Η προσωπική και πολιτική διαδρομή του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα, ταυτίζεται με ορισμένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Μια δεύτερη ανάγνωση από τη δική του οπτική προσφέρει στο βιβλίο «Στον ίδιο δρόμο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Από αυτό επιλέξαμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Φορτώνοντας χαλίκια στον Αλιάκμονα
«Θυμάμαι, στα παιδικά μου χρόνια, υπήρχε ακόμα στην Ελλάδα ο θεσμός της λεγόμενης τότε “προσωπικής εργασίας”: τρεις μέρες τον χρόνο οι πολίτες έπρεπε να δουλέψουν για το κράτος δωρεάν. Βέβαια υπήρχαν και οι φυγόπονοι, που αντί να δουλέψουν, πήγαιναν και εξαγόραζαν, όπως είχαν το δικαίωμα, αυτή την “αγγαρεία” με ένα μικρό αντίτιμο. Οχι όμως ο πατέρας μας. Επαιρνε κι εμάς με το τρακτέρ και την πλατφόρμα, την καρότσα μεταφοράς δηλαδή, και πηγαίναμε στον ποταμό Αλιάκμονα, που απείχε γύρω στα δέκα χιλιόμετρα από το χωριό, φορτώναμε χαλίκι από τις όχθες, το φέρναμε πίσω και το στρώναμε στους δρόμους, που ήταν χωμάτινοι και λασπώδεις…
Θυμάμαι επίσης πως όταν ήμουν δεκατριών ετών και είχε αρρωστήσει ο πατέρας μου από δισκοκήλη, που τον υποχρέωσε σε σαρανταήμερη ακινησία, εγώ αμέσως ανέλαβα τη θέση του. Επαιρνα κάθε μέρα το τρακτέρ και τη μεγάλη πλατφόρμα, όπου φόρτωνα κάπου πενήντα ανθρώπους και τους πήγαινα στα χωράφια για να μαζέψουν το βαμβάκι –δεν υπήρχαν ακόμα οι συλλεκτικές μηχανές και η δουλειά γινόταν με τα χέρια–, κι έπειτα γύριζα στο χωριό γιατί έπρεπε να πάρω το λεωφορείο και να πάω στο σχολείo».
Στο στούντιο με τον Χρήστο Νικολόπουλο
«Το να παίζω μουσική ήταν για μένα υπέροχο, και φυσικά ασύγκριτα καλύτερος τρόπος να βγάζω μεροκάματο από ό,τι με άλλες δουλειές χειρωνακτικές που έκανα. Ετυχε από το διπλανό μας χωριό, το Καψοχώρι, να κατάγεται κι ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο συνθέτης… Σε έναν ιδιαίτερα δύσκολο χώρο, διακρινόταν επίσης για την προώθηση νέων μουσικών και καλλιτεχνών όταν πίστευε στο ταλέντο τους. Θυμάμαι, για παράδειγμα, τον αγώνα που έδωσε για να καθιερωθεί ο Πασχάλης Τερζής, που ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη… Εκείνη την εποχή, λοιπόν, αναζητούσε μουσικούς για τις ηχογραφήσεις του. Ετσι κατέβαινα στην Αθήνα, καθόμουν τρεις-τέσσερις μέρες σε ένα μικρό ξενοδοχείο και δούλευα μαζί του στο στούντιο».
Η μπανιέρα της 17 Νοέμβρη
«Το Σάββατο 6 Ιουλίου (2002), ο Σάββας (Ξηρός), που πλέον ήξερε ότι είχαμε μπει στην οδό Πάτμου, μίλησε στον Σύρο (σ.σ.: τον αρχηγό της Αντιτρομοκρατικής) για τη δεύτερη γιάφκα, στην οδό Δαμάρεως στο Παγκράτι. Αυτό, είπε, ήταν το διαμέρισμα από το οποίο έφυγαν με τον “Λουκά” για να φτάσουν με ταξί στα εκδοτήρια των Flying Dolphins, στον Πειραιά, ακριβώς μια βδομάδα νωρίτερα. Ο Σύρος κάλεσε αμέσως τον Γιάννη Φραγκίσκο, αστυνόμο Α’, που ήταν αξιωματικός υπηρεσίας εκείνη την ώρα στον “Ευαγγελισμό”. Του έδωσε την αρμαθιά τα κλειδιά που είχε ο Σάββας πάνω του όταν έγινε η έκρηξη, και τον έστειλε στη Δαμάρεως. Πράγματι, ένα από τα κλειδιά άνοιξε το διαμέρισμα του τρίτου ορόφου. Ο Φραγκίσκος μπήκε μέσα κι άρχισε να ψάχνει. Στον κυρίως χώρο υπήρχε ένα κομπιούτερ με εκτυπωτή, ενώ στο μπάνιο η μπανιέρα ήταν γεμάτη νερό, μέσα στο οποίο βρέθηκαν όπλα, πιστόλια, ρουκέτες και πυροκροτητές.
»Ηταν φανερό τι είχε γίνει. Μετά την έκρηξη στον Πειραιά, ο Κουφοντίνας είχε τρέξει στο διαμέρισμα, πήρε όσα λεφτά υπήρχαν εκεί για ώρα ανάγκης, γέμισε με νερό και χλωρίνη την μπανιέρα και βούτηξε όλον τον οπλισμό μέσα, νομίζοντας ότι έτσι θα σβήσει τα αποτυπώματα – δεν ήξερε ότι με τις νέες τεχνολογικές μεθόδους τα εργαστήρια μπορούσαν να ανακτήσουν αποτυπώματα ακόμα κι αν έμεναν μήνες στο νερό τα αντικείμενα που τα έφεραν. Στην μπανιέρα βρέθηκε το δεύτερο 45άρι πιστόλι από τα δύο που χρησιμοποιούσε η οργάνωση. Το πρώτο, το αποκαλούμενο από τον Τύπο “ιστορικό”, αυτό δηλαδή που σκότωσε τον Γουέλς, δεν βρέθηκε ποτέ. Με αυτό όμως που βρέθηκε στη Δαμάρεως πιστοποιήθηκε από τα εργαστήρια ότι είχαν δολοφονηθεί οι αστυνομικοί Πέτρου και Σταμούλης το 1980, ο Νίκος Μομφεράτος και ο οδηγός του Ρουσέτης το 1985, ο Αλέκος Αθανασιάδης, ανιψιός του Μποδοσάκη, το 1988, ο Παύλος Μπακογιάννης το 1989 και ο Στίβεν Σόντερς το 2000».
«Η μαύρη κηλίδα στην ψυχή μου»
«Στο παραδιπλανό από το δικό μου γραφείο, μετά την ένταση της μέρας και των ραντεβού, ο Γιώργος Βασιλάκης είχε αρχίσει να ελέγχει έναν έναν τους φακέλους της αλληλογραφίας μου. Ενας φάκελος μεγέθους Α3 έγραφε πάνω ως αποστολέα τον φυγόδικο Χρήστο Καραβέλα, γνωστό σε όλους από τον Τύπο εκείνη την εποχή ως στέλεχος της Siemens, για την οποία είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο τον προηγούμενο χρόνο. Ο Γιώργος άνοιξε τον φάκελο, που είχε κυψελίδες στο εσωτερικό περίβλημα… Ο φάκελος περιείχε και ένα σκληρό ντοσιέ. Ο Γιώργος άφησε πλάι στα πόδια του γραφείου του τον φάκελο με την επιστολή και επιχείρησε να ανοίξει το ντοσιέ… Η έκρηξη έκανε ολόκληρο το κτίριο της Κατεχάκη να σειστεί. Το ωστικό κύμα διέλυσε την πόρτα του γραφείου του, όπως και τα τζάμια όλου του ορόφου…
»Εγώ έμεινα για κάποια δευτερόλεπτα παγωμένος, ακίνητος, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω την κατάσταση. Μετά, σηκώθηκα και βγήκα από το γραφείο μου τρέμοντας ολόκληρος, γιατί ήδη ήμουν σίγουρος ότι κάτι φρικτό είχε συμβεί. Πριν καν δω τη φοβερή σκηνή, ήξερα πως ήταν αδύνατο να μην έχει σκοτωθεί κανείς. Δεν γνώριζα ακόμα αν μας είχε χτυπήσει ρουκέτα απέξω ή έσκασε βόμβα δίπλα μας. Αλλά ότι είχε γίνει μεγάλο κακό, δεν χωρούσε αμφιβολία. Ηταν εφιαλτική η σκηνή που αντίκρισα μπαίνοντας στο γραφείο του. Ο ίδιος κειτόταν στο πάτωμα με το σώμα του διαμελισμένο. Η βόμβα είχε εκραγεί στα χέρια του. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω την εικόνα του νεκρού υπασπιστή μου, που δεν αναγνωριζόταν, μια εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω […]
»Ο θάνατος του Γιώργου Βασιλάκη στάθηκε για μένα ένα αβάσταχτο φορτίο ενοχών από το οποίο δεν μπορούσα να συνέλθω. Τούτη η τραγωδία με χάραξε βαθύτατα, έκανα μήνες ολόκληρους να μπορέσω να κοιμηθώ τη νύχτα. Σήμερα, νιώθω ακόμη μέσα μου να κουβαλάω αυτό το βάρος. Ενας αθώος άνθρωπος σκοτώθηκε στη θέση μου, αυτό δυστυχώς δεν αλλάζει και θα μείνει για πάντα ανεξίτηλη μαύρη κηλίδα στην ψυχή μου».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News