Τι θα γινόταν αν την ερχόμενη Κυριακή είχαμε εκλογές; Πόσες πιθανότητες θα υπήρχαν η κάλπη να αναδείξει μια αυτοδύναμη κυβέρνηση; Ποια θα ήταν η αξιωματική αντιπολίτευση και με τι ποσοστό; Μπορεί τα ερωτήματα να είναι υποθετικά, οι πιθανές απαντήσεις τους όμως μάλλον προϊδεάζουν ότι αυτή τη στιγμή το πολιτικό σύστημα τελεί σε σχεδόν πλήρη και επικίνδυνη ανισορροπία. Κατ’ επέκταση, η χώρα κινδυνεύει να βρεθεί μπροστά στην τέλεια καταιγίδα – και μάλιστα στην άκρη ενός κόσμου που αλλάζει ραγδαία.
Προφανώς, το μεγαλύτερο ζήτημα έχει να το αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, καθώς αυτή φέρει τη βαριά κληρονομιά του 41% που –χωρίς να το περιμένει, όπως αποδείχθηκε– έγινε 28%. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Εκτός τεράστιου απροόπτου, η Νέα Δημοκρατία θα είναι και πάλι πρώτο κόμμα, αλλά για να είναι αυτοδύναμη θα πρέπει στον εναπομείναντα πολιτικό χρόνο να ξεπεράσει τις προσδοκίες – κυρίως να ξεφύγει από το σπιράλ της κόπωσης και της εσωστρέφειας που την ταλαιπωρεί τον τελευταίο καιρό. Ειδάλλως θα κληθεί να αναζητήσει άλλες, συνεργατικές λύσεις, με «ανάδελφους» χώρους, δεξιά ή αριστερά της, όπου ούτως ή άλλως οι γέφυρες είναι ήδη γκρεμισμένες. Ακόμα και αν κτιστούν ξανά, θα είναι προϊόν έκτακτης ανάγκης και πρόσκαιρου συμβιβασμού με βραχυπρόθεσμη προοπτική.
Στην κυβέρνηση, φυσικά, όλα αυτά τα έχουν αντιληφθεί εδώ και καιρό. Εξ ου και ξεκίνησαν να διακινούν το αφήγημα της σταθερότητας. Πράγματι, ποιος στην Ελλάδα, το βασίλειο της αναμπουμπούλας, δεν επιθυμεί τη σταθερότητα; Ομως δεν αρκεί αυτό. Αλλωστε λίγο-πολύ τα δύσκολα σε αυτή τη χώρα ξεχνιούνται γρήγορα. Ποιος θυμάται την ακυβερνησία ή τα θνησιγενή σχήματα συνεργασίας των μνημονιακών καιρών; Αρα, η σταθερότητα δεν αποτελεί σήμερα πλειοψηφική προτεραιότητα.
Το πρόβλημα της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι ούτε ο όποιος ελληνοτουρκικός διάλογος, ούτε ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών. Το πρόβλημα είναι ότι έχει απωλέσει μέρος της δυναμικής που την ανέβασε στα πρωτοφανή –με βάση τα πολιτικά δεδομένα της κάθε συγκυρίας– ποσοστά του 2019 και του 2023: αποτελεσματικότητα, διαχειριστική ικανότητα, ενεργότερη διπλωματία, λιγότεροι φόροι, περισσότερες επενδύσεις, στοχευμένη επιδοματική πολιτική, στήριξη της μεσαίας τάξης. Λείπει, φυσικά, και ο μπαμπούλας της εποχής του ΣΥΡΙΖΑ. Και όλα αυτά περιτυλίγονται με το χειρότερο δυνατό ένδυμα: την ακρίβεια. Τη μείωση της αγοραστικής ικανότητας. Τη φτωχοποίηση μέρους της μεσαίας τάξης.
Είναι σε θέση το τρέχον πολυπληθές ή το επόμενο κυβερνητικό σχήμα, και κυρίως το επιτελικό κράτος, να κηρύξει επανεκκίνηση με λαϊκό αντίκρισμα; Αν όχι, τότε κινδυνεύει να πατήσει την μπανανόφλουδα που έριξε τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ στο καναβάτσο: πίστευαν ότι η οικονομία ήταν το δυνατό χαρτί τους διότι κοιτούσαν μόνο τα μακρο-μεγέθη και όχι όσα συνέβαιναν στην κοινωνία.
Διαβάζοντας αυτά κάποιος που δεν γνωρίζει τι συμβαίνει στην Ελλάδα, θα σκεφτόταν: «Ωραία, άρα ας περάσει ο επόμενος». Εδώ όμως δεν υπάρχει επόμενος. Στην Κεντροαριστερά η σκόνη πλέον έκατσε. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι και επισήμως τριχοτομημένος στις συνιστώσες που έως πρότινος τον συναποτελούσαν: μια ορθόδοξη «προεδρική», μια νεομαρξιστική και μια δεξιόστροφη λαϊκιστική. Προφανώς καμία εξ αυτών, δηλαδή ο Φάμελλος με τη σφραγίδα, η Νέα Αριστερά και ο Κασσελάκης, δεν αποτελεί σοβαρή εναλλακτική κυβέρνησης.
Αρα, μένει το ΠΑΣΟΚ. Πού είναι, όμως, η δυναμική του επανεκλεγέντος προέδρου του – ή τουλάχιστον η δυναμική που όλοι ευαγγελίζονταν μετά την επικράτηση του Ανδρουλάκη επί των Δούκα, Γερουλάνου και Διαμαντοπούλου; Κολλημένη στο ταβάνι του 18%, έστω 20%. Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, να σταθεί σοβαρό αντιπολιτευτικό και κυρίως εκλογικό κεντροαριστερό δέος απέναντι στον Μητσοτάκη θα είναι να κινηθούν κάποιοι από τους προαναφερόμενους μετωπικά εναντίον του. Μοιάζει εξίσου απίθανο όσο το να εμφανιστεί σαν μάννα εξ ουρανού στο πολιτικό σκηνικό ο όποιος Αλέξης Τσίπρας.
Αν, πάλι, κοιτάξει κανείς στα δεξιά της ΝΔ, τα πράγματα είναι ακόμα πιο πολύπλοκα. Διότι θα δει τουλάχιστον τρία κόμματα με πανομοιότυπη ατζέντα εντός Βουλής και έναν πρώην πρωθυπουργό ο οποίος φαίνεται έτοιμος να τσαλαβουτήσει εκ του μακρόθεν στον ευρύτερο χώρο, με μόνο στόχο να δημιουργήσει, ως συνήθως, πρόβλημα στην παράταξη που τον ανέδειξε. Καλή η ταυτοτική πολιτική, ακόμα καλύτερα τα εθνικά δίκαια, θεμιτό να πιστεύεις ότι επειδή βγήκε ο Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες όλος ο κόσμος στρέφεται προς τα δεξιά. Δεν αρκούν, όμως, αυτά για να γίνει ξαφνικά η ούλτρα Δεξιά δύναμη εξουσίας στην Ελλάδα.
Επικίνδυνη ανισορροπία σημαίνει να μην υπάρχει, τουλάχιστον προς ώρας, προοπτική κυβερνητικής αυτοδυναμίας, αλλά να μην υπάρχει και σενάριο βιώσιμης –έστω μεσοπρόθεσμα– κυβερνητικής συνεργασίας. Σε μια χώρα μαθημένη στα δίπολα, να μην υπάρχει σενάριο δημιουργίας ισχυρού δικομματισμού. Να μην υπάρχει αξιόλογη αντιπολίτευση, αλλά να υπάρχει ένας πρωτοφανής κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων. Και κυρίως να μην υπάρχει θετικό αφήγημα, αλλά αντ’ αυτού οι εμπλεκόμενοι να αναλώνονται –είτε το θέλουν είτε όχι– σε μια ατέρμονη συζήτηση αμιγώς ψευδο-ιδεολογικού χαρακτήρα.
Εκ των πραγμάτων, όλα τα βλέμματα αυτή τη στιγμή είναι στραμμένα προς τον πιο ισχυρό του σκηνικού, δηλαδή τη ΝΔ. Είναι αυτή που θα μπορούσε, υπό όρους, να γυρίσει το παιχνίδι. Ειδάλλως πάμε ολοταχώς σε μια κρίση διακυβέρνησης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News