Tο «Ultramod» παρέμεινε ανοιχτό εδώ και περίπου δύο αιώνες. Το παλαιότερο κατάστημα ειδών ραπτικής στο Παρίσι, στη δυτική πλευρά της οδού Σουαζέλ, άνοιξε τη δεκαετία του 1840 και πουλούσε ό,τι και όλα τα μαγαζιά του είδους του: κουμπιά, βελόνες, καρφίτσες και κλωστές, στολίδια για κουρτίνες, μαξιλάρια και υφάσματα για καπέλα από τσόχα.
Τώρα, ωστόσο, το γαλλικό κατάστημα, του οποίου η πελατεία περιλάμβανε τους κατασκευαστές καπέλων της βασίλισσας Ελισάβετ, αναγκάζεται να κλείσει τις πόρτες του, καθώς το ταμείο που κατέχει την ανατολική πλευρά της Οδού Σουαζέλ τερμάτισε τη μίσθωσή του, ανακοινώνοντας ότι θέλει να ανακαινίσει τις εγκαταστάσεις.
«Είμαστε διαχρονικοί» λέει στους Times η ιδιοκτήτρια του καταστήματος, Αν Κριστίν Μορέν, καθώς στέκεται δίπλα σε ένα από τα πιο πρόσφατα αποκτήματα του μαγαζιού, μια γκρίζα ταμειακή μηχανή που χρονολογείται στη δεκαετία του 1950. «Μας ραγίζουν την καρδιά» πρόσθεσε.
Η αγωνία της έχει αντηχήσει σε όλη τη γαλλική πρωτεύουσα. Τα ΜΜΕ έστειλαν ορδές δημοσιογράφων για να μεταδώσουν την είδηση για το κλείσιμο του καταστήματος, το οποίο περιλαμβάνεται στο μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά «Η Κουζίνα» (1882). Πολλοί δημοτικοί σύμβουλοι δεσμεύθηκαν να αναζητήσουν τρόπους για να σωθεί, τελικά όμως παραδέχτηκαν ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα.
Το αριστερό δημοτικό συμβούλιο καταρτίζει τώρα μια λίστα με άλλα παλιά καταστήματα που «αντιπροσωπεύουν την ψυχή του Παρισιού» και ανακοίνωσε ότι θα επιδιώξει να τα προστατεύσει στο μέλλον – αν και κανείς δεν φαίνεται να έχει ιδέα πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό.
Η Μορέν, εν τω μεταξύ, έχοντας συσκευάσει τη μοναδική συλλογή της από κρινολίνα, σιζάλ, μουσελίνες, φτερά, πέπλα, λουλούδια, τσόχα και τούλι, παρέδωσε τα κλειδιά την Πέμπτη 30 Οκτωβρίου, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο παρκέ του 19ου αιώνα και στα ξύλινα ράφια. «Θα μου λείψει αυτή η μυρωδιά. Είναι ένα μείγμα από σκόνη, κερί και παλιά πράγματα» ανέφερε.
Μερικά από τα εμπορεύματα έχουν στριμωχτεί στον τελευταίο όροφο του καταστήματος στην άλλη πλευρά του δρόμου, αλλά τα περισσότερα θα πρέπει να αποθηκευτούν κάπου στο κέντρο του Παρισιού.
Η 57χρονη Μορέν είπε ότι η εξέλιξη την ανάγκασε να εκσυγχρονιστεί, δημιουργώντας για πρώτη φορά έναν λεπτομερή κατάλογο των εμπορευμάτων της, όταν όμως ρωτήθηκε αν αυτό σημαίνει ως σκέφτεται να πουλήσει τα αντικείμενά της στο διαδίκτυο, απάντησε «όχι, δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό».
«Δεν πρόκειται για τα αντικείμενα, αλλά για συναισθήματα» εξήγησε η Μορέν, καθώς πιστεύει ότι από τις διαδικτυακές αγορές λείπει η ανθρώπινη επαφή, άρα και το συναίσθημα. «Αν κάποιος μου πει ότι θέλει μια κόκκινη κορδέλα, έχουμε δεκάδες διαφορετικές αποχρώσεις του κόκκινου και πρέπει να τις δει και να τις αγγίξει πριν καταλάβει ποια απόχρωση είναι κατάλληλη για αυτόν».
Ο Ιμπέρ ντε Ζιβανσί και ο Ζαν-Πολ Γκοτιέ λέγεται ότι συγκαταλέγονταν στους γάλλους σχεδιαστές που τους άρεσε να περνούν από το κατάστημα και να περιηγηθούν στη συλλογή με κορδέλες. Αλλοι πελάτες ήταν ο Στίβεν Τζόουνς, ο βρετανός τεχνίτης του οποίου τα καπέλα εκτίθενται αυτή την περίοδο στο μουσείο μόδας του Παρισιού, και ο Φίλιπ Τρέισι, ο ιρλανδός πιλοποιός, τα καπέλα του οποίου φορούσε η βασίλισσα Ελισάβετ.
Κινηματογραφικά συνεργεία όπως εκείνο της ταινίας «Κόμης Μοντεχρήστος» έμπαιναν συχνά στο «Ultramod» αναζητώντας στοιχεία του 19ου αιώνα για τα ντεκόρ. «Εχουμε πολλούς άγγλους και αμερικανούς πελάτες επίσης» ανέφερε η Μορέν στους Times, προσθέτοντας ότι μερικά από τα καλύτερα καπέλα στο Ασκοτ κατασκευάστηκαν με υλικά από το κατάστημά της.
Σχολιαστές στα γαλλικά ΜΜΕ προέτρεψαν την ιδιοκτήτρια εταιρεία να επιτρέψει στην «Ultramod» να επιστρέψει στο κτίριο μόλις ολοκληρωθεί η ανακαίνισή του. Δεν έχει προσφερθεί να το κάνει, αλλά ακόμη κι αν της το ζητούσαν η Μορέν θα αρνιόταν. «Δεν θα ήθελα να βρίσκομαι σε έναν χώρο καινούργιο, καθαρό και τακτοποιημένο» εξήγησε. «Αλλωστε, πιθανότατα θα διπλασίαζαν το ενοίκιο, κάτι που δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε οικονομικά».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News