«Πόσων χρόνων είσαι;» ρωτάει ο ιταλός δημοσιογράφος. «2004, Ιανουάριος» απαντά ο σύρος συνομιλητής του. «Γιατί σε πήγαν στη Σεντνάγια;». «Δεν ξέρω». «Πόσον καιρό παρέμεινες εκεί;», «Τον καιρό των επτά κελιών». «Σε βασάνισαν;». «Πολύ, γιατί άντεχα τον πόνο. Με χτυπούσαν με έναν σωλήνα στο κεφάλι και στην πλάτη». «Ξέρεις πώς σε λένε;». «Μπασάρ Σαμίρ Γιουσέφ, είμαι από το Ιντλίμπ».
«Αυτό που ξεκινάει έτσι δεν είναι μια συνέντευξη, δεν είναι μια ιστορία, δεν είναι καν μια συζήτηση» γράφει ο Φάμπιο Τονάτσι της Repubblica σε ανταπόκρισή του από τη Δαμασκό. «Είναι μάλλον η αναζήτηση επαφής με έναν άνθρωπο που ίσως να επιζεί μέσα στο πρησμένο, βιασμένο και αποκομμένο από τον ίδιο σώμα ενός νεαρού άνδρα ούτε καν 25 ετών, ο οποίος στα 13 του κλείστηκε στο σφαγείο του Ασαντ και ξεχάστηκε εκεί, μέχρι που απώλεσε τα λογικά του, την αυτοσυνείδηση, ξέχασε ακόμη και το όνομά του. Γιατί, όσο και εάν είναι πεπεισμένος, δεν τον λένε Μπασάρ Σαμίρ Γιουσέφ και δεν είναι από το Ιντλίμπ».
Πριν από τρεις ημέρες, σχεδόν αμέσως μετά τη διαφυγή του σύρου δικτάτορα Μπασάρ αλ-Ασαντ στη Μόσχα, αντάρτες και απλοί πολίτες περικύκλωσαν τη φυλακή Σεντνάγια, το πιο διαβόητο από τα κέντρα κράτησης και βασανισμού που έκτισε το μπααθικό καθεστώς των Ασαντ για να κρατά τους αντιφρονούντες νεκροζώντανους, «ζόμπι», όπως γράφει ο ιταλός απεσταλμένος στην πρωτεύουσα της Συρίας.
Παραβίασαν τις σιδερένιες θύρες των υπογείων του κολαστηρίου, αναζητώντας αδέλφια, γονείς και παιδιά, ανθρώπους για τους οποίους τίποτα δεν ήταν γνωστό εδώ και χρόνια, πέρα από το ότι τους είχε καταπιεί η Σεντνάγια. Στη γωνία ενός κελιού βρισκόταν ένα αγόρι που γούρλωνε τα μάτια του και έβγαζε άναρθρα επιφωνήματα, με τις γροθιές σφιγμένες και τα πόδια του πρησμένα. Δεν είχε χαρτιά, αλλά ακόμα και αν είχε, δεν θα αναγνώριζε τον εαυτό του. Δεν είχε πού να πάει.
«Εχω μόνο δύο ονόματα στο μυαλό μου, Ντελάλ και Ταμέρ» ψιθύρισε καθώς ο δημοσιογράφος της Repubblica προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του στην παράγκα μιας πάμφτωχης οικογένειας που τον είχε περιθάλψει.
«Βρισκόμαστε στη Χαράστα, μια χαοτική και κατεστραμμένη γειτονιά στα περίχωρα της Δαμασκού. Ακούγονται πυροβολισμοί. Το αγόρι στέκεται όρθιο δίπλα σε μια σόμπα, κοκαλωμένο, απόν, με τα μάτια του γουρλωμένα, σαν να θυμάται κάποια θηριωδία. Του λένε να καθίσει για να είναι πιο άνετα, αλλά δεν κάνει ούτε βήμα» γράφει ο Φάμπιο Τονάτσι στην ανταπόκρισή του. Ο άνδρας που τον υποδέχτηκε στο σπίτι του τού εξήγησε πως ο βασανισμένος νεαρός ενδεχομένως να πίστευε ότι ανακρινόταν. «Στη Σεντνάγια οι ανακρίσεις γίνονταν στα όρθια» εξήγησε.
«Σας υπέβαλαν σε πολλές ανακρίσεις;» ρώτησε ο δημοσιογράφος. «Ναι» απάντησε ο συνομιλητής του. «Τα χέρια σου ήταν δεμένα;». «Ναι, με κρεμούσαν από τα πόδια στο υπόγειο». «Είδατε ποτέ γιατρό όσο ήσασταν εκεί;». «Οχι». «Είχες φίλους;». «Δεν χρειάζομαι φίλους». «Κάποιον να σε βοηθάει;». «Δεν χρειάζομαι τη βοήθεια κανενός». «Σε τάιζαν;». «Ναι». «Τι;». «Τροφή». «Ρύζι, σούπα, τι;». «Τροφή».
Ο κατά τύχη κηδεμόνας του αφηγήθηκε ότι τις προηγούμενες ημέρες έλαβε ένα τηλεφώνημα από μια γυναίκα ονόματι Αχλάμ αλ Νακίμπ, η οποία ισχυρίζεται πως είναι η μητέρα του 25χρονου. Κατάφερε να τον εντοπίσει χάρη στις φωτογραφίες των κρατουμένων της Σεντνάγια που αναρτήθηκαν στο Facebook μετά την απελευθέρωσή τους.
Στην πραγματικότητα ο Μπασάρ Σαμίρ Γιουσέφ ονομάζεται Μουνάφ Αμπντελκαντέρ Σουίντ και δεν είναι από το Ιντλίμπ, αλλά από ένα χωριό της επαρχίας Ντέιρ αλ-Ζορ, όπου οι καθεστωτικοί τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν όταν ήταν μόλις 13 ετών, επειδή ο αδελφός του (ο οποίος στη συνέχεια επρόκειτο να σκοτωθεί πολεμώντας) εμφανίστηκε με ένα τουφέκι στον ώμο. Εκτοτε η γυναίκα δεν ξαναείδε τον γιο της, ούτε είχε νέα του, ενώ ακόμα και αν υποπτευόταν πως είχε καταλήξει στη Σεντνάγια δεν θα μπορούσε να τον είχε αναζητήσει, αφού κατά πάσα πιθανότητα θα κατέληγε και εκείνη εκεί.
Προς επίρρωση του ισχυρισμού της η γυναίκα παρείχε και μια κρίσιμη πληροφορία: ο γιος της είχε μια κοκκινωπή κηλίδα πάνω από το δεξί γόνατο. «Και ο νεαρός έχει μία ακριβώς στο σημείο που υπέδειξε η γυναίκα» είπε ο άνδρας. Σήκωσε, μάλιστα, το μπατζάκι για να δείξει το σημάδι στον ιταλό δημοσιογράφο, αλλά το βλέμμα του, πριν φτάσει στο γόνατο του 25χρονου, καρφώθηκε σε ένα σημείο του ποδιού όπου το δέρμα ήταν νεκρωμένο. «Τον βασάνιζαν μέχρι την τελευταία στιγμή» σχολίασε.
Ο Μουνάφ ή Μπασάρ δεν ήταν σε θέση να αφηγηθεί τα χρόνια κακοποίησης και βίας που σημάδεψαν με τον πλέον απάνθρωπο τρόπο την εφηβεία, την ενηλικίωση και, κατ’ επέκταση, ολόκληρη τη ζωή του. Κρατούνταν επί μια δωδεκαετία στην κόκκινη πτέρυγα της Σεντνάγια, όπου κατέληγαν οι αντιφρονούντες – πραγματικοί και φανταστικοί: πρακτικά, όλοι όσοι τολμούσαν να μη δοξάζουν τους Ασαντ.
«Η κόκκινη πτέρυγα έχει τρεις ορόφους, κάθε όροφος έχει 17 δωμάτια, κάθε δωμάτιο χωράει 65 άτομα» είπε στη Repubblica ο Μοχάμεντ Μπαντλί, ένας 31χρονος πρώην κρατούμενος. «Τα δωμάτια είναι 16 επί 4 μέτρα, χωρίς κρεβάτια. Κοιμόμασταν στο πάτωμα, σε παράλληλες σειρές, με τα πόδια του ενός στο κεφάλι του άλλου. Δεν βγαίναμε ποτέ έξω, δεν προαυλιζόμασταν. Δεν είχαμε όνομα. Κάθε μέρα έμπαινε ένας φύλακας και έδειχνε τυχαία κάποιον. Αυτός ο κάποιος υποβαλλόταν σε βασανιστήρια για τουλάχιστον δύο ώρες στο υπόγειο. Τον μαστίγωναν, τον χτυπούσαν με σωλήνες, τον κρεμούσαν ανάποδα από το ταβάνι».
Η μητέρα του 25χρονου άνδρα ζει στην Τουρκία αλλά σχεδιάζει να επιστρέψει στη Δαμασκό για να διαπιστώσει εάν όντως κατάφερε να βρει, επιτελούς, τον χαμένο γιο της, ο οποίος όμως είναι ένας άλλος άνθρωπος πια. «Τι θα κάνεις τώρα;» τον ρώτησε ο Φάμπιο Τονάτσι. «Δεν με νοιάζει» απάντησε εκείνος. «Θυμάσαι τη στιγμή που σε απελευθέρωσαν;». «Οχι. Είχε λιακάδα και ένιωσα τον αέρα. Ο αέρας είναι κρύος». «Είσαι χαρούμενος που, επιτέλους, είσαι ελεύθερος;». «Δεν ξέρω. Δεν νομίζω».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News