Χίλιες ημέρες πολέμου στην Ουκρανία συμπληρώνονται την Τρίτη 19 Νοεμβρίου, με την πιο θανατηφόρα σύρραξη στην ευρωπαϊκή επικράτεια μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να εξακολουθεί να μαίνεται. Οι εξουθενωμένες ουκρανικές δυνάμεις συνεχίζουν να πιέζονται σε πολλά μέτωπα, το Κίεβο πλήττεται τακτικά από μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους ενώ η ουκρανική ηγεσία προετοιμάζεται για την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Ωστόσο η απρόσμενη απόφαση του απερχόμενου αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν να ανάψει το πράσινο φως για τη χρήση αμερικανικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς κατά στόχων βαθιά εντός της Ρωσίας τόνωσε τρόπον τινά το ηθικό των Ουκρανών, δεδομένου ότι θα μπορούσαν να περιορίσουν τις επιλογές της Μόσχας όσον αφορά την εξαπόλυση επιθέσεων και τον απρόσκοπτο εφοδιασμό των ρωσικών δυνάμεων που πολεμούν στην Ουκρανία.
Μάλιστα την Τρίτη, οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις πραγματοποίησαν το πρώτο τους χτύπημα επί ρωσικού εδάφους με αμερικανικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς (ATACMS).
«Οσο πιο μακριά μπορεί να βάλλει η Ουκρανία, τόσο πιο σύντομος θα είναι ο πόλεμος», είπε ο Αντρίι Σιμπίχα, υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας, πριν από μια συνεδρίαση του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ με αφορμή τη συμπλήρωση 1.000 ημερών από την 22α Φεβρουαρίου του 2022, την ημέρα που οι ρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ουκρανία
Ωστόσο η νέα αυτή αμερικανική πολιτική μπορεί να αντιστραφεί όταν αναλάβει τα καθήκοντά του ο Ντόναλντ Τραμπ. Την ίδια ώρα ειδικοί προειδοποιούν πως αυτή καθαυτή η χρήση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς δεν αρκεί για αλλάξει ο ρους του πολέμου ενώ η Μόσχα, κατηγορώντας τον Μπάιντεν ότι ρίχνει λάδι στη φωτιά, δεσμεύτηκε για «κατάλληλη και απτή» απάντηση, εάν, τελικά, οι Ουκρανοί πλήξουν στόχους εντός της ρωσικής επικράτειας.
Σε τι κατάσταση, όμως, βρίσκεται στην πραγματικότητα η Ρωσία έπειτα από 1.000 ημέρες πολέμου; Το εν λόγω ερώτημα έθεσαν ο Economist και οι New York Times, με τους Βρετανούς να εστιάζουν στην οικονομία και τους Αμερικανούς στον στρατό της Ρωσίας.
Οσον αφορά τη ρωσική οικονομία, η πορεία της από το ξέσπασμα του πολέμου έως σήμερα έφερε σε δύσκολη θέση τους αναλυτές. Παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίζει ένα από τα αυστηρότερα καθεστώτα κυρώσεων στη σύγχρονη Ιστορία, αναπτύχθηκε ταχύτερα από κάθε άλλη φορά εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία. Πέρυσι η ανάπτυξη ανήλθε στο 3,6% ενώ και φέτος αναμένεται πως ο ρυθμός θα είναι αντίστοιχος.
Πρόσφατα, ωστόσο, η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας προέβη σε μια ασυνήθιστη κίνηση: «οι κεντρικές τράπεζες μειώνουν τα επιτόκια, όχι (όμως) της Ρωσίας. Τον προηγούμενο μήνα οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αύξησαν τα επιτόκια στο 21% (το οποίο αποτελεί) υψηλό δύο δεκαετιών, ενώ οι αγορές αναμένουν να φτάσουν στο 23% μέχρι το τέλος του έτους. Η απόφαση καθίσταται ακόμη πιο ασυνήθιστη καθώς ελήφθη εν καιρώ πολέμου, όταν οι κεντρικοί τραπεζίτες συνήθως δεν θέλουν να περιορίσουν την οικονομική δραστηριότητα», γράφει ο Economist, χαρακτηρίζοντας την αύξηση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα της Ρωσίας ως «προειδοποίηση για επερχόμενα προβλήματα».
Η Μόσχα δυσκολεύεται ολοένα περισσότερο να ελέγχει τις κρατικές δαπάνες. Στον προϋπολογισμό της Ρωσίας που παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο, περιλαμβανόταν ένα σχέδιο για αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά ένα τέταρτο το επόμενο έτος. Συνολικά, οι ετήσιες δαπάνες για την άμυνα και την ασφάλεια —ένα ξεχωριστό κονδύλι του προϋπολογισμού που καλύπτει τις ανάγκες των υπηρεσιών πληροφοριών— αναμένεται, πλέον, να φτάσουν στα 17 τρισ. ρούβλια (170 δισ. δολάρια), ποσό που αντιστοιχεί σε περισσότερο από το 40% όλων των κρατικών δαπανών ή στο 8% του ΑΕΠ της Ρωσίας! Μόνο οι αμυντικές δαπάνες θα αντιπροσωπεύουν το 6% του ρωσικού εθνικού εισοδήματος, ποσό ρεκόρ από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Το ποσοστό είναι υψηλό, «αλλά όχι ασυνήθιστο για μια χώρα σε πόλεμο», σημειώνει ο Economist. Οι αμυντικές δαπάνες της Αμερικής, για παράδειγμα, ήταν 8-10% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ ενώ κατά τη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου Πολέμου οι μεγάλες δυνάμεις αφιέρωναν το 40-60% της συνολικής οικονομικής παραγωγής τους σε στρατιωτικούς σκοπούς.
«Η κρίσιμη διαφορά έγκειται στη νομισματική πολιτική», όπως εξηγεί το βρετανικό έντυπο. Οι βρετανοί πολιτικοί στις αρχές της δεκαετίας του 1940 προσπάθησαν, και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφεραν, να διαχειριστούν αυτό που ονόμαζαν «πόλεμο του 3%», διατηρώντας τα επιτόκια κοντά σε αυτό το επίπεδο. Η Federal Reserve των ΗΠΑ κράτησε επιτόκια στο 2,5% κατά την ίδια σύρραξη. Το χαμηλό κόστος δανεισμού βοήθησε να διατηρηθούν τα μεγάλα ελλείμματα βιώσιμα. Αντίθετα στη Ρωσία η απόδοση του δεκαετούς κρατικού ομολόγου έχει αυξηθεί από περίπου 6% πριν από τον πόλεμο σε 16%.
Η στρατολόγηση κρατουμένων και επιστράτευση Βορειοκορεατών στρατιωτών είναι μεν ένας αντισυμβατικός δείκτης μιας «καυτής» αγοράς εργασίας, αλλά εξακολουθεί να είναι ενδεικτικός της κατάστασης. Το ποσοστό ανεργίας στη Ρωσία είναι μόλις 2,4%. Η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα έχει εξαντληθεί και η οικονομία παρουσιάζει όλα τα κλασικά συμπτώματα «υπερθέρμανσης» ενώ ο ετήσιος πληθωρισμός κυμαίνεται άνω του 8%.
Σύμφωνα με τις βασικές αρχές της οικονομίας η κατάλληλη θεραπεία είναι μεν η αύξηση των επιτοκίων, ωστόσο αυτό αυξάνει το κόστος δανεισμού. Στη δεκαετία του 1940 η Αμερική και η Βρετανία μπόρεσαν να διατηρήσουν τον πληθωρισμό υπό έλεγχο μέσω ενός συνδυασμού αυξήσεων στη φορολογία των φυσικών προσώπων, σχεδιασμένων περισσότερο για τη συγκράτηση των δαπανών των νοικοκυριών παρά για την αύξηση των εσόδων και την αναδιανομή. Στη σημερινή Ρωσία, όμως, παρόμοια μέτρα θα ήταν ιδιαίτερα αντιδημοτικά ενώ η αντιστάθμισή τους μέσω της προπαγάνδας του Κρεμλίνου θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη.
Η Ρωσία αναγκάστηκε να «σφίξει» τη νομισματική της πολιτική και για έναν άλλο λόγο. Για το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου ούτε η Βρετανία ούτε οι ΗΠΑ έπρεπε να ανησυχούν ιδιαίτερα για την εξωτερική αξία του νομίσματός τους. Το δολάριο επωφελήθηκε από το ότι θεωρούταν ασφαλές, ενώ το αμερικανικό πρόγραμμα «Lend Lease» παρείχε στη Βρετανία τόσο στρατιωτικό εξοπλισμό όσο και πόρους, όπως πετρέλαιο και τρόφιμα, σχεδόν δωρεάν. Εάν η Βρετανία δεν είχε έναν σύμμαχο με τις βαθιές τσέπες και την παραγωγική ικανότητα της Αμερικής, η οποία ήταν και πρόθυμη και ικανή να καλύπτει τα 2/3 των βρετανικών εισαγωγών, τότε η πτώση της αξίας της στερλίνας θα είχε καταστεί στρατιωτικό πρόβλημα.
Σε αυτό το πλαίσιο το κύριο πρόβλημα για τον Πούτιν είναι πως δεν έχει έναν αντίστοιχο στρατηγικό σύμμαχο. Υπάρχει, φυσικά, η Κίνα, η οποία έχει καταστεί ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Μόσχας, παρέχοντας το ένα τρίτο όλων των ρωσικών εισαγωγών και περισσότερο από το 90% των μικροηλεκτρονικών, τα οποία χρησιμοποιούνται σε drones, πυραύλους και τανκς. Ωστόσο, αυτή η υποστήριξη δεν προσφέρεται δωρεάν.
Ως εκ τούτου, οι ρώσοι αξιωματούχοι πρέπει να παρακολουθούν προσεκτικά την αξία του νομίσματός τους σε σχέση με το γουάν. Φέτος, για παράδειγμα, μειώθηκε κατά 10%, πέφτοντας σχεδόν στο χαμηλότερο επίπεδο από την έναρξη του πολέμου. Η Ρωσία, σε αντίθεση με τις συμμαχικές δυνάμεις στον B’ δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αντιμετωπίζει μια κρίσιμη εξωτερική αδυναμία, η οποία εξηγεί την αύξηση ρεκόρ των επιτοκίων.
«Τα υψηλότερα επιτόκια θα περιορίσουν τις δαπάνες τόσο των επιχειρήσεων όσο και των καταναλωτών. Το ΔΝΤ αναμένει ότι η ρωσική οικονομική ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί απότομα στο 1,3% το επόμενο έτος. Ακόμη και η VEB, η κρατική αναπτυξιακή τράπεζα, αναθεώρησε την εκτίμηση της στο 2%. Ο συνδυασμός περιορισμένων επενδύσεων και μείωσης του ανθρώπινου δυναμικού λόγω των απωλειών στο πεδίο έχει επίσης αρνητικό αντίκτυπο. Η ανάγκη να διατηρηθεί η αξία του ρουβλίου για να πληρώνονται οι κρίσιμες εισαγωγές είναι μια ευπάθεια για τον Πούτιν, η οποία σύντομα θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητά του να διεξάγει πόλεμο. Μπορεί να ευελπιστεί ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα τηρήσει την υπόσχεσή του περί τερματισμού του πολέμου. Το να διεξάγεις έναν πόλεμο του 3% είναι πολύ διαφορετικό από το να διεξάγεις έναν πόλεμο του 21%», όπως συνοψίζει ο Economist.
Οσο για την κατάσταση στο πεδίο, αποτελεί γεγονός πως το προηγούμενο μήνα οι ρωσικές δυνάμεις κατέκτησαν περισσότερα εδάφη από κάθε άλλη φορά εδώ και περισσότερο από μία διετία, καθώς προωθήθηκαν περαιτέρω στην ανατολική περιφέρεια του Ντονμπάς. Ωστόσο φαίνεται πως το τίμημα που καταβλήθηκε ήταν υπερβολικά βαρύ.
Οπως αναφέρουν σε ρεπορτάζ τους οι New York Times, βρετανοί και ουκρανοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι, καθώς και ερευνητές του BBC, ισχυρίζονται ότι κατά τη διάρκεια του προηγούμενου μήνα η Ρωσία υπέστη τις περισσότερες απώλειες από κάθε άλλο μήνα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ερωτήματα σχετικά με το εάν το Κρεμλίνο έχει αρκετούς στρατιώτες για να αναπληρώνει τις απώλειές του, τίθενται επίσης από την άφιξη αρκετών χιλιάδων βορειοκορεατών στρατιωτών.
«Τι γνωρίζουμε, όμως, πραγματικά για τις απώλειες της Ρωσίας και την ικανότητα της να τις αντικαθιστά;», διερωτώνται οι New York Times. Το να ληφθούν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις ρωσικές απώλειες, στις οποίες περιλαμβάνονται τόσο οι νεκροί όσο και τραυματίες, είναι, φυσικά, πολύ δύσκολο, δεδομένου ότι η Μόσχα έχει κάθε λόγο να υποεκτιμάει τις απώλειές της και σπάνια αποκαλύπτει πληροφορίες. Αντιθέτως η Ουκρανία και οι σύμμαχοί της έχουν κάθε λόγο να τις υπερεκτιμούν.
Αλλά, ακόμα και εάν είναι ακριβείς, οι δυτικές εκτιμήσεις αναφέρονται και στους νεκρούς και στους τραυματίες. Στρατιωτικοί αναλυτές υποστηρίζουν πως ο συνυπολογισμός είναι πολύ ευρύς, ώστε να είναι ενδεικτικός της πραγματικής κατάστασης που επικρατεί στο πεδίο. Οι ελαφρά τραυματισμένοι στρατιώτες αναρρώνουν σχετικά γρήγορα, για παράδειγμα, και επιστρέφουν στο πεδίο.
«Αυτό που καθορίζει την πραγματική δυνατότητα ενός στρατού να διεξάγει πόλεμο είναι οι αναντικατάστατες, μη αναστρέψιμες και οριστικές απώλειές του – στρατιώτες που έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί τόσο σοβαρά τραυματισμένοι που δεν θα ξαναβρεθούν μάχη. Η Ρωσία και η Ουκρανία αντιμετωπίζουν τα σχετικά στατιστικά στοιχεία ως κρατικά μυστικά», γράφουν οι New York Times.
Σε αυτό το πλαίσιο το Κίεβο περιορίζει την ελευθερία των δημοσιογράφων να θίγουν το ζήτημα των απωλειών και αποκρύπτει πληροφορίες ακόμη και από τους συμμάχους της ενώ στη χώρα έχει διακοπεί και η κοινοποίηση δημογραφικών στοιχείων.
Οσο για τις ρωσικές απώλειες, ορισμένοι ανεξάρτητοι ρώσοι δημοσιογράφοι και ερευνητές βρήκαν καινοτόμες μεθόδους για να υπολογίζουν τους νεκρούς και τους βαριά τραυματίες της Ρωσίας, ανακαλύπτοντας πληροφορίες από διάφορες πηγές όπως οι αναγγελίες θανάτων, τα νεκροταφεία, οι συντάξεις αναπηρίας και οι βάσεις δεδομένων συμβολαιογράφων πράξεων. Και οι εκτιμήσεις τους αρχίζουν σταδιακά να αποτυπώνουν μια πιο ακριβή εικόνα, όσον αφορά τον απολογισμό του πολέμου, ρίχνοντας, έτσι, φως στην ικανότητα της Ρωσίας να συνεχίσει να μάχεται. Προς το παρόν τα εν λόγω στοιχεία υποδηλώνουν ότι η Ρωσία έχει χάσει περισσότερους στρατιώτες σε αυτόν τον πόλεμο από οποιοδήποτε βιομηχανοποιημένο κράτος σε οποιαδήποτε σύρραξη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σύμφωνα με τις έρευνες/εκτιμήσεις δημοσιογράφων των ανεξάρτητων ρωσικών ειδησεογραφικών πρακτορείων Meduza και Μediazona και τη ρωσικής υπηρεσίας του BBC, από την αρχή του πολέμου έως το τέλος του προηγούμενου μήνα οι νεκροί της Ρωσίας υπολογίζονταν σε περίπου 150.000 άτομα. Οσο για τους βαριά τραυματίες, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι σε κάθε νεκρό στρατιώτη αντιστοιχούσαν περίπου δύο βαριά τραυματίες.
Προσθέτοντας τους αριθμούς των νεκρών και των βαριά τραυματιών, η Meduza υπολόγισε ότι ο ρωσικός στρατός είχε υποστεί συνολικά 405.000 αναντικατάστατες απώλειες μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου. Χρησιμοποιώντας παρόμοιες μεθόδους, η Ολγκα Ινσίνα μέτρησε 484.000 αναντικατάστατες ρωσικές απώλειες κατά την ίδια περίοδο. Σύμφωνα με τις στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών της Ουκρανίας και κρατών-μελών του ΝΑΤΟ οι νεκροί και οι τραυματίες της Ρωσίας κυμαίνονται από 600 έως 700 χιλιάδες.
Ωστόσο, όπως δεν παραλείπουν να αναφέρουν οι New York Times, «οι απώλειες είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος». Σε έναν πόλεμο φθοράς, όπως είναι ο πόλεμος που διεξάγεται στην Ουκρανία, «η διάθεση νέων στρατευμάτων είναι μια άλλη κρίσιμη μεταβλητή».
Τον περασμένο Ιούνιο το ρωσικό υπουργείο Αμυνας μέτρησε 33 εκατομμύρια άνδρες που θα μπορούσαν να καταταγούν στο ρωσικό στρατό, σύμφωνα με μια κυβερνητική βάση δεδομένων που έλαβε η Meduza. Και από την αρχή του τρέχοντος έτους οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις ενισχύονται καθημερινά με περίπου 900 άνδρες, σύμφωνα με ανάλυση των στοιχείων του ρωσικού προϋπολογισμού από τον Τζάνις Κλούγκε, ειδικό στη Ρωσία στο Γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων και Ασφαλείας. Το Κρεμλίνο αναζητά επίσης νέους μαχητές πέρα από τα σύνορά του, προσελκύοντας εθελοντές από δεκάδες αναπτυσσόμενες χώρες αλλά και στρατεύματα από τη Βόρεια Κορέα.
Αυτός ο ρυθμός στρατολόγησης επέτρεψε στον ρωσικό στρατό όχι μόνο να αναπληρώσει τις απώλειες, αλλά και να δημιουργήσει νέες μονάδες. Αυτόν τον μήνα, το Πεντάγωνο είπε ότι το Κρεμλίνο δημιούργησε μια νέα συνδυασμένη δύναμη 50.000 ανδρών, Ρώσων και Βορειοκορεατών, για την απώθηση των ουκρανικών δυνάμεων από το Κουρσκ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News