969
«Γκολκίπερ δεν γίνεσαι, γεννιέσαι» συνήθιζε να λέει ο Σαργκάνης. «Αυτή η θέση θέλει προσωπικότητα, τρέλα, τόλμη, αυτοθυσία για να πας να πέσεις στα πόδια του αντιπάλου» | CreativeProtagon

Το «Φάντομ» πέταξε μακριά

Sportscaster Sportscaster 8 Δεκεμβρίου 2024, 12:26
«Γκολκίπερ δεν γίνεσαι, γεννιέσαι» συνήθιζε να λέει ο Σαργκάνης. «Αυτή η θέση θέλει προσωπικότητα, τρέλα, τόλμη, αυτοθυσία για να πας να πέσεις στα πόδια του αντιπάλου»
|CreativeProtagon

Το «Φάντομ» πέταξε μακριά

Sportscaster Sportscaster 8 Δεκεμβρίου 2024, 12:26

Υπήρξε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες των ελληνικών γηπέδων, τις πιο χαρακτηριστικές. Παιδί των ξερών τερέν που μάτωναν τον τερματοφύλακα και πρωταγωνιστής του ποδοσφαίρου την εποχή που περνούσε από τον ρομαντισμό στον επαγγελματισμό. Προπονήθηκε σε χωράφια, δίπλα σε αγελάδες, όμως έλαμψε και στο «Ολντ Τράφορντ». Επαιξε στην ομάδα που λάτρευε από μικρός, τον Ολυμπιακό, αλλά και στον μισητό αντίπαλο, τον Παναθηναϊκό. Ο Νίκος Σαργκάνης, που «έφυγε» στα 70 του, τα γεύτηκε όλα στην καριέρα του, εκτός από την εμπειρία ενός Euro ή ενός Μουντιάλ. «Δεν μπορεί να σου τα δώσει όλα ο Θεός» συνήθιζε να λέει.

Αν υπήρχε η μηχανή του χρόνου, θα επέστρεφε στο 1980. Κατέκτησε τον πρώτο του τίτλο, το Κύπελλο Ελλάδας, με την Καστοριά. Αμέσως μετά είδε το πιο τρελό του όνειρο να βγαίνει αληθινό: φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού. Τον καιρό που έπαιζε μπάλα στις αλάνες της Ραφήνας με τα άλλα παιδιά, εκείνος «ήταν» ο Σάββας Θεοδωρίδης, ο θρυλικός γκολκίπερ των «ερυθρολεύκων». Και στις 15 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς εξασφάλισε την αθλητική του αθανασία.

Στην παρθενική του εμφάνιση με την Εθνική Ελλάδας έκανε το παιχνίδι της ζωής του. Με μια σειρά εκπληκτικών αποκρούσεων υπέγραψε τη νίκη (1-0) επί της Δανίας στο «Πάρκεν Στάντιον», στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1982. Η φάση του 70′ (μια απίθανη επέμβαση σε σουτ-βολίδα του περίφημου Αλαν Σίμονσεν από τα τρία μέτρα) «έπαιξε» ξανά και ξανά στις τηλεοράσεις όλου του κόσμου.

Στα υπόλοιπα λεπτά του αγώνα, τα κοντινά πλάνα του δανού επιθετικού, ο οποίος εκείνη την εποχή διέπρεπε με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα, τον έδειχναν να… παραμιλάει για τη χαμένη ευκαιρία. «Από μικρό παιδί μέχρι σήμερα, ποτέ δεν είδα γκολκίπερ σαν τον Σαργκάνη» είχε δηλώσει μετά το ματς. «Ηταν η κρισιμότητα του αγώνα που έδωσε αυτή την αίγλη στη απόκρουση» έλεγε σε συνεντεύξεις του ο Σαργκάνης, με τη σεμνότητα που τον διέκρινε.

«Συγχαρητήρια για το αποτέλεσμα που φέρατε, όμως δεν παίξαμε το παιχνίδι επί ίσοις όροις» είπε στη συνέντευξη Τύπου ο προπονητής της Δανίας και θρύλος του γερμανικού ποδοσφαίρου Ζεπ Πιόντεκ, απευθυνόμενος στον έλληνα συνάδελφό του. «Γιατί;», τον ρώτησε ο Αλκέτας Παναγούλιας. «Γιατί εμείς παίζαμε με κανονικούς ανθρώπους, ενώ εσύ έφερες ένα Φάντομ». Την επόμενη μέρα οι δανέζικες εφημερίδες αποθέωναν τον Σαργκάνη με πρωτοσέλιδους τίτλους όπως «Το ελληνικό Φάντομ απογειώθηκε» και «Ο άνθρωπος με τα πέντε χέρια».

Ο χαρακτηρισμός «Φάντομ» θα συνόδευε το όνομά του για πάντα. Ετσι τον προσφωνούσαν («γειά σου, Φάντομ») όποιοι τον συναντούσαν στον δρόμο, ακόμη και οι γονείς που δεκαετίες μετά πήγαιναν τα παιδιά τους στην ποδοσφαιρική ακαδημία που διατηρούσε μαζί με τον Ηλία Μπέριο στο Γουδή. Αλλά και τα ίδια τα παιδιά, που τον έχουν δει σε δράση μόνο στο YouTube. Δεν έκρυβε ότι συνήθιζε να βλέπει σε βίντεο τις μεγάλες του αποκρούσεις – ήταν η δική του μηχανή του χρόνου.

Σε εκείνο το ματς, που απογείωσε την καριέρα του, επρόκειτο να υπερασπιστεί την ελληνική εστία ο Λευτέρης Πουπάκης, όμως τραυματίστηκε στην προπόνηση. Ο Παναγούλιας κάλεσε εσπευσμένως στη Δανία τον Βασίλη Κωνσταντίνου, αλλά τόλμησε να εμπιστευθεί τον καινούργιο. Ούτε ο ίδιος ο Σαργκάνης δεν το πίστευε. «Είστε σίγουρος;» ρώτησε τον προπονητή του όταν του ανακοίνωσε την απόφασή του. «Κύριέ μου, δεν σε φέραμε εδώ για τουρισμό, αλλά για να παίξεις», του απάντησε εκείνος.

Μετά τη λήξη του αγώνα που έκανε όλη την Ελλάδα να μιλάει γι’ αυτόν, ο Σαργκάνης έτρεξε στο τηλέφωνο. Το σήκωσε η μητέρα του. «Πώς σου φάνηκα, μάνα;», τη ρώτησε. «Επιανες πουλιά στον αέρα, παιδάκι μου» αποκρίθηκε η κυρία Καλομοίρα. Τον πατέρα του, Βασίλη, τον είχε χάσει σε νεαρή ηλικία. Δεν πρόλαβε να του δείξει πόσο άδικο είχε όταν του είχε απαγορεύσει να ασχολείται με το ποδόσφαιρο.

Τον είχε δει στα 16 του να γυρίζει στο σπίτι μέσα στα αίματα, πληγωμένος από τις κοτρώνες του γηπέδου, όπου έπαιζε με κοντομάνικο, σορτσάκι και χωρίς γάντια. «Αν ξαναπατήσεις στο γήπεδο, θα σου κόψω τα πόδια», του είχε πει. Ο Σαργκάνης, όμως, την αγαπούσε την μπάλα. Συνέχισε να προπονείται κρυφά. Το πρωί δούλευε (στο Κολλέγιο Αθηνών), το μεσημέρι έπαιζε ποδόσφαιρο (έλεγε ότι άργησε στη δουλειά) και το βράδυ πήγαινε σχολείο.

Επαγγελματίας ποδοσφαιριστής έγινε στα 20, στον Ηλυσιακό. Τρία χρόνια μετά, το 1977, πήρε μεταγραφή στην Καστοριά. Τότε διατηρούσε ένα αργυροχοείο στου Ζωγράφου μαζί με την αδελφή του και η απόφαση να φύγει από την Αθήνα δεν ήταν εύκολη. Αλλά πήγε, έπειτα από πολλές συζητήσεις με την οικογένειά του. Εκεί το γήπεδο ήταν πιο ξερό και από εκείνο του Ηλυσιακού. Χορτάρι υπήρχε μόνο σε ένα γειτονικό λιβάδι, όπου έκανε τις προπονήσεις του δίπλα στις αγελάδες. Αλλά έκανε τη δουλειά του τόσο καλά ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον του ΠΑΟΚ και του Ολυμπιακού. Τον κέρδισε η ομάδα «της καρδιάς του».

Πέντε χρόνια στον Ολυμπιακό και άλλα πέντε στον Παναθηναϊκό, κατέκτησε πέντε τίτλους πρωταθλήματος και τέσσερα Κύπελλα Ελλάδας. Στον τελικό Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού το 1988 απέκρουσε δύο πέναλτι και εκτέλεσε ένα για τον Παναθηναϊκό. Ηταν μια από τις κορυφαίες του στιγμές. Εκλεισε την καριέρα του στον Αθηναϊκό (1990-1992) με δύο μεγαλειώδεις εμφανίσεις απέναντι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Αλεξ Φέργκιουσον, στη διπλή αναμέτρηση για το Κύπελλο Κυπελλούχων. Δέχτηκε γκολ μόνο στην παράταση του επαναληπτικού στο «Ολντ Τράφορντ».

«Γκολκίπερ δεν γίνεσαι, γεννιέσαι» συνήθιζε να λέει. «Αυτή η θέση θέλει προσωπικότητα, τρέλα, τόλμη, αυτοθυσία για να πας να πέσεις στα πόδια του αντιπάλου». Εγραψε και σχετικά βιβλία. Ενα από αυτά, «Ο μικρός τερματοφύλακας», ήταν για παιδιά.

Γρήγορα αποφάσισε ότι ο ρόλος του προπονητή δεν του ταίριαζε. Αφοσιώθηκε στο ποδοσφαιρικό σχολείο του και στην οικογένειά του – η κόρη του, Μιρέλλα, τον έκανε παππού. Πήγαινε στο γήπεδο, για ψάρεμα, και τις Κυριακές, σε κάποια παραλία για να παίξει ρακέτες με φίλους. Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση ήταν στα τέλη Μαΐου στο στούντιο της ΕΡΤ, όπου μίλησε για τον τελικό του Ολυμπιακού με τη Φιορεντίνα στο Κόνφερενς Λιγκ.

Πάλεψε γενναία με τον καρκίνο, δίνοντας κουράγιο στους δικούς του ανθρώπους. «Ενα γκολ στις καθυστερήσεις μπορεί να κάνει την ανατροπή» έλεγε. Δυστυχώς το γκολ δεν ήρθε. Το πρωί της Κυριακής το «Φάντομ» χάθηκε από τα ραντάρ αυτού του κόσμου.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...