«Oλες οι κοινωνίες πάνε δεξιότερα». «Τα ορφανά του δικαιωματισμού είδαν το φως το αληθινό». Αν κάποιος άκουγε αυτές τις δύο φράσεις στο καφενείο, δεν είναι βέβαιο ότι θα έμπαινε σε αντιπαράθεση με τον συνομιλητή του. Θα ήταν, μάλλον, μάταιο. Αν, όμως, ο συνομιλητής του ήταν ένας πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας, πρώην αρχηγός του παραδοσιακά ισχυρότερου κεντροδεξιού κόμματος των τελευταίων 100 ετών, διπλωματούχος του Χάρβαρντ, απόφοιτος του Κολεγίου Αθηνών και γόνος μιας εκ των πλουσιότερων αλλά και πιο ιστορικών οικογενειών της παλαιάς ελληνικής αστικής τάξης, τότε τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Πόσες δόσεις εύπεπτης ιδεολογίας χωρούν στα λεγόμενα του Αντώνη Σαμαρά; Σε ποιον ακριβώς επιδιώκει να πουλήσει την ιδεολογία του; Και κατ’ επέκταση, πόση τέτοια ιδεολογία μπορεί να καταναλώσουν οι Ελληνες εν έτει 2024, με έναν κόσμο σε διαδικασία βίαιης μετάβασης;
Παρότι γενικόλογη, ουδείς διαφωνεί με την άποψη ότι οι (Δυτικές) κοινωνίες πάνε δεξιότερα. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει τώρα. Συμβαίνει τουλάχιστον εδώ και 15 χρόνια. Επίσης, δεν είναι όλες οι κοινωνίες της Δύσης ίδιες. Αν η Γερμανία πάει δεξιότερα εξαιτίας του Μεταναστευτικού και των κοινωνικών ανισοτήτων, δεν συμβαίνει το ίδιο και στην Ελλάδα. Οι αιτίες που οδηγούν τη γεμάτη με σοσιαλδημοκρατικό παρελθόν Σκανδιναβία να ρέπει προς την Ακροδεξιά δεν είναι οι ίδιες που έφεραν πρώτα τον Σαλβίνι και στη συνέχεια την Μελόνι στο τιμόνι της Ιταλίας.
Οσο κι αν οι συνδαιτημόνες του Αντώνη Σαμαρά πανηγυρίζουν για την επανεκλογή Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν νομιμοποιούνται –με βάση την κοινή λογική– να συμπεραίνουν ότι το πρόβλημα του Μητσοτάκη είναι η υιοθέτηση της περιβόητης woke ατζέντας. Αλήθεια, πόσο woke είναι η Νέα Δημοκρατία από το 2019 έως και σήμερα; Αν κανείς εξαιρέσει τον νόμο περί ισότητας στον γάμο (που δεν είναι ακριβώς τέτοιος), τι άλλο τόσο woke πρότεινε το επιτελικό κράτος και ψήφισε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος;
Γίνεται εύκολα κατανοητό πως όσο η Νέα Δημοκρατία ήταν καβάλα και με τα δύο πόδια στην εξουσία, ουδείς τολμούσε να αμφισβητήσει τον Μητσοτάκη. Οταν όμως το αίμα αρχίζει να κυλά στους διαδρόμους, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Το ζήτημα, βέβαια, είναι να εντοπίσουν οι ενδιαφερόμενοι τις αιτίες του κακού. Δηλαδή γιατί το 41% των εθνικών έγινε 28% στις ευρωεκλογές. Ή αλλιώς, αν θέσουμε το ερώτημα με όρους ΗΠΑ, σε τι οφείλεται η επάνοδος του Τραμπ στον Λευκό Οίκο; Δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανοί τον ψήφισαν επειδή υποσχέθηκε ότι θα καταργήσει τον «δικαιωματισμό»;
Ενα εκλογικό αποτέλεσμα ή πολύ περισσότερο μια κοινωνική μεταβολή ουδέποτε οφείλεται σε μία αιτία. Επίσης, καμία από τις μεγάλες ιδεολογικές εκρήξεις του 20ου αιώνα προέκυψε εν κενώ. Χωρίς δηλαδή ένα εύφορο υπόστρωμα για να καλλιεργηθούν. Με πιο απλά λόγια, αν οι Αμερικανοί πήγαιναν στο σουπερμάρκετ χωρίς να ξεπαραδιάζονται, τότε ενδεχομένως η Χάρις να είχε καλύτερη τύχη. Αντιστοίχως στην Ελλάδα, αν η κυβέρνηση είχε δώσει την απαραίτητη βάση στην καθημερινότητα και οι πολίτες δεν έρχονταν αντιμέτωποι με την καρτέλ λογική της αγοράς (τροφίμων, ενέργειας, εισιτηρίων κλπ.) που συμβάλλει στην εκτίναξη των τιμών στα ύψη, τότε ενδεχομένως τα πράγματα για τη ΝΔ να ήταν καλύτερα. Αν ο εργαζόμενος που μοχθεί για να φέρει σε βόλτα τα έξοδα μιας οικογένειας δεν αισθανόταν ότι ο κόπος του αντιπαραβάλλεται με τον εξωπραγματικά προσοδοφόρο ζαμανφουτισμό της ελίτ, τότε δεν θα υπήρχε χώρος ούτε για τον Βελόπουλο, ούτε για την Λατινόπουλου, ούτε καν για τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος από πολλούς θα μπορούσε να θεωρηθεί εκπρόσωπος αυτής της ελίτ. Σε κάθε περίπτωση, η διαμόρφωση αντίστοιχων λούμπεν ιδεολογικών ακροατηρίων συναρτάται από τις συνθήκες διαβίωσης της κοινωνίας και όχι το αντίστροφο. Ή αλλιώς: Η ιδεολογική ταυτότητα ξεχνιέται ευκολότερα στο συρτάρι όσων ζουν πάνω από τα όρια της αξιοπρέπειας.
Ο πρώην πρωθυπουργός, πάντως, πιστεύει ότι το πρόβλημα της Νέας Δημοκρατίας, άρα και του Μητσοτάκη, είναι η έλλειψη ιδεολογικής πυξίδας. Ότι δηλαδή δεν είναι τόσο «δεξιός», όσο θα έπρεπε. Ότι το κόμμα προσομοιάζει περισσότερο στο «Ποτάμι» και όχι στις βασικές του τις αρχές. Ποιες ήταν όμως αυτές οι αρχές; Και πότε ήταν η Νέα Δημοκρατία πλειοψηφική; Όταν περιχαρακώθηκε στα δεξιά ή όταν συμπεριέλαβε στην κάλπη της το Κέντρο; Η Νέα Δημοκρατία έχτισε πλειοψηφίες με ευρεία κοινωνική αποδοχή επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Κώστα Καραμανλή και Κυριάκου Μητσοτάκη. Όχι επί Σαμαρά ή Αβέρωφ. Και αυτό είναι το μεγάλο λάθος του πρώην πρωθυπουργού: Η όποια ιδεολογική «καθαρότητα» ενδεχομένως να διατηρεί -ψευδεπίγραφα- ψηλά την προσωπική συνείδηση του καθενός· αυτό όμως δεν αρκεί στην πολιτική. Και κυρίως δεν αποτελεί για τους Έλληνες του 2024 το καίριο κριτήριο της πολιτικής επιλογής.
Έχει προτάσεις ο Αντώνης Σαμαράς για την οικονομία και την καθημερινότητα των πολιτών; Για τη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών; Για την αντιμετώπιση της ακρίβειας που διαλύει τα νοικοκυριά; Ή μήπως έχει για την υπογεννητικότητα που σε 50 χρόνια θα κάνει όλα τα υπόλοιπα προβλήματα να μοιάζουν μικρά; Απ’ ότι φαίνεται δεν έχει. Αρκείται στις κορώνες περί μειοδοσίας στο Αιγαίο, την Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο. Ακόμα και αν κάποιος, Πρωθυπουργός ή υπουργός Εξωτερικών, φέρει τη μειοδοσία στη Βουλή ποιος θα την υπερψηφίσει;
Εντός του επόμενου, εύλογου, χρονικού διαστήματος θα φανεί γιατί τα κάνει όλα αυτά ο πρώην πρωθυπουργός. Ενδιαφέρεται να διεκδικήσει ξανά, ο ίδιος ή κάποιος αντ’ αυτού, την ηγεσία του κόμματος; Ή απλώς δεν του αρκούν τα πεπραγμένα του στην κατά γενική ομολογία δυσχερέστατη περίοδο της εξουσίας του; Αν κάποιος κρίνει, καλόπιστα, από την ατάκα «για την πατρίδα θυσίασα τα πάντα, μέχρι και την υγεία μου, κανείς όμως δεν μπορεί να μου επιβάλει να θυσιάσω και τη συνείδησή μου», τότε θα βρει και την απάντηση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News