Τελικά ο Ντόναλντ Τραμπ επικράτησε, θριαμβευτικά μάλιστα, στην εκλογική αναμέτρηση της 5ης Νοεμβρίου, το οποίο σημαίνει ότι τον ερχόμενο Ιανουάριο θα περάσει για δεύτερη φορά το κατώφλι του Λευκού Οίκου, αναλαμβάνοντας εκ νέου, έπειτα από μια οκταετία, την προεδρία των ΗΠΑ.
Την ώρα, όμως, που οι οπαδοί του και όλοι όσοι τον ψήφισαν γιορτάζουν την εντυπωσιακή επιστροφή του, οι υπόλοιποι Αμερικανοί «πρέπει να προετοιμαστούμε να ζήσουμε σε μια διαφορετική Αμερική» γράφει σε ανάλυσή του ο Ντέιβιντ Φραμ του The Atlantic, «σε μια χώρα όπου εκατομμύρια συμπολίτες μας ψήφισαν έναν πρόεδρο που εν γνώσει του προωθεί το μίσος και τον διχασμό, που ψεύδεται –κατάφωρα, ξεδιάντροπα– κάθε φορά που εμφανίζεται δημόσια, που σχεδίαζε να ανατρέψει το εκλογικό αποτέλεσμα το 2020 και, αν δεν κέρδιζε, σχεδίαζε να αποπειραθεί ξανά το 2024».
Ο αμερικανός δημοσιογράφος εκφράζει δίχως περιστροφές την απόλυτη απογοήτευσή του από το εκλογικό αποτέλεσμα – παρότι συντηρητικού προσανατολισμού ο ίδιος, και ενεργός επί δεκαετίες στους κόλπους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, είχε διατελέσει μάλιστα και λογογράφος του Τζορτζ Μπους του νεότερου.
Πέρα από απογοητευμένος, όμως, είναι ιδιαίτερα ανήσυχος για το γεγονός ότι περισσότεροι από τους μισούς ψηφοφόρους των ΗΠΑ εξέλεξαν εκ νέου στην προεδρία έναν άνθρωπο που «περιφρονεί τις πιο θεμελιώδεις αξίες και παραδόσεις της δημοκρατίας μας, του Συντάγματός μας, ακόμη και του στρατού μας».
Ο Ντέιβιντ Φραμ σημειώνει ότι τα δέκα τελευταία χρόνια οι δημοσκοπήσεις έδειχναν μια σταδιακή απώλεια της εμπιστοσύνης των Αμερικανών στους θεσμούς τους. Ωστόσο το εκλογικό αποτέλεσμα καταδεικνύει πέρα από κάθε αμφιβολία αυτή τη βαθιά αξιακή μετάλλαξη, το οποίο σημαίνει πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες θα γίνουν μια διαφορετική χώρα», υποστηρίζει ο αρθρογράφος του The Atlantic.
Θυμίζει ότι κατά την πρώτη του θητεία ο Ντόναλντ Τραμπ αγνόησε κάθε κώδικα δεοντολογίας και κάθε πρωτόκολλο ασφαλείας, απέλυσε πλήθος γενικών επιθεωρητών, διέρρευσε απόρρητες πληροφορίες και χρησιμοποίησε το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας (το καλοκαίρι του 2020) σαν να ήταν το υπουργείο Εσωτερικών ενός αυταρχικού κράτους, αναπτύσσοντας δυνάμεις της συνοριοφυλακής και της ακτοφυλακής σε πόλεις των ΗΠΑ. Επιπλέον, ενθάρρυνε ενεργά την εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο, ενώ όταν αναγκάστηκε να φύγει από τον Λευκό Οίκο πήρε μαζί του απόρρητα έγγραφα, αποκρύπτοντάς τα στη συνέχεια από το FBI.
Δεδομένου, όμως, ότι ένας σημαντικός αριθμός Αμερικανών δεν ενοχλείται από αυτή τη λίστα παραβάσεων, οποιαδήποτε από τις οποίες θα είχε καταστρέψει την καριέρα ενός άλλου πολιτικού, ο Ντέιβιντ Φραμ προβλέπει πως ο Τραμπ, μαζί με τον νέο αντιπρόεδρό του Τζέι Ντι Βανς, «θα προσπαθήσουν τώρα να μετατρέψουν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση σε μηχανή ανταμοιβής της αφοσίωσης (loyalty machine) που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα – τα δικά του και των ημετέρων του».
Αλλωστε αυτός είναι και ο πυρήνας του αποκαλούμενου Project 2025 (ενός εξτρεμιστικού σχεδίου που κατάστρωσε το υπερσυντηρητικό Heritage Foundation με στόχο τον απόλυτο έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας από τον πρόεδρο) και τώρα οι οπαδοί του Τραμπ θα προσπαθήσουν να το εφαρμόσουν.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Ντέιβιντ Φραμ εκτιμά πως ο Τραμπ «θα προσπαθήσει (ξανά) να διαλύσει τη δημόσια διοίκηση των ΗΠΑ, αντικαθιστώντας ειδικευμένους επιστήμονες και ρυθμιστικές αρχές με κομματικούς λειτουργούς. Οι σύμμαχοί του θα τον βοηθήσουν να οικοδομήσει ένα υπουργείο Δικαιοσύνης που δεν θα υπηρετεί το Σύνταγμα, αλλά θα επικεντρώνεται στην παρενόχληση και την τιμωρία των εχθρών του. Ο Τραμπ έχει μιλήσει στο παρελθόν για χρήση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών και της Υπηρεσίας Εσωτερικών Εσόδων με στόχο την τιμωρία ΜΜΕ και άλλων που τον διαβάλλουν, και τώρα θα έχει την ευκαιρία να το πράξει».
Σύμφωνα, όμως, με τον έμπειρο πολιτικό σχολιαστή του Atlantic, ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι η πολιτική καταστολή, ούτε η παρενόχληση/δίωξη των όποιων αντιπάλων του, αλλά η διαφθορά: «Αυταρχικοί λαϊκιστές σε όλον τον κόσμο –στην Ουγγαρία, στην Τουρκία, στη Βενεζουέλα– έχουν επιτεθεί σε θεσμούς που έχουν σχεδιαστεί για να επιβάλλουν λογοδοσία και να παρέχουν διαφάνεια, προκειμένου να μεταφέρουν χρήματα και επιρροή στους φίλους και στις οικογένειές τους, και αυτό μπορεί να συμβεί και στην Αμερική.
»Δεν πρόκειται απλώς για μια θεωρητική απειλή. Με τους πιστούς [του Τραμπ] να ελέγχουν τις ρυθμιστικές αρχές, καταλαμβάνοντας όχι μόνο πολιτικά πόστα αλλά και θέσεις στη δημόσια διοίκηση, ο αμερικανικός ουρανός θα μολυνθεί περισσότερο και τα αμερικανικά τρόφιμα θα καταστούν πιο επικίνδυνα. Ως αποτέλεσμα αυτής της τεράστιας αλλαγής στη γραφειοκρατική κουλτούρα της χώρας, οι εταιρείες που συνδέονται με τον Τραμπ θα ευημερήσουν, ακόμη και ενώ η Αμερική θα γίνεται λιγότερο ασφαλής για τους καταναλωτές, για τους εργαζόμενους, για τα παιδιά, για όλους μας» συνοψίζει ο Ντέιβιντ Φραμ.
Κάνοντας λόγο για «στροφή προς την κλεπτοκρατία», κρίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα επηρεαστεί και η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. «Στην πρώτη του θητεία ο Τραμπ έκανε κατάχρηση των εξουσιών του, διαφθείροντας την αμερικανική εξωτερική πολιτική για προσωπικό του όφελος» γράφει, υπενθυμίζοντας ενδεικτικά πως το 2019 ο Τραμπ είχε πιέσει τον ουκρανό πρόεδρο να ξεκινήσει εισαγγελική έρευνα σε βάρος του τότε αντιπάλου του Τζο Μπάιντεν και άλλαξε την πολιτική έναντι της Τουρκίας, του Κατάρ και άλλων κρατών με γνώμονα την καλύτερη εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών συμφερόντων του.
«Σε μια δεύτερη θητεία, αυτός και οι άνθρωποι γύρω του θα έχουν κάθε λόγο να πάνε πολύ πιο μακριά. Να αναμένετε από αυτούς να χρησιμοποιήσουν την αμερικανική εξωτερική πολιτική και τη στρατιωτική ισχύ για να προωθήσουν τους προσωπικούς και πολιτικούς τους στόχους» προειδοποιεί ο Φραμ.
Σε πρακτικό επίπεδο, αναλαμβάνοντας εκ νέου την προεδρία των ΗΠΑ, ο Τραμπ θα μπορούσε να τερματίσει την αρωγή της Ουκρανίας. Αυτό σημαίνει πως η απερχόμενη κυβέρνηση Μπάιντεν έχει στη διάθεσή της λιγότερο από τρεις μήνες για να συνδράμει το Κίεβο όσο το δυνατόν περισσότερο, πριν ο διάδοχος του Τζο Μπάιντεν υποχρεώσει τους Ουκρανούς να συνθηκολογήσουν. Ο Τραμπ θα μπορούσε επίσης να επιβάλει πρόσθετους δασμούς, κλιμακώνοντας έτσι έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, όχι μόνο κατά της Κίνας, αλλά και εναντίον εταίρων, φίλων και συμμάχων.
«Το “Πρώτα η Αμερική” θα γίνει “Μόνη η Αμερική” – μία ακόμη μεγάλη δύναμη εμψυχωμένη από έναν αρπακτικό εθνικισμό» συνοψίζει ο Ντέιβιντ Φραμ, προβλέποντας ότι αυταρχικοί ηγέτες ανά τον κόσμο που ουσιαστικά επιθυμούν να καταλύσουν τις ίδιες τις δημοκρατίες τους θα ακολουθήσουν το παράδειγμα των ΗΠΑ: «Χωρίς τον φόβο της αμερικανικής κριτικής ή αντίδρασης, να αναμένετε πως θα αυξηθεί η παρενόχληση του Τύπου και των πολιτικών αντιπάλων σε χώρες όπως το Μεξικό και η Τουρκία. Να αναμένετε να εξαπλωθεί η υποστηριζόμενη από τη Ρωσία εκλογική νοθεία που καταγράφηκε πρόσφατα στη Γεωργία και στη Μολδαβία. Να αναμένετε βίαιη ρητορική σε κάθε δημοκρατία: εάν ο αμερικανός πρόεδρος μπορεί να τη βγάζει καθαρή, οι άλλοι θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι μπορούν επίσης.
»[Οι εκπρόσωποι του] αυταρχικού κόσμου, εν τω μεταξύ, θα γιορτάζουν τη νίκη ενός ανθρώπου του οποίου η περιφρόνηση προς το κράτος δικαίου ταιριάζει με τη δική τους. Μπορούν να θεωρούν ότι ο Τραμπ και ο Βανς δεν θα προωθήσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν θα νοιάζονται για το διεθνές δίκαιο και δεν θα ενισχύσουν τις δημοκρατικές συμμαχίες [των ΗΠΑ] στην Ευρώπη και στην Ασία», εξηγεί ο δημοσιογράφος του Atlantic.
Οσο για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα εντός των ΗΠΑ, οι εκτιμήσεις του Ντέιβιντ Φραμ είναι τουλάχιστον ζοφερές. Θεωρεί αναπόφευκτη τη ριζοσπαστικοποίηση μέρους όσων εναντιώνονται στον Τραμπ, καθώς αντιλαμβάνονται ότι υπαρξιακά ζητήματα όπως η κλιματική κρίση και η ένοπλη βία δεν πρόκειται να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά από τη νέα κυβέρνηση. Παράλληλα, εξίσου αναπόφευκτα, θα ριζοσπαστικοποιηθεί και μέρος των οπαδών του κινήματος MAGA, από ακροδεξιές πολιτοφυλακές και υπέρμαχους της υπεροχής της λευκής φυλής έως τους συνωμοσιολόγους του QAnon, δεδομένου ότι το είδωλό τους μόλις κατήγαγε, όχι μια απλή νίκη, αλλά θρίαμβο.
«Τα χάσματα εντός των ΗΠΑ θα βαθύνουν περαιτέρω. Η πολιτική θα γίνει ακόμη πιο οργισμένη. Ο Τραμπ κέρδισε σπέρνοντας διχασμό και μίσος και θα συνεχίσει να το κάνει καθ’ όλη τη διάρκεια μιας θυελλώδους δεύτερης θητείας» υποστηρίζει ο Ντέιβιντ Φραμ.
Ολοκληρώνοντας την εκτενή ανάλυσή του, σημειώνει πως η γενιά του μεγάλωσε με την πεποίθηση ότι η Αμερική στο τέλος θα έκανε πάντα το σωστό, έστω και καθυστερημένα: απορρίπτοντας τον απομονωτισμό και πρωτοστατώντας στον αγώνα κατά του ναζισμού, καταστρώνοντας και εφαρμόζοντας το Σχέδιο Μάρσαλ με στόχο την αναχαίτιση του κομμουνισμού, διευρύνοντας την υπόσχεση της δημοκρατίας σε όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως φυλής ή φύλου.
«Αλλά ίσως αυτή η πεποίθηση να ήταν αληθινή μόνο για μια συγκεκριμένη περίοδο, για μια μοναδική στιγμή. Υπήρχαν πολλά κεφάλαια της Ιστορίας στα οποία η Αμερική έκανε λάθη επί χρόνια ή δεκαετίες. Ισως βιώνουμε μια τέτοια περίοδο τώρα» αναφέρει ο Φραμ. Δεν αποκλείει, ωστόσο, η επανεκλογή του Τραμπ να οφείλεται στο γεγονός ότι η δημοκρατία είναι εκ φύσεως ένα επισφαλές πολίτευμα.
«Αν ναι, τότε και εμείς πρέπει –όπως έχουν μάθει να κάνουν οι πολίτες σε άλλες αποτυχημένες δημοκρατίες– να βρούμε νέους τρόπους για να υπερασπιστούμε τους χειμαζόμενους θεσμούς και τις απειλούμενες ιδέες. Για τους υποστηρικτές του αμερικανικού πειράματος στη φιλελεύθερη δημοκρατία, η μόνη μας ελπίδα είναι η εκπαίδευση, η οργάνωση και η δημιουργία ενός συνασπισμού ανθρώπων αφοσιωμένων στην υπεράσπιση του πνεύματος του Συντάγματος, των ιδανικών των εθνοπατέρων, του ονείρου της ελευθερίας» γράφει.
«Πολλοί από όσους νιώθουν καταρρακωμένοι από αυτό το αποτέλεσμα θα μπουν στον πειρασμό να αποσυρθούν στην παθητικότητα ή να καταφύγουν στον ριζοσπαστισμό. Απορρίψτε και τα δύο. Αντιθέτως, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στο πώς να ξανακερδίσουμε, στο πλαίσιο του αγώνα υπέρ της φιλελεύθερης δημοκρατίας, έναν επαρκή αριθμό Αμερικανών που ψήφισαν έναν υποψήφιο ο οποίος δυσφήμησε τους θεσμούς και τα ιδανικά αυτού του έθνους» καταλήγει στο άρθρο του στο Atlantic ο Ντέιβιντ Φραμ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News