Την άνοιξη του 1951 ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ πήγε στην αφρικανική ζούγκλα για να γυρίσει τη «Βασίλισσα της Αφρικής», την κλασική τεχνικολόρ ταινία του Τζον Χιούστον. Πήρε μαζί του τη γυναίκα του, Λορίν Μπακόλ, το ουίσκι του και τα τσιγάρα του. Αλλά άφησε τον δίχρονο γιο του στη φροντίδα της νταντάς του, με το σκεπτικό ότι η ζούγκλα ήταν επικίνδυνη και θα έλειπαν μόνο για έξι μήνες.
Ο Μπόγκαρτ και η Μπακόλ αποχαιρέτησαν το παιδί τους στο αεροδρόμιο και εκείνο τους κούνησε το χέρι του μέσα από την αγκαλιά της νταντάς. Αλλά τη στιγμή που το αεροπλάνο απογειωνόταν η νταντά έπαθε εγκεφαλική αιμορραγία και έπεσε νεκρή στην άσφαλτο, έγραψε στον Guardian ο Ζαν Μπρουκς με αφορμή την πρεμιέρα του «Bogart: Life Comes in Flashes», ενός νέου ντοκιμαντέρ της Κάθριν Φέργκιουσον που άρχισε να προβάλλεται στις 9 Δεκεμβρίου.
Ο Στίβεν Μπόγκαρτ αφηγείται την ιστορία. Το αεροπλάνο των γονιών του προσγειώνεται. Η Μπακόλ μαθαίνει τα νέα. Η κυρία Χάρτλεϊ μόλις πέθανε: ο γιος της είναι ουσιαστικά μόνος του. «Τι κάνει λοιπόν; Σκέφτεται: “Πηγαίνω στην Αφρική με τον Μπόγκι, τον Χιούστον και την [Κάθριν] Χέπμπορν και διασκεδάζω πολύ ή μήπως να γυρίσω πίσω και να φροντίσω το παιδί;”» Το σκέφτεται βιαστικά και αποφασίζει να στείλει το αγόρι στον παππού και στη γιαγιά του. «Τώρα δεν κατηγορώ τη μητέρα μου γι’ αυτό που έκανε. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι θα έκανα την ίδια επιλογή» είπε ο 75χρονος, σήμερα, Στίβεν στον Guardian.
Μπορεί να τραυματίστηκε από αυτόν τον πρόωρο χωρισμό, ωστόσο συνέχισε τη ζωή του σαν αληθινός ήρωας φιλμ-νουάρ. Πρώην παραγωγός τηλεοπτικών ειδήσεων, ο γιος του θρυλικού ζευγαριού έχει αποσυρθεί εδώ και καιρό από τη δουλειά. Εχει ένα σπίτι στη Φλόριντα, μια δεύτερη σύζυγο, την Κάρλα, και ένα λευκό κουτάβι, τον Γουάιλι, που γαβγίζει συνεχώς και χοροπηδά στην αγκαλιά του. Το παρελθόν ήταν ένα βάρος για τον Στίβεν, αλλά έχει συμβιβαστεί πια. «Δεν είμαι μαθητής του πατέρα μου. Επρεπε να μάθω ποιος ήμουν. Μου πήρε χρόνια για να νιώσω άνετα με το όλο θέμα του Μπόγκαρτ» λέει.
Το ντοκιμαντέρ «Bogart: Life Comes in Flashes», στο οποίο μιλάει και ο Στίβεν, αποκαλύπτει άγνωστο μέχρι τώρα υλικό αρχείου και η αφήγηση στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στα λόγια του ίδιου του ηθοποιού. Καλύπτει τα απαιτούμενα βιογραφικά στοιχεία από την δημιουργική πορεία του Μπόγκαρτ (πρώτα ως ανόητος θεατρικός ηθοποιός και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας δεύτερους ρόλους σε γκανγκστερικές ταινίες της Warner Bros) και την καθυστερημένη ανάδειξή του σε σούπερ σταρ.
Φωτίζει επίσης τη ζωή του χολιγουντιανού σταρ εκτός οθόνης, γράφει ο Ζαν Μπρουκς στον Guardian. Αναλύει τους τρεις φλογερούς γάμους που προηγήθηκαν της ένωσής του με την Μπακόλ, δείχνει πώς το έντονο, καυστικό πνεύμα του μπορούσε μερικές φορές να μετατραπεί σε σκληρότητα και σχολιάζει τη διάγνωση του καρκίνου, που τον διέλυσε ενώ βρισκόταν στην ακμή του.
Τους τελευταίους μήνες o Μπόγκαρτ είχε κυριολεκτικά λιώσει – ζύγιζε λιγότερο από 40 κιλά. Ηταν πολύ αδύναμος για να ανέβει σκάλες και έπρεπε να τον μεταφέρουν με φορείο από όροφο σε όροφο. Η Μπακόλ λέει στο ντοκιμαντέρ ότι ακόμη και τότε ο ηθοποιός αρνιόταν να πιστέψει ότι θα πέθαινε.
Σήμερα πια ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ αποτελεί μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Τον μιμούνται και τσιτάρουν τις ατάκες του. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει χαρακτηρίσει ως τον καλύτερο ηθοποιό όλων των εποχών. Και ο Στίβεν δεν μπορεί να σκεφτεί άλλον εκλιπόντα σταρ που να έχει αντέξει τόσο καλά. «Ισως ο Κάρι Γκραντ» λέει. Και οι δύο άνδρες ήταν περίπλοκες, συναρπαστικές προσωπικότητες.
Στους κριτικούς αρέσει να επισημαίνουν ότι οι ρίζες του Γκραντ στα χαμηλά στρώματα στο Μπρίστολ παρείχαν το κρίσιμο αντίβαρο στη λαμπερή κινηματογραφική του εικόνα. «Η ρομαντική κομψότητα του Γκραντ», έγραψε η κριτικός κινηματογράφου Πολίν Κάελ, «είναι το περιτύλιγμα του ανθεκτικού, σκληρού πυρήνα ενός ασήμαντου κοπρόσκυλου».
Ο Μπόγκαρτ ενσάρκωνε την ίδια δυαδικότητα αλλά ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση: προερχόταν από ένα σπάνιο νεοϋορκέζικο υπόβαθρο, μέσω λογοτεχνίας, σκακιού και εκδρομών με τη θαλαμηγό του. (Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Γέιλ για να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα, αλλά συντομα αποβλήθηκε). Το σκληροτράχηλο περίβλημά του είχε επίσης έναν αέρα φινέτσας. Η ευφυΐα και η καχυποψία του, δε, έδωσαν βάθος και υφή στους σκληρούς χαρακτήρες που υποδύθηκε. Ηταν ο έκπτωτος άγγελος του αμερικανικού κινηματογράφου, κυνικός και βρώμικος.
Μερικές φορές έλκεται από το σκοτάδι (όπως ο χρυσοθήρας με το άγριο βλέμμα στον «Θησαυρό της Σιέρα Μάντρε», 1948), κυρίως όμως αναζητά το φως (όπως οι πεισματάρηδες, αξιοπρεπείς πρωταγωνιστές των ταινιών «Το Γεράκι της Μάλτας» (1941), «Καζαμπλάνκα» (1942) και «Πάθος και Αίμα» (1946)). Η ερμηνεία του, δε, στην «Βασίλισσα της Αφρικής» (1951) ως μέθυσου τυχοδιώκτη Τσάρλι Ολνατ, που διασχίζει με ένα σαπιοκάραβο ένα ποτάμι του Κονγκό μαζί με μια γεροντοκόρη (Κάθριν Χέπμπορν) κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, του χάρισε το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.
Ωστόσο το «Σε Εναν Ερημο Τόπο» (1950) είναι η ταινία που εξερευνά με τον καλύτερο τρόπο τη διττή φύση του Μπόγκαρτ, εκλεπτυσμένη αλλά σκληροτράχηλη, συμβιβασμένη αλλά αυτο-σκηνοθετημένη. Στο θρυλικό νουάρ του Νίκολας Ρέι υποδύεται τον Ντίξον Στιλ, έναν ξεπεσμένο χολιγουντιανό σεναριογράφο με βίαιο ταμπεραμέντο και αντικοινωνική συμπεριφορά, βασικό ύποπτο για τη δολοφονία μιας κοπέλας.
Μια νεαρή γειτόνισσα τού παρέχει ψεύτικο άλλοθι, ωστόσο, καθώς τον γνωρίζει περισσότερο, αρχίζει να έχει αμφιβολίες. Το κοινό, αντίστοιχα, θέλει να τον εμπιστευτεί αλλά δεν μπορεί να το κάνει. Ο Στίβεν πιστεύει ότι αυτός είναι ίσως ο πιο προσωπικός ρόλος του Μπόγκαρτ: «Η μοναξιά ήταν πάντα μέρος της ζωής του» λέει στον Guardian. «Πάντα κάτι έψαχνε. Το αγαπημένο του πράγμα ήταν η θάλασσα. Ηταν πάντα ένας μοναχικός τύπος».
Η αλήθεια είναι, προσθέτει ο Στίβεν, ότι αυτός και η μικρότερη αδελφή του Λέσλι δεν γνώρισαν ποτέ καλά τον πατέρα τους. Ηταν μεσήλικας όταν απέκτησε παιδιά και όταν πέθανε αυτά ήταν οκτώ και τεσσάρων ετών αντίστοιχα. Επίσης ήταν συνεχώς απασχολημένος. «Ο πατέρας μου πήγαινε στη δουλειά, είχε όλη μέρα γυρίσματα στο στούντιο και όταν γύριζε στο σπίτι ήθελε να δειπνήσει με τη μητέρα μου. Ελεγε ένα “γεια σας, παιδιά, τι κάνετε;” και τελειώναμε, φεύγαμε» θυμάται.
Τα παιδιά έπρεπε να φαίνονται αλλά να μην ακούγονται. «Διαφορετικές εποχές», παρατηρεί, «διαφορετικοί άνθρωποι. Υπήρχαν πολλά παιδιά τότε, δεν υπήρχε ιδιαίτερος έλεγχος των γεννήσεων. Το σκεφτόμουν τις προάλλες. Ο πατέρας μου ήταν παντρεμένος με άλλες τρεις γυναίκες αλλά δεν έκανε ποτέ παιδί μέχρι που γνώρισε τη μητέρα μου. Αλλά τα παιδιά ήταν πάντα στην περιφέρεια. Ηταν δευτερεύοντα σε σχέση με τις παρέες, το ποτό, το κάπνισμα, το γέλιο, τα πάρτι».
Στο ντοκιμαντέρ ο Μπόγκαρτ εξηγεί την απόφασή του να κάνει οικογένεια με την Μπακόλ, γράφει ο Ζαν Μπρουκς στον Guardian. Εχοντας επίγνωση της ηλικίας του, ο ηθοποιός λέει: «Ηθελα ένα παιδί για να μείνει μαζί της και να της θυμίζει εμένα». Ο Μπόγκι πέθανε το 1957. Η Μπακόλ έζησε μέχρι το 2014. Απέδωσε το σχέδιο; Της θύμιζε ο Στίβεν τον μπαμπά του;
«Ε, λοιπόν, ναι» απαντά ο ίδιος. Ωστόσο το θέμα ήταν περίπλοκο. «Τον θύμιζα, αλλά της θύμιζα επίσης ότι είχε πεθάνει και την είχε αφήσει με δυο μικρά παιδιά. Στο δικό της βιβλίο γράφει: “Ηθελα ο Μπόγκι να έχει τα παιδιά μου”. Κάτι που είναι πάνω κάτω το ίδιο. Σου θυμίζουν εμένα και μου θυμίζουν εσένα» λέει.
«Αλλά αυτός δεν είναι ο ιδανικός λόγος για να κάνεις παιδιά» προσθέτει. «Οπότε ναι, της τον θύμιζα, κάτι που ήταν και θετικό και αρνητικό. Τρόμαξε όταν εκείνος πέθανε. Μετακομίσαμε για λίγο στο Λονδίνο. Μετά ήθελε να πάει στη Νέα Υόρκη για να παίξει στο θέατρο. Μας έσερνε παντού. Παντρεύτηκε τον Τζέισον [Ρόμπαρντς], ο οποίος ήταν ένας απολύτως λαμπρός ηθοποιός του θεάτρου αλλά έμοιαζε κάπως στον πατέρα μου, και έτσι είμαι σίγουρος ότι τον συνέκρινε με τον Μπόγκι. Υπήρχαν πάντα φωτογραφίες του Μπόγκι στο διαμέρισμα».
Η Λορίν Μπακόλ ήταν μόλις 32 ετών όταν πέθανε ο Μπόγκαρτ. Οπως και ο γιος της, δε, έπρεπε να χαράξει τη δική της πορεία, να βρει τον πραγματικό της εαυτό. «Δεν είμαι πεπεισμένος ότι δεν θα προτιμούσε να ανοίξει τα φτερά της αντί να χρειάζεται να φροντίζει δυο παιδιά» λέει ο Στίβεν στον Guardian. «Δεν μας έκανε κακό, δεν λέω αυτό. Αλλά ψυχολογικά ήταν δύσκολο για εκείνη».
Ο γιος του θρυλικού ζευγαριού δεν πήγε ποτέ στη ζούγκλα με τον πατέρα του και τη μητέρα του, τον Μπόγκαρτ και την Μπακόλ. Αλλά τελικά επισκέφθηκε το «Βασίλισσα της Αφρικής», όπως ονομαζόταν το ατμόπλοιο της ταινίας, το οποίο ανακαλύφθηκε το 2012 να σκουριάζει ξεχασμένο σε μια μαρίνα στο Κι Λάργκο. Το σκάφος επισκευάστηκε, ξαναβάφτηκε και ξαναρίχτηκε στο νερό.
Ο Στίβεν και η αδελφή του Λέσλι προσκλήθηκαν στο πλοίο και τους προσφέρθηκαν σουβενίρ. «Εχω ένα κομμάτι από το πηδάλιο. Και η αδελφή μου έχει ένα κομμάτι από το πηδάλιο» λέει. «Ηταν μια διασκεδαστική βόλτα, υποθέτω, αλλά ένα πλοιάριο ήταν, τίποτα περισσότερο. Δεν μου έκανε καμιά εντύπωση».
Σήμερα ο Στίβεν Μπόγκαρτ είναι πιο ευτυχισμένος με την καθημερινή ρουτίνα του, με μια γυναίκα του στο πλευρό του και ένα σκυλί στην αγκαλιά του. Η νοσταλγία είναι παγίδα και τα βάρη του παρελθόντος σε παρασύρουν. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις; Πέταξέ τα και συνέχισε τη ζωή σου…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News