Γιατί τόσες κυβερνήσεις χωρών της Δύσης αντιμετωπίζουν κοινωνική δυσφορία για την οικονομία —η οποία ενισχύει τον λαϊκισμό και την Ακροδεξιά—, παρότι οι βασικοί δείκτες πηγαίνουν καλά; Γιατί το φαινόμενο αφορά ακόμη και κυβερνήσεις που άνοιξαν γενναιόδωρα τις κάνουλες των επιδομάτων και της ρευστότητας τον καιρό της πανδημίας; Υπάρχει μήπως το ενδεχόμενο «ο δρόμος προς την κόλαση» (του πληθωρισμού και της ενίσχυσης των Ακρων) να ήταν «στρωμένος με καλές προθέσεις»; Μήπως οι ποταμοί χρήματος τον καιρό της πανδημίας είχαν παρενέργειες που δεν είχαν υπολογιστεί;
Ερωτήματα όπως αυτά εξετάζουν μετά τη νίκη Τραμπ στις ΗΠΑ αναλυτές σε μεγάλες οικονομικές εφημερίδες —όπως οι Financial Times (FT) και η Wall Street Journal (WSJ)— συνδέοντας το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών που πλήττεται από την ακρίβεια με τις πολιτικές εξελίξεις σε ΕΕ και Ηνωμένες Πολιτείες.
Υπο τον τίτλο «Είναι οι τιμές, ανόητε», ο Ιαν Χαρνέτ εξετάζει πώς οι πολιτικές για τον έλεγχο του πληθωρισμού διέψευσαν και διαψεύδουν τις προσδοκίες των ψηφοφόρων. Γράφοντας στους FT, ο επικεφαλής στρατηγικής της εταιρείας συμβούλων Absolute Strategy Research, τονίζει πως οι ψηφοφόροι στις ΗΠΑ έκριναν την πορεία της οικονομίας μέσα από το πρίσμα των υψηλών τιμών και όχι βάσει των δεικτών που έδειχναν υψηλότερη ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας. Ακόμη και ο δείκτης που κατέγραφε την υποχώρηση του γενικού επιπέδου των τιμών δεν στάθηκε ικανός να αλλάξει τις εντυπώσεις από τις επιμέρους αυξήσεις τιμών στα ράφια.
Το βασικό ζήτημα σύμφωνα τον Χαρνέτ ήταν πως οι πληθωριστικές πιέσεις που εμφανίστηκαν την περίοδο της πανδημίας δεν ήταν παροδικές όπως εκτιμούσαν πολλές κυβερνήσεις, στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Η ίδια εκτίμηση υπήρξε αρχικά και στη χώρα μας. Πέραν των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας πλήρωσαν στην κάλπη τη συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών. Σχεδόν παντού οι αυξήσεις των μισθών έτρεχαν πιο αργά από την κούρσα των ανατιμήσεων.
Στις ΗΠΑ, οι αυξήσεις σε τρόφιμα και καύσιμα έφτασαν το 28% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2020 (πριν το ξέσπασμα της πανδημίας). Αντίστοιχα, στη Βρετανία η κατηγορία «τρόφιμα και ποτά» σε συνδυασμό με την ενέργεια αυξήθηκαν κατά 30%, ενώ στην ευρωζώνη ο δείκτης «Frequent out-of-pocket purchases» της ΕΚΤ, που περιλαμβάνει τρόφιμα, ποτά, ενέργεια και άλλες δαπάνες των νοικοκυριών, αυξήθηκε κατά 26%. Στην Ελλάδα, οι πιο επίπονες αυξήσεις ήταν αυτές σε «τρόφιμα και ποτά» όπου καταγράφεται (από την ΕΛΣΤΑΤ) άνοδος 31,93% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2020.
Πώς ξέφυγε όμως ο πληθωρισμός. Πού βρίσκεται το λάθος; Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, ο δημοσιογράφος και οικονομικός αναλυτής Νικ Τιμιράος στέκεται στον νόμο της κυβέρνησης Μπάιντεν για την παροχή ρευστότητας 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που εγκρίθηκε στις αρχές του 2021 —και θεωρείται από πολλούς αναλυτές μια από τις πιο επιτυχημένες αποφάσεις του απερχόμενου προέδρου.
Υπό τον τίτλο «Πώς οι Δημοκρατικοί τα έκαναν θάλασσα με τον πληθωρισμό», ο δημοσιογράφος της WSJ θυμίζει πως αυτό το πακέτο προστέθηκε στα δισεκατομμύρια δολάρια της πανδημικής στήριξης που είχαν εγκριθεί διακομματικά επί Τραμπ. Και περιγράφει ότι η ισχυρή ζήτηση και η αδύναμη προσφορά ενίσχυσαν τον πληθωρισμό. Οπως συνέβη σε πολλές χώρες, η ζήτηση από τους ποταμούς ρευστότητας, τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια και η ελπίδα που έφερνε η επιτυχημένη κυκλοφορία των εμβολίων «προσέκρουσε μετωπικά στις σακατεμένες αλυσίδες εφοδιασμού και στις αποδιοργανωμένες αγορές εργασίας».
Αυτό που συνέβη δεν είναι κάτι περίπλοκο. Στην ουσία του, εξηγείται εύκολα σε ένα μάθημα για πρωτοετείς φοιτητές των οικονομικών επιστημών που περιγράφει τι συμβαίνει όταν η ζήτηση δεν καλύπτεται από την προσφορά. «Αν η πολιτική είχε προσπαθήσει να φέρει τη ζήτηση και την προσφορά σε ισορροπία νωρίτερα, ίσως να είχαμε δει χαμηλότερο πληθωρισμό αιχμής, λιγότερη επιμονή των τιμών και λιγότερες πολιτικές αναταραχές» σχολιάζει ο Χαρνέτ στους FT, διερευνώντας τις πολιτικές παρενέργειες του επίμονου πληθωρισμού.
Το συμπέρασμα και των δύο αναλυτών είναι πως το πρώτο κύμα του πληθωρισμού γεννήθηκε τον καιρό της πανδημίας πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου του 2022. Και γεννήθηκε από καλές προθέσεις: αύξηση κρατικών δαπανών για να στηριχθούν οι πολίτες και οι οικονομίες που βίωναν τις επιπτώσεις των lockdown.
Το πρόβλημα με τις καλές προθέσεις είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγούν τους διαμορφωτές πολιτικής σε μια κατάσταση άρνησης ως προς τις παρενέργειες που μπορεί να προκύψουν στην πορεία. Οταν η καταιγίδα των κρατικών δαπανών της περιόδου 2021-22 απέκτησε τη δική της δυναμική, εκτοξεύοντας και διατηρώντας ψηλά τον πληθωρισμό (υποβοηθούμενη από την ενεργειακή κρίση), πολλές κυβερνήσεις βρέθηκαν όντως σε αμηχανία.
Η αμηχανία τροφοδοτούσε την άρνηση. Από τον Ιανουάριο του 2024, ο πολιτικός επιστήμονας—γκουρού των Δημοκρατικών, Σταν Γκρίνμπεργκ, προειδοποιούσε πως οι ψηφοφόροι πιστεύουν ότι ο Τραμπ «καταλαβαίνει πόσο θυμωμένοι είναι για την εκτόξευση των τιμών». Και κατακεραύνωνε οικονομολόγους, όπως ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν που έγραφε στους New York Times πως ευθύνονταν οι Ρεπουμπλικανοί και τα συντηρητικά media γιατί περνούσαν στους πολίτες μια παραπλανητική, αρνητική εικόνα για την οικονομία.
Μεταξύ των οικονομολόγων—συμβούλων πολιτικής, η πιο έγκαιρη προειδοποίηση ήλθε από τον Λάρι Σάμερς, υπουργό Οικονομικών της περιόδου Κλίντον και πρώην κορυφαίο σύμβουλο του Ομπάμα. Οπως θυμίζει ο Νικ Τιμιράος στη WSJ, ο Σάμερς είχε πει το εξής για τον πληθωρισμό και την κυβέρνηση Μπάιντεν ήδη από την άνοιξη του 2021:
♦ «Η αίσθηση γαλήνης και εφησυχασμού που προβάλλεται από τους υπεύθυνους χάραξης οικονομικής πολιτικής, ότι αυτό είναι κάτι εύκολα διαχειρίσιμο, είναι άστοχη»
Παράλληλα, θύμιζε τις ήττες των Δημοκρατικών σε προηγούμενες φάσεις πληθωρισμού, το 1968, όταν ο Χιούμπερτ Χάμφρεϊ (αντιπρόεδρος του Λίντον Τζόνσον) έχασε από τον Ρίτσαρντ Νίξον και το 1980, όταν o τότε πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ ηττήθηκε από τον Ρόναλντ Ρίγκαν. Θα έλεγε κανείς ότι το χρονοντούλαπο των κυβερνήσεων είναι γεμάτο από τα παραδείγματα εκείνων που συνετρίβησαν στο παγόβουνο του πληθωρισμού, δίνοντας ενίοτε τη σκυτάλη σε ακραίες δυνάμεις.
Υπήρχε ωστόσο στις μέρες μας κάτι άλλο που μπορούσε να γίνει και δεν έγινε για να περιοριστεί ο πληθωρισμός και η πολιτική άνοδος των Ακρων; Ο Ιαν Χαρνέτ, πάντα στους FT, σημειώνει πως οι εκλογές σε ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία υποδηλώνουν ότι οι ψηφοφόροι θα προτιμούσαν μεγαλύτερη σταθερότητα στο επίπεδο των τιμών, ακόμη και έναντι της πλήρους απασχόλησης. Και το συμπέρασμα του είναι ότι η πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών και των κυβερνήσεων έπρεπε να επικεντρωθεί νωρίτερα στην έγκαιρη δράση για τον περιορισμό της αρχικής απόκλισης του επιπέδου των τιμών.
Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί ο αρχικός εφησυχασμός που συνδυάστηκε με τη λάθος εκτίμηση ότι το φαινόμενο θα ήταν παροδικό και ότι μετά από λίγους μήνες ο πληθωρισμός δεν θα αποτελούσε πρόβλημα…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News