«Γνωρίζαμε ότι κάτι επρόκειτο να γίνει, γνωρίζουμε πολύ καλά τα προβλήματα της Συρίας εδώ και πολλά χρόνια». Αυτά είπε μεταξύ άλλων μετά την έκτακτη αναβίωση της διαδικασίας της Αστάνα, παρουσία των ομολόγων του της Ρωσίας και του Ιράν, ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν. Λίγες ώρες πριν το καθεστώς Άσαντ είχε πέσει με κρότο- σχεδόν χωρίς να αντισταθεί στις ανομοιογενείς αντάρτικες δυνάμεις υπό την καθοδήγηση του πρώην (;) τζιχαντιστή Μοχάμεντ Αλ-Τζολάνι.
Η Τουρκία «γνώριζε απλώς κάτι» ή θα μπορούσε κανείς να πει, πλέον με ασφάλεια, ότι καθοδήγησε συστηματικά την ανατροπή του εχθρού της, Μπασάρ αλ Ασαντ; Ακόμα και αν η απάντηση δεν είναι σαφής, το βέβαιο είναι πως τουλάχιστον στο βραχυπρόθεσμο επίπεδο η Αγκυρα βγαίνει νικήτρια από αυτήν την ιδιόρρυθμη πολεμική αναμέτρηση στο έδαφος μιας από τις πλέον κομβικές χώρες της Μέσης Ανατολής. Από εδώ και στο εξής, η Τουρκία διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στην επαναχάραξη του χάρτη της Συρίας. Οπως όλα δείχνουν δεν θα αφήσει αυτήν τη μεγάλη ευκαιρία να πάει χαμένη, καθώς στα νότια σύνορά της διακυβεύονται τα στρατηγικά συμφέροντά της.
Το γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική της Αγκυρας αναμένεται να επικεντρωθεί την επόμενη περίοδο στη διαμόρφωση της πολύπλοκης επόμενης μέρας στη Συρία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα υπόλοιπα μέτωπα περνούν αυτομάτως σε δεύτερη μοίρα. Μεταξύ αυτών και οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις. «Ούτως ή άλλως τους τελευταίους μήνες υπάρχει μια αλληλοκατανόηση μεταξύ των δύο πλευρών ώστε τα πράγματα να μείνουν “παγωμένα”, να συζητείται για παράδειγμα μόνο η θετική ατζέντα και σε καμία περίπτωση να μην υπάρξει κάποιας μορφής ένταση», λέει στο Protagon ο Κώστας Υφαντής, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου, εκτιμώντας πάντως ότι όποτε η Τουρκία θεωρεί ότι προκαλείται, όπως για παράδειγμα στο ζήτημα των θαλάσσιων πάρκων και της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας- Κύπρου, θα παρεμβαίνει με τις γνωστές μεθόδους της. Για τον Μάνο Καραγιάννη, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και στο King’s College του Λονδίνου «οι Τούρκοι δεν είναι ειλικρινείς. Είναι προσχηματική η συμμετοχή τους στον ελληνοτουρκικό διάλογο, κυρίως για να έχουν καλή εικόνα στο εξωτερικό».
Πράγματι, η Τουρκία μέσω της προσπάθειας σύγκλισης με την Ελλάδα που ξεκίνησε μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του Φεβρουαρίου 2023, αναζητεί εν μέρει την έξωθεν καλή μαρτυρία. Αυτή που θα χρειαστεί και για τη διαχείριση της υπ’ αριθμόν μία προτεραιότητας της στη Συρία, δηλαδή την επιβολή τους στους Κούρδους, όχι μόνο στην πολύπαθη χώρα, αλλά και στο Ιράκ, καθώς και σε αυτούς που δραστηριοποιούνται εντός των δικών της συνόρων με κοινό όραμα τη δημιουργία κουρδικής οιωνεί κρατικής οντότητας.
Προκειμένου να εκμηδενίσει τις πιθανότητες υλοποίησης του μεγαλύτερου εφιάλτη του έθνους, δηλαδή της απόσχισης εδάφους από τους Κούρδους, η Τουρκία προχωρά εδώ και καιρό σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη βόρεια Συρία, πολεμώντας κυρίως δι αντιπροσώπων- στη συγκεκριμένη περίπτωση του μισθοφορικού Συριακού Εθνικού Στρατού (SNA)- αλλά και με χρήση δικών της δυνάμεων. Παραλλήλως με την επίθεση για την ανατροπή του Άσαντ, η Μανμπίτζ με τους σημαντικούς κουρδικούς πληθυσμούς, δεχόταν σειρά (τουρκικών) επιθέσεων. «Η Τουρκία ενεργεί με προσοχή προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι τρομοκράτες του ISIS και του PKK (σσ: δηλαδή οι Κούρδοι) δεν θα εκμεταλλευτούν την κατάσταση στη Συρία», διαμήνυσε από την Ντόχα ο Φιντάν.
Εδώ όμως βρίσκεται και η παγίδα για την Αγκυρα. Μπορεί το δικό της σχέδιο να είναι ξεκάθαρο, μένει όμως να φανεί αν δεν συγκρούεται με τις προθέσεις των Αμερικανών, αλλά και των Ισραηλινών σε σχέση με τους Κούρδους. Αν αμφότεροι –και δη οι σύμμαχοι Αμερικανοί– συνεχίζουν να στηρίζουν τις ένοπλες οργανώσεις όπως το κουρδικό YPD/ PYD της Συρίας, τότε είναι βέβαιο ότι Αγκυρα και Ουάσινγκτον θα βρεθούν για ακόμα μια φορά αντιμέτωπες στη Μέση Ανατολή. «Αν στόχος της Τουρκίας είναι να εξοντώσει τους Κούρδους, τότε τα πράγματα θα είναι δύσκολα, διότι θα πρέπει να κάνουν στην άκρη οι Αμερικανοί», μας λέει ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτης Τσάκωνας
«Το Κουρδικό ζήτημα ανησυχεί δομικά την Τουρκία και είναι νομοτελειακό ότι η Άγκυρα θα πιέσει κατά το μέγιστο δυνατό τους Κούρδους», επισημαίνει ο κ. Καραγιάννης, αναδεικνύοντας την εντελώς διαφορετική προσέγγιση στο εν λόγω θέμα και μεταξύ Ισραήλ- Τουρκίας. Άρα, λοιπόν, για ακόμα μια κομβική υπόθεση τα βλέμματα στρέφονται στον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και στον έτερο μεγάλο νικητή της μεσανατολικής ανάφλεξης, τον Μπενιαμίν Νετανιάχου. «Ο Τραμπ στην πρώτη θητεία του είχε “θυσιάσει” τους Κούρδους», υπενθυμίζει εύστοχα ο κ. Υφαντής, ο οποίος πάντως εκτιμά ότι τουλάχιστον στη μεταβατική φάση στη Συρία δεν πρόκειται να καταγραφούν επιπλέον πολεμικές εμπλοκές και πώς αυτή τη στιγμή «μια ανάλογη κίνηση της Τουρκίας κατά των Κούρδων δεν θα είχε λογική». «Ο Τραμπ αλλάζει γρήγορα θέσεις, αν πει ότι θέλει να στηρίξει τους Κούρδους θα το κάνει, ενώ η σχέση του με τον Νετανιάχου θα είναι το “κλειδί” των εξελίξεων», προσθέτει ο κ. Καραγιάννης.
Πώς εμπλέκεται η Ελλάδα σε αυτή τη λεπτή ισορροπία; Πρώτον, δια της διαμόρφωσης των σχέσεων μεταξύ Ουάσινγκτον και Αγκυρας που πάντοτε επηρεάζουν τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά. Τυχόν δομική αποτυχία στο Κουρδικό οδηγεί –όπως έχει γίνει στο παρελθόν– σε εξαγωγή της κρίσης προς τα δυτικά. Όπως εκτιμά πάντως ο Μάνος Καραγιάννης, οι Τούρκοι τουλάχιστον προς ώρας, δεν μπορούν να ανεβάσουν την ένταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Δεύτερον, δια της στρατηγικής συνεργασίας Αθήνας – Τελ Αβίβ, που ακόμα και υπό τις σκιές εξαιτίας του εύρους των πολεμικών μεθόδων του Ισραήλ στη Γάζα, θα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί προτεραιότητα για την ελληνική διπλωματία, τόσο διμερώς όσο και στο τριμερές σχήμα με την Κυπριακή Δημοκρατία. Οπως, επίσης, εκτιμούν άριστοι γνώστες του ελληνικού συστήματος ασφαλείας, αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει την Αθήνα είναι η Τουρκία να έχει πίεση στα σύνορά της. Άρα, η διατήρηση ενός ισχυρού κουρδικού στοιχείου λειτουργεί υπέρ των ελληνικών συμφερόντων.
Μπορεί, λοιπόν, εν πρώτοις η Τουρκία να βγαίνει ενισχυμένη από τη Συρία, αλλά όπως σημειώνει εύστοχα ο κ. Τσάκωνας «υπάρχουν σαφέστατα κέρδη για την Άγκυρα, υπάρχει όμως και “πονοκέφαλος” για το πώς θα κερδίσει ακόμα περισσότερα και κυρίως για το πώς θα κεφαλαιοποιήσει αυτά τα κέρδη». Ένας τρόπος θα ήταν να μεγεθύνει τη ζώνη στρατιωτικής κατοχής που ήδη διαθέτει στη βόρεια Συρία, ώστε ουσιαστικά να επεκταθεί εδαφικά και να δημιουργήσει εκεί μια ζώνη ασφαλείας, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως, ακόμα και για τη μετεγκατάσταση Σύρων προσφύγων έως ότου να καταστεί δυνατή η οριστική επιστροφή στην πατρίδα τους.
Η εξέλιξη του προσφυγικού ζητήματος αφορά άμεσα την Ελλάδα, καθώς μπορεί πολλοί ήδη να επιστρέφουν, αλλά παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων ροών προς την Τουρκία και από εκεί στην Ευρώπη. Αυτό θα εξαρτηθεί από την πολιτική του νέου καθεστώτος κυρίως έναντι των θρησκευτικών μειονοτήτων. «Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα συγκροτηθούν οι τζιχαντιστές στη δομή του νέου καθεστώτος», τονίζει ο Παναγιώτης Τσάκωνας, με την Τουρκία να αναμένεται να διαδραματίσει κομβικό ρόλο στη διαδικασία.
Το έδαφος, όμως, και δη αυτό της βόρειας Συρίας αποτελεί και μέγιστο συμβολικό διακύβευμα για τον Ταγίπ Ερντογάν. Πόσες φορές, άραγε, είπε τα τελευταία χρόνια ο ηγέτης της Τουρκίας ότι έως ότου αποχωρήσει από την εξουσία θα έχει μεγαλώσει την Τουρκία; Ότι θα «αποτινάξει δεσμά της Συνθήκης της Λωζάννης»; Πόσες φορές διακήρυξε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι θέλει αυτός να γίνει ο ηγέτης του σουνιτικού Ισλάμ; Εδώ και τώρα είναι η ευκαιρία του. Ακόμα και αν αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να συμβεί de jure, διότι είναι βέβαιο ότι θα αντιδράσουν οι μεγάλοι παίκτες, ο Ερντογάν είναι σε θέση να το πραγματοποιήσει de facto, κυριαρχώντας στις περιοχές νοτίως των τουρκικών συνόρων.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία μεγιστοποιεί την επιρροή της στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, γεγονός που θα πρέπει εκ των πραγμάτων να προβληματίσει, αλλά και να κινητοποιήσει την ελληνική διπλωματία. Η Αθήνα, αλλά και η Λευκωσία οφείλουν να συνεχίσουν να λειτουργούν υπέρ της ασφάλειας και της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και να λάβουν πρωτοβουλίες για τη δημιουργία μιας μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής εν μέσω ενός κόσμου που βρίσκεται σε διαδικασία βίαιης μετάβασης. Σε αυτό το πλαίσιο περιλαμβάνονται, φυσικά, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η ανάγκη ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και η αφύπνιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδάλλως, Ελλάδα και Κύπρος θα συνεχίσουν να ακολουθούν ασθμαίνοντας τις εξελίξεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News