Το φαινόμενο Τραμπ δεν προέκυψε «μία ωραία πρωία», αλλά έρχεται «από την εποχή του κινήματος υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων και του σχετικού νόμου», από τη δεκαετία του ’60 δηλαδή, «όταν οι Δημοκρατικοί μετακινήθηκαν προς τα αριστερά όσον αφορά τα εσωτερικά ζητήματα των ΗΠΑ και οι Ρεπουμπλικανοί, διαισθανόμενοι την ευκαιρία για αισθητή πολιτική διαφοροποίηση, μετατόπισαν το κόμμα προς τα δεξιά». Η παραπάνω ερμηνεία του «φαινομένου Τραμπ» ανήκει στον καθηγητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, Ντάγκλας ΜακΑνταμ. Τις δηλώσεις του δημοσίευσε η Corriere della Sera.
Εκανε τη σχετική αναδρομή στο παρελθόν ο ΜακΑνταμ, αρχίζοντας από το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, για να πει ότι τα πράγματα είναι παγιωμένα στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ εδώ και 60 χρόνια, ότι τα χαρακτηριστικά των κομμάτων είναι διακριτά και ότι ο Τραμπ δεν είναι η αιτία της πόλωσης που αυτή τη στιγμή χαρακτηρίζει την αμερικανική κοινωνία, ως προς τα κομματικά πράγματα τουλάχιστον, αλλά η πιο ακραία έκφρασή της. Το άκρον άωτον, σαν να λέμε. Η παρόξυνση της όξυνσης. Και πίσω της κρύβεται το… χρώμα του δέρματος.
Σύμφωνα με την ανάλυση του καθηγητή, λοιπόν, το φυλετικό ζήτημα έπαιξε κεντρικό ρόλο στην αμερικανική πολιτική. «Δεν μπορείς να είσαι Αμερικανός χωρίς να επηρεαστείς βαθιά από τη φυλετική ιστορία και απ’ όλες τις εξηγήσεις και ερμηνείες της» είπε. Και θύμισε ότι «όλοι οι Ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι πρόεδροι επαναφέρουν στη μνήμη το φυλετικό ζήτημα, με έμμεσο τρόπο, όμως ο Τραμπ είναι ποιοτικά διαφορετικός». Τι εννοεί; Οτι ο ψηφοφόρος των Ρεπουμπλικανών πιστεύει ότι είναι φυλετικά ανώτερος. Λέει στον εαυτό του «μπορεί να είμαι φτωχός εγώ, όμως δεν είμαι σαν αυτούς τους ανθρώπους».
Και έδωσε δύο παραδείγματα. «Ο Νίξον ήταν ο πρώτος που σκιαγράφησε την εικόνα δύο ΗΠΑ. Από τη μια μεριά της σκληρά εργαζομένης Αμερικής, που πληρώνει φόρους, και είναι λευκή βασικά, και από την άλλη μεριά της εξαρτημένης από την κυβέρνηση Αμερικής, η οποία ζει με βοηθήματα. Ο Ρίγκαν μίλησε για άτομα που ζουν εις βάρος των φορολογουμένων. Κανείς τους δεν ανέφερε τις λέξεις μαύροι ή μειονοτικοί, όμως όλοι κατάλαβαν. Ετσι ο φυλετικός λόγος συνδέθηκε με το αντιφορολογικό αίσθημα. ‘‘Γιατί να πληρώνω εγώ φόρους για αυτούς τους ανθρώπους;’’»
Την όξυνση του διχασμού στις ΗΠΑ ο καθηγητής την τοποθέτησε κυρίως στην εποχή της εκλογής του Μπαράκ Ομπάμα: «Με την εκλογή του, έχουμε και το κίνημα Tea Party που επίσης αντιπροσώπευε την αναζωπύρωση του ρατσισμού και με στόχο όχι μόνον τον πρώτο μαύρο πρόεδρο. Κάποιες φορές οι Ρεπουμπλικάνοι αναβιώνουν τη στρατηγική του φυλετικού αποκλεισμού, και τώρα με τον Τραμπ βλέπουμε τη δραματική όξυνση του διχασμού». Ο καθηγητής, πάντα μιλώντας για τα εσωτερικά των ΗΠΑ, δεν παρέλειψε να τονίσει ότι υπάρχει και «η πίεση από τα κάτω» η οποία ώθησε τους Ρεπουμπλικανούς προς τα δεξιά.
«Ο Τραμπ μετέτρεψε αυτές τις διαφορετικές ωθήσεις του δεξιού ακτιβισμού σε ενιαίο κίνημα. Ο ίδιος δεν θα είχε οριστεί ποτέ υποψήφιος αν οι κανόνες περί την ανάδειξη υποψηφιοτήτων είχαν μείνει στα χέρια των κομμάτων». Και πότε άλλαξαν αυτοί οι κανόνες; «Στο συνέδριο των Δημοκρατικών, το 1968, όπου η Αριστερά του κόμματος, που ήταν κατά του Πολέμου του Βιετνάμ, κατάφερε να αλλάξει τους κανόνες για να εκδημοκρατίσει τη διαδικασία. Ετσι ενισχύθηκε ο ρόλος των κινημάτων. Σε εκλογές με χαμηλή συμμετοχή μία οργανωμένη μειοψηφία μπορεί να κερδίσει. Καθώς το Κογκρέσο δεν απέκλεισε τον Τραμπ από την εκλογική αναμέτρηση αν και υπήρξε η 6η Ιανουαρίου, ήξερα ότι θα ήταν υποψήφιος και το 2024».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News