Ο σκηνοθέτης Νίκος Περάκης είχε γράψει το σενάριο με βάση τις δικές του αναμνήσεις από τη θητεία του στην Τηλεόραση Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ), τον πειραματικό, δηλαδή, σταθμό που το 1970 μετονομάστηκε σε ΥΕΝΕΔ. Ολα ξεκίνησαν κατά τύχη, όπως έχει διηγηθεί, καθώς, ως σκηνογράφος, στάλθηκε αρχικά να υπηρετήσει στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, η οποία, εκτός άλλων, τύπωνε και χάρτες. Δίπλα στα τυπογραφείο όπου εκείνος φόρτωνε το χαρτί ήταν η ΤΕΔ, οπότε η μεταγραφή έγινε εύκολα. Από εκείνο το σημείο ξεκίνησε η «μυθολογία» της ταινίας, με πρόσωπα, ατάκες και σκηνές που αντέχουν επί τέσσερις δεκαετίες.
Τέσσερα βραβεία
Η «Λούφα» έφυγε με τέσσερα βραβεία από το 25ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: καλύτερης ταινίας, σεναρίου, α’ ανδρικού ρόλου (στον Νίκο Καλογερόπουλο) και μοντάζ. Ηταν η πιο εμπορική της σεζόν 1984-1985, κόβοντας 395.374 εισιτήρια, πρώτη ανάμεσα σε 38 ταινίες. Παράλληλα, το 2016, σε ψηφοφορία των αναγνωστών του περιοδικού «Αθηνόραμα», της απονεμήθηκε ο τίτλος της Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας 1976-2016.
Τα «ζώα», ο Καραμαζόφ και ο Μπρέζνιεφ
Οι ατάκες που ακούγονταν στην ταινία είναι από μόνες τους ένα κεφάλαιο ξεχωριστό και πέρασαν στις επόμενες γενιές σαν ανέκδοτα, αλλά και στον καθημερινό λόγο της παρέας –με αποκορύφωμα το «ο πατέρας μου έχει ζώα, κυρ λοχαγέ». Υπάρχει, όμως, και το «Εις τον στρατόν, Καραμάνο, δεν γίνονται διακρίσεις. Κι επιστήμων να είσαι, σκ*** θα καθαρίσεις» του αντισυνταγματάρχη Κατσάμπελα (Ανδρέας Φιλιππίδης) στον Καραμάνο ή Καραμαζόφ (Φώτη Πολυχρονόπουλο), ο οποίος, σύμφωνα με το σενάριο «τυγχάνει διπλωματούχος του Πολυτεχνείου της Τασκένδης και είναι λαμπρό παράδειγμα έλληνος επιστήμονος όστις διέφυγε του κομμουνισμού».
Σε άλλη σκηνή, ο ταγματάρχης (Χρήστος Βαλαβανίδης) που οι φαντάροι αποκαλούσαν Φον Κανάρη ρωτάει τον Καραμάνο για την εμπειρία του στην κομμουνιστική ΕΣΣΔ: «Ατομικές ελευθερίες έχουν;». «Εξαρτάται τι εννοείτε» απαντά εκείνος, για να πάρει την απάντηση: «Τι θα πει “εξαρτάται”; Μπορείς να βγεις στην Ερυθρά Πλατεία και να πεις ότι ο σύντροφος Μπρέζνιεφ είναι μαλάκας;».
Γυρίσματα στην άδεια Ευελπίδων
Τα περισσότερα γυρίσματα έγιναν χωρίς καμία άδεια –αν και είχε ζητηθεί–, στην εγκαταλελειμμένη Σχολή Ευελπίδων, τα κτίρια της οποίας θα πέρναγαν από τη δικαιοδοσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας στο Δικαιοσύνης. Μέσα σε αυτό το κενό διάστημα μετατράπηκαν σε σκηνικό της ταινίας. Τα δύο υπουργεία και ο εργολάβος που είχε αναλάβει τη διαμόρφωσή τους δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι δεν υπήρχε άδεια για τα γυρίσματα και μόνο την τελευταία μέρα τούς πήραν χαμπάρι, όταν ακούστηκαν οι πυροβολισμοί του Καραμάνου στη σκηνή εφόδου.
Ο ίδιος ο Ν. Περάκης θυμόταν το 2017, με αφορμή την έκθεση για την ταινία στο Βιβλιοπωλείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων του 58ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: «Τα γυρίσματα ήταν περιπετειώδη σαν στρατιωτική επιχείρηση, γυρίζαμε λαθραία στα κτίρια της Σχολής Ευελπίδων πριν παραδοθεί στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Και επειδή δεν βγάζαμε άκρη ποιος θα μας έβγαζε την άδεια, μπήκαμε μέσα και αρχίσαμε το γύρισμα. Την τελευταία μέρα μας πέταξαν έξω. Ευτυχώς προλάβαμε. Εγινε παρά τρίχα αυτή η ταινία, όλα πήγαν καλά χάρη στην ιδέα και την τόλμη του τότε παραγωγού Βασίλη Κατσούφη».
Οι δεύτεροι ρόλοι
Εκτός από το κατά κοινή ομολογία πρωτοκλασάτο καστ (Γιώργος Κιμούλης, Νίκος Καλογερόπουλος, Τάκης Σπυριδάκης, Σταύρος Ξενίδης, Ανδρέας Φιλιππίδης), η μαεστρία του σκηνοθέτη φαινόταν και στην επιλογή των λεγόμενων μικρών ρόλων ή των «περασμάτων». Ο Στέλιος Μάινας εμφανίζεται ελάχιστα ως καψιμιτζής, όπως και ο Παύλος Χαϊκάλης ως μάγειρας, ενώ ο Γεράσιμος Σκαδιαρέσης κάνει πέρασμα ως ηχολήπτης. Το ίδιο και οι συνάδελφοι του Νίκου Περάκη, Κώστας Φέρρης και Γιώργος Τσεμπερόπουλος.
Ο μοντέρ Γιώργος Μαυροψαρίδης
Ο φαντάρος που φαίνεται σε μια σκηνή να μοντάρει μια πορνογραφική ταινία δεν είναι άλλος από τον μοντέρ στην πραγματική ζωή Γιώργο Μαυροψαρίδη, στενό συνεργάτη πλέον του Γιώργου Λάνθιμου. Εχοντας περάσει και αυτός από την ΥΕΝΕΔ, δούλευε το 1983 στη Στέφι Φιλµ, εταιρεία παραγωγής διαφηµιστικών ταινιών – αλλά και της «Λούφας». Εκεί γνώρισε τον Νίκο Περάκη. Στην ταινία ονομάζεται Γιώργος Τριανταφύλλου, που ήταν το όνομα του πραγματικού μοντέρ της!
Τα σίκουελ και το reboot
Η φυσική συνέχεια της «Λούφας» ήταν η ταινία «Βίος και Πολιτεία» (1987), την οποία ο ίδιος ο Περάκης αναγνώριζε παλαιότερα ως την καλύτερη της εργογραφίας του. Με αυτή συμπληρώνει τα βιώματά του από τη στρατιωτική θητεία κατά την έναρξη της δικτατορίας, τα οποία δεν χώρεσαν στην πρώτη ταινία.
Το 2005 ο σκηνοθέτης γύρισε το «Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο», με ανερχόμενους ή φτασμένους ηθοποιούς της εποχής (Ρένος Χαραλαμπίδης, Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Γιάννης Τσιμιτσέλης, Ορφέας Αυγουστίδης, Βίκυ Καγιά).
Το 2008 κυκλοφόρησε η ταινία «Ι-4: Λούφα και Απαλλαγή», σε σενάριο-σκηνοθεσία Βασίλη Κατσίκη, που ήταν spin-off της προηγούμενης (ο Ν. Περάκης συμμετείχε ως μέλος της ομάδας παραγωγής).
Το 2011 ο Ν.Περάκης επανήλθε με το «Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στη Στεριά». Η τηλεοπτική εκδοχή της «Λούφας» προβλήθηκε στη ΝΕΤ από το 2006 έως το 2008, σε σκηνοθεσία Ν. Περάκη (τα πέντε πρώτα επεισόδια), Γιώργου Κορδέλλα και Παναγιώτη Πορτοκαλάκη, περιέχοντας τους ίδιους χαρακτήρες με την ταινία του 1984, καθώς και πολλές από τις σκηνές της, αλλά με μεγαλύτερο βάθος ανάπτυξης.
Η μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη
Σημαντικό στοιχείο της ταινίας και η μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη, ο οποίος είχε δοκιμαστεί, φυσικά, ήδη στο ελληνικό σινεμά με την κιθαριστική «Εκδρομή» του Τάκη Κανελλόπουλου, τις ταινίες του Ντίνου Δημόπουλου «Η Νεράιδα και το Παλικάρι», «Η Δασκάλα με τα Ξανθά Μαλλιά», «Η Αρχόντισσα και ο Αλήτης», αλλά και στο «Αρπα Κόλλα», επίσης του Περάκη (θα ακολουθούσαν τα «Βίος και Πολιτεία» και «Προστάτης Οικογενείας»).
Αυτό που ξεχωρίζει στο σάουντρακ είναι η αναβίωση –υπό μορφήν παρωδίας– ενός παλιότερου τραγουδιού του Μαμαγκάκη, το «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ», που πρωτακούστηκε από την Τζένη Βάνου στη «Λεωφόρο του Μίσους» του Νίκου Φώσκολου. Επίσης το «Λαϊκό τραγουδάκι», ένα ψιλομουρμούρικο σε στίχους του Περάκη, τραγουδισμένο από τον Θοδωρή Παπαδόπουλο της Οπισθοδρομικής Κομπανίας. Σημειωτέον ότι βρισκόμαστε στο 1984, δύο χρόνια μετά τον αριστουργηματικό δίσκο του Ν. Μαμαγκάκη «Κέντρο Διερχομένων», μια σπουδή πάνω στο ζεϊμπέκικο, σε ποίηση Γιώργου Ιωάννου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News