Σε μια νέα έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών του Λονδίνου έχουν συγκεντρωθεί έργα τριών μεγάλων δασκάλων της Αναγέννησης, των οποίων οι δρόμοι διασταυρώθηκαν για πρώτη φορά στη Φλωρεντία το 1504, πράγμα που οδήγησε σε αμοιβαίες επιρροές αλλά και σκληρή αντιπαλότητα. Η έκθεση, που έχει τίτλο «Michelangelo, Leonardo, Raphael», εγκαινιάστηκε στις 9 Νοεμβρίου και θα διαρκέσει μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου 2015.
Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ή απλώς Λεονάρντο ήταν τότε πενηντάρης, διάσημος ζωγράφος, μηχανικός και εξερευνητής στους τομείς της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Ο Μικελάντζελο ντι Λοντοβίκο Μπουοναρότι Σιμόνι ή Μιχαήλ Αγγελος είχε τα μισά του χρόνια και ήταν ανερχόμενος σταρ, τολμηρός, θορυβώδης και με τη διάσημη μύτη του πυγμάχου, σπασμένη σε έναν αγώνα με αντίπαλο γλύπτη. Και ο Ραφαέλο Σάντσιο ντα Ουρμπίνο, γνωστός ως Ραφαήλ, ήταν ένας ταλαντούχος άγνωστος νεαρός που αναζητούσε νέα έμπνευση και προστασία.
Ο Λεονάρντο ήταν η κεντρική φιγούρα αυτής της εκπληκτικής τριάδας, με την εξοχότητά του να προκαλεί διαφορετικές αντιδράσεις στους άλλους δύο. Είναι απολύτως σαφές ότι ο Λεονάρντο και ο Μιχαήλ Αγγελος αντιπαθούσαν ο ένας τον άλλον, γράφει στον Guardian ο Τσαρλς Νίκολ, συγγραφέας της βιογραφίας «Leonardo da Vinci: The Flights of the Mind», με αφορμή τη νέα έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών του Λονδίνου.
Υπάρχει η αναφορά αυτόπτη μάρτυρα μιας δημόσιας διαμάχης τους, κάπου κοντά στη γέφυρα της Φλωρεντίας Πόντε Σάντα Τρινιτά: ο Μιχαήλ Αγγελος εκτόξευε βρισιές πριν απομακρυνθεί, αφήνοντας τον Λεονάρντο με «το πρόσωπό του κατακόκκινο εξαιτίας αυτών των λέξεων». Ο Μιχαήλ Αγγελος ήθελε να τον γκρεμίσει, ενώ ο πιο φιλήσυχος Ραφαήλ ήθελε απλώς να μάθει από αυτόν.
Το 1504 ο Μιχαήλ Αγγελος ολοκλήρωσε τον «Δαβίδ» του, ενώ ο Λεονάρντο ζωγράφιζε τη «Μόνα Λίζα». Ακόμη και ως αντικείμενα, αυτές οι δημιουργίες αποτελούν την επιτομή της απόστασης μεταξύ τους – ένα μνημειώδες άγαλμα έξι τόνων του βιβλικού πολεμιστή βασιλιά και ένα ελαφρύ ορθογώνιο από ξύλο λεύκας που φέρει τη σκιώδη εικόνα μιας ευκατάστατης φλωρεντινής νοικοκυράς. Είναι και τα δύο «σπουδαία» έργα, αλλά το γλυπτό του Μιχαήλ Αγγέλου είναι κυριολεκτικά τεράστιο, μια δήλωση δύναμης και ανδρείας, ενώ ο πίνακας του Λεονάρντο είναι σπουδαίος για τη συστολή, τη μοναδικότητα και τον φευγαλέο χαρακτήρα του.
Αυτή η μυστικοπάθεια είναι η μαγική ποιότητα που κάνει τον Λεονάρντο να ξεχωρίζει: ο τρόπος με τον οποίο οι πιο χαρακτηριστικοί πίνακές του επιπλέουν σαν χίμαιρες πέρα από το όριο της ερμηνείας, γράφει ο Νίκολ στον Guardian. Αυτή ήταν η ρομαντική αντίληψη της Μόνα Λίζα ως femme fatale (μοιραία γυναίκα) – «η σφίγγα της ομορφιάς» που θέτει ένα «άλυτο αίνιγμα» σύμφωνα με τον συγγραφέα Θεόφιλο Γκοτιέ. Αλλά είχε ήδη υπαινιχθεί στον αρχικό τίτλο του πίνακα, «La Gioconda», που σημαίνει «Η Παιχνιδιάρα», ίσως ακόμη και «Πειραχτήρι», αν και είναι επίσης ένα λογοπαίγνιο από το όνομα του συζύγου της, Φραντσέσκο ντελ Τζοκόντο, ο οποίος πλήρωνε τον λογαριασμό για τις υπηρεσίες του μαέστρου.
Το σήμα κατατεθέν του, η τεχνική σφουμάτο, όπου (σύμφωνα με τον δικό του ορισμό) «οι σκιές και οι τονισμοί συγχωνεύονται χωρίς γραμμές ή πινελιές, όπως ο καπνός», είναι ήδη εμφανής στο πορτρέτο της «Τζίνεβρα ντε Μπέντσι» (1476) και στη μαγευτική «Παρθένο των Βράχων» ( 1483), ενώ φτάνει στην αποθέωσή της στη «Μόνα Λίζα», όπου γίνεται κάτι περισσότερο από μια απόδοση φωτός και σκιάς.
Είναι περισσότερο μια ατμόσφαιρα, μια διάθεση παροδικότητας και λύπης. Οι διαβαθμίσεις της sfumatura είναι επίσης ένας τρόπος απεικόνισης της απόστασης. Τα μακρινά αντικείμενα, γράφει η Νίκολ, έχουν «καπνιστά, θολά όρια», ενώ τα πιο κοντινά έχουν «εμφανή και αιχμηρά όρια», κάτι που η ίδια αποκαλεί «προοπτική της απώλειας».
Αυτό υποδηλώνει ένα παράδοξο για τον Λεονάρντο. Οι πίνακές του είναι γεμάτοι από αυτή την ποιητική θολότητα, αλλά μεγάλο μέρος της πνευματικής του ζωής ήταν αφιερωμένο στις «προφανείς και αιχμηρές» απαιτήσεις της επιστημονικής έρευνας. Ηταν ένας σκληροτράχηλος εμπειριστής που περιέγραψε τον εαυτό του ως «discepolo di sperientia», «μαθητή της εμπειρίας» (ή «του πειράματος»), ένας σκεπτικιστής που πίστευε ότι οι ληφθείσες ιδέες θα έπρεπε να ελέγχονται αυστηρά πριν θεωρηθούν αλήθειες.
Οι αυτοδίδακτες γνώσεις του είναι καταγεγραμμένες στα ογκώδη σημειωματάρια και στα χειρόγραφά του, αλλά ενυπάρχουν και στην τέχνη του. Ο ονειρικός κόσμος των έργων του είναι γεμάτος ακριβείς και μαθημένες λεπτομέρειες, και διαμορφώνεται από αυτό που ο ιστορικός τέχνης Τζόρτζιο Νίκοντεμι αποκάλεσε «γαλήνιες και ακριβείς συνήθειες σκέψης του».
Τα αγριολούλουδα στο σπήλαιο της «Παρθένου των Βράχων» είναι βοτανικώς ακριβή. Το χαμόγελο της «Μόνα Λίζα» βρίσκεται σε ένα φύλλο μελετών για τους μυς του στόματος και των χειλιών. Οι απεικονίσεις του με ανθρώπινες φιγούρες βασίζονται σε δεδομένα που συλλέχθηκαν επίπονα, και μάλιστα με ναυτία, από τις περισσότερες από 30 μεταθανάτιες ανατομές που έκανε, και ως εκ τούτου –ισχυρίστηκε– πολύ καλύτερες από τις φιγούρες του Μιχαήλ Αγγελου, του οποίου οι εξαιρετικά μυώδεις κορμοί μοιάζουν με «σακιά γεμάτα καρύδια», όπως είχε πει ο Λεονάρντο.
Το πρόωρο ταλέντο του Ραφαήλ
Μέχρι τον 19ο αιώνα, ο Ραφαέλο Σάντσιο ήταν το αδιαμφισβήτητο υπόδειγμα για κάθε καλλιτέχνη εκπαιδευμένο στη Δυτική ακαδημαϊκή παράδοση. Το όνομά του ήταν χαραγμένο στους τοίχους των περισσότερων δημόσιων γκαλερί τέχνης που είχαν ανεγερθεί πριν το 1900. Στα μέσα του 16ου αιώνα, στο επιδραστικό έργο του «Οι Ζωές των Καλλιτεχνών», ο Τζόρτζιο Βαζάρι (ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας της Αναγέννησης, κυρίως όμως πρωτοπόρος στην Ιστορία της Τέχνης) ξεχώρισε τον Λεονάρντο, τον Μιχαήλ Αγγελο και τον Ραφαήλ ως «θεούς» του καλλιτεχνικού πανθέου. Παρότρυνε, όμως, τους επίδοξους καλλιτέχνες να έχουν τον Ραφαήλ ως πρότυπό τους, γράφει στον Guardian η Καρολάιν Κάμπελ, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης της Ιρλανδίας και συγγραφέας του βιβλίου «The Power of Art».
Στη σύντομη ζωή του, που διήρκεσε μόλις 37 χρόνια, εργάστηκε ως ζωγράφος, σχεδιαστής και αρχιτέκτονας, με εξαιρετικά επιτεύγματα. Ωστόσο το προβάδισμά του δεν οφείλεται απλώς σε αυτά. Για τον Βαζάρι οι προσωπικές ποιότητες του Ραφαήλ ήταν αυτές που του το έδωσαν. Ηταν προικισμένος με εξαιρετική επιμονή και ταλέντο, ενώ επίσης διέθετε θρυλική γοητεία. Ο Ραφαήλ ήταν αξιοσημείωτα ικανός να αντιμετωπίζει διαβόητα απαιτητικούς πάτρονες, με κοινωνική θέση συχνά πολύ ανώτερη από τη δική του.
Σε αντίθεση με τον Λεονάρντο και τον Μιχαήλ Αγγελο, ο Ραφαήλ δεν διεκδίκησε τη φλωρεντινή υπηκοότητα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη Ούρμπινο. Ο Ραφαήλ είχε ήδη χάσει τη μητέρα του και ήταν ακόμα παιδί όταν πέθανε και ο πατέρας του, Τζοβάνι, καλλιτέχνης στην αυλή της κυβερνώσας οικογένειας Μοντεφέλτρο.
Παρά την πολυπλοκότητά του, το Ούρμπινο ήταν μικρό μέρος για ένα από τα πιο πρόωρα ταλέντα ολόκληρης της Δυτικής τέχνης. Από πολύ νωρίς ο νεαρός καλλιτέχνης είχε σημαντικό ρόλο στο εργαστήριο του πατέρα του και σύντομα έγινε φανερό στον Τζοβάνι ότι οι ικανότητες του γιου του ήταν σε ανώτερο επίπεδο από το δικό του. Αργότερα, δε, στην Ούμπρια, έγινε στενός συνεργάτης του Πιέτρο Περουτζίνο, του πιο διάσημου, τότε, ζωγράφου της κεντρικής Ιταλίας.
Στα τέλη του 1504 ο Ραφαήλ επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Φλωρεντία, ένα από τα πλουσιότερα και πιο καινοτόμα κέντρα της Ευρώπης, και τα ερεθίσματα που είχε εκεί του έδωσαν τη δυνατότητα να αναγάγει την τέχνη του σε άλλο επίπεδο. Στη Φλωρεντία ζούσαν διάσημοι καλλιτέχνες, όπως ο δομηνικανός μοναχός Φρα Μπαρτολομέο, ο Μικελάντζελο και ο Λεονάρντο. Ο Ραφαήλ τους παρατηρούσε και εμπνεόταν από τις ιδέες τους.
Μπορούμε σχεδόν αμέσως να δούμε τον αντίκτυπο στην τέχνη του, σημειώνει η Κάμπελ στον Guardian. Η «Μαντόνα των Γαρυφάλλων», για παράδειγμα, μια μικροσκοπική λατρευτική εικόνα ζωγραφισμένη σε ξύλο από πουρνάρι για έναν ιδιωτικό πάτρονα, φαίνεται ότι βασίστηκε στην «Παναγία Μπενουά», μια ελαιογραφία του Λεονάρντο ζωγραφισμένη περίπου 30 χρόνια πριν, στα τέλη της δεκαετίας του 1470. Αντίστοιχα, στην «Αγία Αικατερίνη», την οποία ζωγράφισε ο Ραφαήλ λίγο πριν φύγει από τη Φλωρεντία, θαυμάζει κανείς την πολυπλοκότητα της πόζας της.
Το αριστερό πόδι της Αικατερίνης είναι τοποθετημένο μπροστά από το δεξί, λεπτομέρεια που έχει αντιγραφεί από τη «Σπουδή στη Γονατισμένη Λήδα» του Λεονάρντο, έτσι ώστε το βλέμμα του θεατή να κινείται διαγώνια από κάτω δεξιά προς τα μάτια της, που είναι στραμμένα προς τον ουρανό, στο επάνω αριστερό μέρος της εικόνας. Αυτό και η στροφή του σώματος είχαν ως πηγή έμπνευσης το ημιτελές άγαλμα του Αγίου Μιχαήλ, του Μικελάντζελο. Ο Ραφαήλ αφομοιώνει όσα έμαθε και από τους δύο καλλιτέχνες τόσο έξοχα που αυτή η αφύσικη παραμόρφωση φαίνεται αβίαστη.
Το 1508, η φιλοδοξία του Ραφαήλ τον οδήγησε από τη Φλωρεντία στη Ρώμη, μια ακόμη πιο δραστήρια πόλη, έδρα του παπισμού, που ασκούσε εξουσία στην κεντρική Ιταλία και πνευματική εξουσία στην Ευρώπη και σε μέρη του κόσμου που μεγάλωναν. Το πρώτο έργο του τον ώθησε, μάλιστα, στην ίδια την έδρα της εξουσίας. Του ανέθεσαν να διακοσμήσει ημι-ιδιωτικούς χώρους του Πάπα και της αυλής του, τα λεγόμενα stanze – δωμάτια στα ιταλικά.
Τα στάντσε του Ραφαέλο πλησιάζουν την οροφή της Καπέλα Σιξτίνα του Μικελάντζελο, αλλά είναι δύσκολο να σκεφτείς δύο σπουδαία έργα τέχνης πιο διαφορετικά ως αίσθηση από ό,τι αυτά. Τα έργα του Μικελάντζελο είναι θεατρικά και προκαλούν έκπληξη, ενώ του Ραφαήλ χαρά και γοητεία, επειδή χρησιμοποιεί τη στενή παρατήρηση των ανθρώπων και της κοινωνίας –ήταν ένας υπέροχος πορτρετίστας– για να κάνει το απίστευτο και το φανταστικό, απτό και πραγματικό.
Στη λεγόμενη «Σχολή των Αθηνών», ο Ραφαήλ συγκεντρώνει πολλούς από τους μεγαλύτερους μη χριστιανούς φιλοσόφους (εκ των οποίων τα δύο τρίτα δεν είναι Αθηναίοι), με τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη στο επίκεντρο, να συζητούν αν η σοφία επιτυγχάνεται μέσω της κατανόησης. Οι διαφορετικές φιλοσοφίες τους εμφανίζονται ενωμένες από την αρμονική ρωμαϊκή αρχιτεκτονική μέσα στην οποία κινούνται. Πρόκειται για μια στεγνή, διανοητική συζήτηση, αλλά ο Ραφαήλ τη ζωντανεύει με κίνηση και εκφράσεις των προσώπων, για να δείξει τις διαφορετικές απόψεις των φιλοσόφων.
Το ίδιο ισχύει και για τις ταπισερί που σχεδίασε για τον Πάπα Λέοντα Ι, για να κρεμαστούν από την οροφή της Σιξτίνα. Απεικονίζουν επεισόδια από τη ζωή των Αγίων Πέτρου και Παύλου όταν ταξίδευαν στις ακτές της Μεσογείου κηρύττοντας, διοικώντας και προσηλυτίζοντας. Στην ευαγγελική αφήγηση οι Αγιοι αμφισβητούν μερικές φορές τον Ιησού. Είναι σαστισμένοι και δεν καταλαβαίνουν πάντα τι συμβαίνει. Κοιτάζοντας όμως το έργο του Ραφαήλ έχει κανείς την αίσθηση ότι δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι όλα είναι καλά στον κόσμο. Ακόμα κι αν υπάρχει πρόβλημα, μια ευτυχισμένη λύση δεν είναι ποτέ μακριά.
Ο Ραφαήλ εργαζόταν όλο και περισσότερο ως αρχιτέκτονας. Το 1514 διορίστηκε αρχιτέκτονας της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου και παρότι μεγάλο μέρος του έργου του καταστράφηκε μετά τον θάνατό του, τα σχέδια δίνουν μια αίσθηση του τι ήθελε να πετύχει. Ως έπαρχος των αρχαιοτήτων, υποστήριξε μια οπτική έρευνα όλων των μνημείων της Ρώμης και κατά της καταστροφής αρχαίων μνημείων. Συνεργάστηκε με κορυφαίους τυπογράφους ώστε τα σχέδιά του να διαδοθούν σε όλη την Ευρώπη, κάτι που συνέβη σύντομα. Ο Ρούμπενς, ο Ρέμπραντ, οι αδελφοί Καράτσι, ο Πουσέν, ο Ενγκρ και πολλοί άλλοι ζωγράφοι εμπνεύστηκαν από το έργο του.
Η επιρροή του Ραφαήλ παραμένει μέχρι σήμερα, έχοντας κερδίσει τη θέση της με σκληρή προσπάθεια. Αλλά είναι αδύνατο να μην αναρωτηθεί κανείς τι θα μπορούσε να έχει πετύχει αν ζούσε άλλα 37 χρόνια.
Η ιδιοφυία του Μιχαήλ Αγγέλου
Δεν υπάρχει άλλο όνομα που να έχει συνδεθεί τόσο πολύ με την τιτάνια καλλιτεχνική ιδιοφυΐα όσο του Μικελάντζελο, και μάλιστα τόσο ώστε να έχει διαχωριστεί από την τεράστια πραγματικότητα του έργου του. Ο χώρος και το πώς κινούμαστε σε αυτόν ήταν το καθοριστικό ενδιαφέρον του.
Ηταν ο αυθεντικός αναγεννησιακός άνθρωπος, που εργαζόταν ως γλύπτης, ζωγράφος, αρχιτέκτονας και ποιητής, αλλά όλα τα έργα του περιβάλλουν τις ίδιες ερωτήσεις για το πώς φαίνεται και πώς είναι να κινούμε τις βαριές ανθρώπινες μορφές μας σε αυτή τη θνητή ζωή (και πέρα από αυτήν). Καλώς ή κακώς, κανένας άλλος δεν έχει ορίσει με αυτόν τον τρόπο το αποκορύφωμα της οπτικής κουλτούρας στη Δύση από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Ο Μιχαήλ Αγγελος ήταν ένα πρόσωπο με έντονα παράδοξο χαρακτήρα, γράφει στον Guardian η Ελάιζα Γκουντπάστουρ, ιστορικός τέχνης η οποία συνεργάζεται με το Art UK.org. Αν και ο ίδιος αποκαλούσε πάντα τον εαυτό του γλύπτη, οι πίνακες και τα κτίριά του είναι ισότιμα ή ξεπερνούν σε φήμη τα γλυπτά του. Γεννημένος στη Φλωρεντία και περήφανος Φλωρεντινός σε όλη του τη ζωή, καθόρισε με το έργο του μια άλλη πόλη, τη Ρώμη.
Τα βασικά έργα που αποτελούν την επιτομή της κληρονομιάς του εκεί –όπως οι τοιχογραφίες της Καπέλα Σιξτίνα, η Πιετά και ο τρούλος της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου και η πλατεία του Καπιτωλίου – έγιναν στα τέλη του 15ου αιώνα και στο πρώτο μισό του 16ου. Ολα μαζί αντιπροσωπεύουν, όχι μόνο έναν επαναπροσδιορισμό της πόλης της Ρώμης, αλλά και έναν επαναπροσδιορισμό του τρόπου λειτουργίας του ίδιου του χώρου.
Τα πρώιμα γλυπτά του απεικονίζουν σώματα που καταλαμβάνουν χώρο. Στην «Πιετά» του στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου, γνωστή και ως «Αποκαθήλωση», την οποία ολοκλήρωσε όταν ήταν μόλις 24 ετών, φαντάζεται με τρυφερότητα μια διαχρονική στιγμή θλίψης, φέρνοντας απίθανα κοντά μια νεαρή Μαρία και τον ενήλικο γιο της, σαν να αναγνωρίζουν την αιωνιότητα της θεϊκής σχέσης τους. Ο Χριστός μοιάζει σαν να λιώνει πεθαίνοντας στην αγκαλιά της μητέρας του, αναδυόμενος από την πέτρα με χάρη που κόβει την ανάσα.
Η οροφή της Καπέλα Σιξτίνα, που ολοκληρώθηκε 14 χρόνια αργότερα, φαίνεται να δημιουργεί χώρο χρησιμοποιώντας αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες trompe l’oeil και φαινομενικά γλυπτά σώματα που μοιάζουν να απογειώνονται στους σπηλαιώδεις ουρανούς της οροφής. Δεν είναι κάτι στατικό, παρά το γεγονός ότι είναι έργο δισδιάστατο. Για τον θεατή που κοιτάζει από το έδαφος δεν υπάρχει ένα σημείο από το οποίο να μπορεί να τα δει όλα: πρέπει να κινηθεί μέσα στο παρεκκλήσι και να κοιτάξει από διάφορες γωνίες για να εκτιμήσει την ολότητα της δημιουργίας. Στην ηλικία των 40 ετών, ούτε καν στο μέσο της ζωής του δηλαδή, ο Μιχαήλ Αγγελος ήταν ήδη θρύλος.
Η πρόκληση για κίνηση στον χώρο επεκτείνεται και στις μεταγενέστερες αρχιτεκτονικές δημιουργίες του. Η πλατεία του Καπιτωλίου (Piazza di Campidoglio) ολοκληρώθηκε μετά τον θάνατό του, υπό την επίβλεψη του μεγάλου του έρωτα, Τομάσο ντέι Καβαλιέρι. Αλλά τα σχέδια ολοκληρώθηκαν από τον ίδιο και αποτελούν ένα είδος κορύφωσης των καλλιτεχνικών ζητημάτων που διέπουν τη ζωή του.
Η πλατεία βρίσκεται στον λόφο του Καπιτωλίου, έναν από τους επτά λόφους της Ρώμης, και έχει θέα στη Ρωμαϊκή Αγορά. Υπήρξε η έδρα της πολιτικής διακυβέρνησης της πόλης από την Αρχαιότητα, μέσα από διαρκώς μεταβαλλόμενους κύκλους ηγεσίας και συστημάτων διακυβέρνησης. Το σχέδιο του Μιχαήλ Αγγελου για την πλατεία την αναπροσανατολίζει προς το Βατικανό και όχι προς την Αγορά (Φόρουμ), αντανακλώντας τη μετατόπιση του σκοπού της Ρώμης από τον αρχαίο κόσμο στον παπικό. Επανασχεδίασε την ίδια την πλατεία και τα τρία κτίρια που την περιβάλλουν με ένα αρχιτεκτονικό σύστημα συμμετρίας και υψηλής αναγεννησιακής τελειότητας.
Δύο προϋπάρχοντα κτίρια απέκτησαν νέες προσόψεις, ενώ κτίστηκε ένα τρίτο, το Palazzo Nuovo, για να ολοκληρώσει το τρίο που περιβάλλει το 12άκτινο αστέρι στο πλακόστρωτο της ίδιας της πλατείας, με ένα αρχαίο χάλκινο άγαλμα του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου στο κέντρο. Οι αναλογίες είναι άψογες, η ισορροπία εξαιρετική και το ιδανικό της διακυβέρνησης έχει έναν χώρο ευλαβικό και ανοιχτό.
Η αρχιτεκτονική αφορά το κλείσιμο του χώρου, η γλυπτική την ανασκαφή του και η ζωγραφική, τουλάχιστον για τον Μιχαήλ Αγγελο, είναι η δημιουργία της ψευδαίσθησής του. Και στις τρεις τέχνες ξεπέρασε τα όρια αυτού που είχαν φανταστεί οι καλλιτέχνες πριν από αυτόν. Είναι πάντα δελεαστικό να τον εξυψώνουμε πάνω από την απλή θνητότητα, γράφει στον Guardian η Ελάιζα Γκουντπάστουρ, αλλά αυτό που κάνει το έργο του πραγματικά συναρπαστικό είναι ότι πρόκειται για το προϊόν ενός ανθρώπου φορτωμένου με τις χαρές και τα βάσανα της πραγματικής ζωής.
Το έργο του, δε, συνεχίζει να αποτελεί τον φάρο των παράδοξων της Αναγέννησης: οδηγεί τον ανθρωπισμό σε σύγκρουση με τις δυναμικές εξουσίας του παπισμού, την ατελή ομορφιά της ανθρώπινης φυσικής υπόστασης ενάντια στο αναπόφευκτο και το ακατανόητο του θείου, και τη βαριά κληρονομιά της ιστορίας να συναντά τον σαγηνευτική καινοτομία του παρόντος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News