει κανείς το βλέμμα ψηλά όταν προσπαθεί να λύσει ένα δύσκολο μαθηματικό πρόβλημα. Αλλά και «είναι ενδιαφέρον ότι οι άνθρωποι συχνά στρέφουν τα μάτια τους προς τα πάνω κατά τη διάρκεια έντονων θρησκευτικών εμπειριών, για παράδειγμα όταν βρίσκονται σε έκσταση και έχουν παραισθήσεις μέσω διαλογισμού. Και τελικά στρέφουμε το βλέμμα μας, φυσικά, προς την οροφή, όταν μπαίνουμε σε ένα πολύ μεγάλο κτίριο».
Κατά τον ερευνητή. οι γοτθικοί ναοί δημιουργούν την ψευδαίσθηση του ουρανού που μαγνητίζει αναπόφευκτα προς τα πάνω το βλέμμα, καθώς χρησιμοποιούν ποικίλα αλλά και επαναλαμβανόμενα μοτίβα και πολύχρωμα υαλογραφήματα. Ετσι, εγκεφαλικά μετατοπίζεται κανείς σε έναν άπειρο χώρο, ξεπερνώντας τα όρια του σώματός του, ενώ προσπαθεί να συλλάβει διανοητικά αυτόν τον άυλο χώρο, που επεκτείνεται πέρα από το εδώ και το τώρα.
Ακόμα και αν επιχειρήσει να εξηγήσει κανείς επιστημονικά το δέος που προκαλεί ένας γοτθικός καθεδρικός όπως η Παναγία των Παρισίων –πολύ περισσότερο τώρα που ανακαινίστηκε– στους επισκέπτες του, η γοητεία του δεν διαλύεται. Αντίθετα, καθώς αποκτούμε περισσότερες γνώσεις για τον τρόπο που λειτουργεί ο εγκέφαλός μας, εκτιμούμε βαθύτερα την αξία τέτοιων δημιουργημάτων, όπως ο συγκεκριμένος ναός, που έχει τη δύναμη να μας τραβά μακριά από τον περιορισμένο κόσμο μας, ακόμα και αν τα γιορταστικά φώτα προσπαθούν να τον κάνουν πιο γοητευτικό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News