«Πώς σε κάνει να αισθάνεσαι η ελευθερία; Σημαίνει ότι δεν έχουμε πλέον αντιπάλους που έχουν όνομα;». Προς το τέλος του «Καιρού», του αριστουργήματος της Τζένι Ερπενμπεκ (εκδ. Καστανιώτη), πέφτει το Τείχος του Βερολίνου. Και ένας από τους χαρακτήρες, σκεπτόμενος το νόημα της ελευθερίας, αποτυπώνει τον αποπροσανατολισμό εκατομμυρίων Ανατολικογερμανών, οι οποίοι μετά το τέλος του κομμουνιστικού καθεστώτος μέθυσαν από την ελευθερία χωρίς να σκέφτονται τι επρόκειτο να ακολουθήσει.
«Ανά τις δεκαετίες αυτή η ελευθερία δημιούργησε επίσης τους δαίμονες που τώρα αναδύονται από τις κάλπες και εκείνο το τείχος στα μυαλά (των Ανατολικογερμανών) που ακόμα δεν φαίνεται να έχει πέσει», γράφει σε ανταπόκρισή της από το Βερολίνο η Τόνια Μαστρομπουόνι της La Repubblica, με αφορμή τη μετάφραση και στα ιταλικά του βιβλίου της ανατολικογερμανίδας συγγραφέα, το οποίο τιμήθηκε φέτος με το International Booker Prize.
Στο μυθιστόρημά της η Ερπενμπεκ (η πρώτη συγγραφέας από τη Γερμανία που τιμήθηκε με περίφημο διεθνές βρετανικό λογοτεχνικό βραβείο) εξιστορεί με το μοναδικό ύφος της την παθιασμένη σχέση μεταξύ του «Χανς», ενός παντρεμένου άνδρα που διανύει την έκτη δεκαετία της ζωής του, και της «Καταρίνα», μιας φοιτήτριας μόλις 19 ετών. Και το τέλος της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, το οποίο η συγγραφέας παρουσιάζει μέσω πληθώρας λεπτομερειών που σπανίως συναντώνται σε άλλα μυθιστορήματα για την Ανατολική Γερμανία, είναι στενά συνυφασμένο με την περίπλοκη, οδυνηρή εξέλιξη του έρωτά τους.
Ερωτηθείσα από την ιταλίδα δημοσιογράφο γιατί επέλεξε να γράψει σήμερα ένα μυθιστόρημα η πλοκή του οποίου εκτυλίσσεται στα χρόνια πριν και μετά την πτώση του Τείχους και την κατάρρευση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η ανατολικοβερολινέζα συγγραφέας εξήγησε πως «[για να ειπωθούν] κάποιες ιστορίες είναι απαραίτητη η απόσταση, το “φρόνιμο” βλέμμα, το κουράγιο των γηρατειών. Αφηγούμαι δύσκολες, επώδυνες καταστάσεις, είναι καλύτερα να μην τα γράφεις αυτά όταν ακόμα εμπλέκεσαι, και αυτό ισχύει και για τις πολιτικές διεργασίες, όταν ακόμα δεν ξέρεις ποια τροπή θα πάρουν. Είχα πράγματα να πω που δεν τα είχα βρει αλλού, ήθελα να καταλάβω εάν πραγματοποιήθηκαν οι μεγάλες υποσχέσεις εκείνης της περιόδου ή γιατί απέτυχαν».
Οσο για τη γοητεία που ασκεί στον αναγνώστη ο «Χανς», ένας σαγηνευτικός άνδρας με σκοτεινό, όμως, παρελθόν, ο οποίος κάποια στιγμή καθίσταται ιδιαίτερα σκληρός, η συγγραφέας παραδέχτηκε πως «ναι, είναι σκληρός και εφαρμόζει τεχνικές χειραγώγησης (της “Καταρίνα”) τυπικές των μυστικών υπηρεσιών. Αλλά δεν είναι ένας κλασικός σκληροπυρηνικός, αμβλύνους άνθρωπος. Εχω πετύχει πολλές φορές σε βιβλία και ταινίες το κλισέ του τύπου της Στάζι που είναι κακός και ηλίθιος. Δεν είναι ενδιαφέρον. Καθίσταται, όμως, ενδιαφέρον εάν πρόκειται για μια φιγούρα με την οποία μπορούμε να ταυτιστούμε. Αρχικά ο “Χανς” είναι ένας ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος, είναι ένας εξαιρετικός εραστής. Εχει, όμως, μια άβυσσο μέσα του».
Σχετικά με τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η τέχνη στο μυθιστόρημά της, όπως πραγματικά διαδραμάτιζε στη ζωή των Ανατολικογερμανών, η Τζένι Ερπενμπεκ σημείωσε ότι «η πολιτική στασιμότητα κατά τη δεκαετία του 1980 σήμαινε ότι πολλοί στη ΛΔΓ επέλεγαν να καταφύγουν σε έναν εσωτερικό κόσμο (…) Υπήρχε μια γενική φυγή προς την εσωτερικότητα, οι άνθρωποι δραπέτευαν έτσι και από την πολιτική πραγματικότητα. Και επομένως η τέχνη είχε εντελώς διαφορετικό νόημα, και γιατί το ίδιο το καθεστώς τής απέδιδε τεράστια σημασία. Και οι αντιφρονούντες καλλιτέχνες των οποίων τα έργα είχαν απαγορευτεί και λογοκριθεί το γνώριζαν καλά. Δεν υπήρχε η αποβλάκωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης».
Τι σκέφτεται, όμως, η 57χρονη συγγραφέας, λίγο πριν από την 35η επέτειο της πτώσης του Τείχους, την 9η Νοεμβρίου του 1989;
«Είχα το προνόμιο να παρακολουθήσω την κατάρρευση ενός ολόκληρου κράτους και είναι αναμενόμενο να αναλογίζομαι πόσο γρήγορα συνέβη αυτό, πόσο γρήγορος υπήρξε ο μετασχηματισμός (…) Δεν κρίνω, απλώς λέω ότι άλλαξαν όλα, ακόμα και το σύστημα αξιών. Μας λένε συνέχεια “να είστε ευγνώμονες για την ελευθερία”. Πιστεύω ότι στην πραγματικότητα οι πολίτες της ΛΔΓ είχαν σκεφτεί πολύ περισσότερο την ελευθερία από τους πολίτες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Και η ελευθερία είναι κάτι που πρέπει να το αξίζεις», απάντησε.
Αρα η Τζένι Ερπενμπεκ πιστεύει, όπως και ο τέως πρόεδρος της Γερμανίας Γιοάχιμ Γκάουκ, ότι ελευθερία σημαίνει υπευθυνότητα; «Ναι, γιατί ο καθένας επαφίεται στον εαυτό του. Η κοινωνία μας κατέστη μια κοινωνία μοναχικών μαχητών», ανέφερε σχετικά.
Πώς, όμως, ερμηνεύει την άνοδο των πολιτικών άκρων –της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία και της ακροαριστερής Συμμαχίας Βάγκενκνεχτ– στην Ανατολική Γερμανία; «Είναι δύσκολο», παραδέχτηκε. «Μετά την ευφορία του “γινόμαστε δυτικοί”, υπήρξε μεγάλη απογοήτευση. Λάβετε υπόψη τις ελίτ, στις οποίες κυριαρχούν απόλυτα οι Δυτικογερμανοί. Μόνο το 2% των κορυφαίων θέσεων στην εκπαίδευση, την πολιτική, την οικονομία κ.λπ. καταλαμβάνεται από Ανατολικογερμανούς», πρόσθεσε.
Οσο για το γεγονός πως επί δεκαέξι χρόνια τα ηνία της ενωμένης Γερμανίας τα κρατούσε μια Ανατολικογερμανίδα, δηλαδή η Ανγκελα Μέρκελ, αρκέστηκε να θυμίσει ότι η ιστορική πρώην καγκελάριος της Γερμανίας «ανέκαθεν αποσιωπούσε το παρελθόν της στην Ανατολική Γερμανία. Και στη Δύση σίγουρα δεν την υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες, χρειάστηκε να αγωνιστεί, ώστε να επιβληθεί».
Η ανταποκρίτρια της La Repubblica τής θύμισε επίσης ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις για την επανένωση της Γερμανίας ως υπουργός Εσωτερικών του Χέλμουτ Κολ, είχε πει ότι η 9η Νοεμβρίου ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα στην Ιστορία της Γερμανίας.
«Δεν συμφωνώ. Για μένα η πιο ευτυχισμένη μέρα στη γερμανική Ιστορία ήταν η απελευθέρωση από τον ναζισμό. Θυμάμαι πολύ καλά τον πατερναλισμό του Σόιμπλε και του Κολ. Ο Σόιμπλε είχε πει πως “η επανένωση δεν είναι μεταξύ ίσων: είναι μια προσάρτηση της Ανατολικής Γερμανίας στη Δύση”. Και λησμονούνταν ότι εμείς δεν είχαμε κάνει μια ειρηνική επανάσταση και γκρεμίσει το Τείχος για μια “προσάρτηση”», σχολίασε η Τζένι Ερπενμπεκ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News