Μετά τον Νοέμβριο του 1974 η Μαρία Κάλλας απομονώνεται στο σπίτι της στο Παρίσι, στην οδό Ζορζ Μαντέλ 36, μέχρι τον θάνατό της στις 16 Σεπτεμβρίου 1977. Ο τελευταίος σταθμός της επί σκηνής είχε γραφτεί στις 11 Νοεμβρίου του 1974, με την εμφάνισή της στο Σαπόρο της Ιαπωνίας.
Οι θεατές υποδέχθηκαν εκεί την ντίβα, που εμφανίστηκε με κόκκινο μεταξωτό φόρεμα και κολιέ από μαργαριτάρια, σε μια επιλογή από άριες που δεν θα «τραυμάτιζαν» τη φωνή της, η οποία περνούσε φάση ίασης. Από το Σαπόρο δεν έχει καταγραφεί καμία ηχογράφηση, αλλά η προηγούμενη εμφάνισή της στο Τόκιο (19 Οκτωβρίου) ανοίγει ένα παράθυρο για το ρεπερτόριο που πιθανότατα επέλεξε στον τελευταίο σταθμό: το σήμα κατατεθέν της, τη «Χαμπανέρα» από την «Κάρμεν», το «Voi lo Sapete» από την «Καβαλερία Ρουστικάνα», το «O mio Babbino Carο» από το «Gianni Schicchi» (αυτό έχει επιβεβαιωθεί από τον πιανίστα της συναυλίας, όπως θα δούμε) κ.ά.
Η εμφάνιση εντάχθηκε στο πλαίσιο περιοδείας που έδωσε στην Ευρώπη (1973) και στις ΗΠΑ, στη Νότια Κορέα και στην Ιαπωνία (1974) με τον επί χρόνια συνεργάτη της, Τζουζέπε ντι Στέφανο, όταν και οι δύο αντιμετώπιζαν θέματα με τη φωνή τους. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό θα τους συνόδευε, όχι ορχήστρα, αλλά μόνο ένας πιανίστας – επιλογή που ως ένα σημείο ήταν παρακινδυνευμένη, καθώς η Κάλλας δεν θα μπορούσε να έχει την «κάλυψη» του πλούσιου ήχου των οργάνων για να προστατεύσει τη φωνή της όπου έπρεπε.
Αλλά ακόμη και στην επιλογή του πιανίστα υπήρξε ίντριγκα. «Ο Αϊβορ Νιούτον ήταν πάντα ο πιανίστας που έπαιζε για τον Ντι Στέφανο» είπε πέρυσι στους βρετανικούς Times o 93χρονος Ρόμπερτ Σάδερλαντ, προσωπικός φίλος της κορυφαίας σοπράνο. Οπότε υποτίθεται ότι θα έπαιζε και σε εκείνη την περιοδεία. Ωστόσο ήταν ήδη 80 ετών και είχε υποστεί δύο καρδιακά επεισόδια. «Οταν πρότειναν εμένα», θυμάται ο Σάδερλαντ, «ο Νιούτον μού είπε: “Αγαπημένο μου παιδί, θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να σε αποτρέψω να παίξεις με αυτούς τους δύο καλλιτέχνες”».
Η ιστορία γράφτηκε αλλιώς. Λίγο μετά την έναρξη της περιοδείας στο Αμβούργο, ο Νιούτον συνταξιοδοτήθηκε και ο 40χρονος τότε Σάδερλαντ ξεκίνησε την περιπέτεια της ζωής του, με εμφανίσεις από το Σαν Φρανσίσκο έως τη Σεούλ και το Σαπόρο. Λεπτομέρεια της περιοδείας: από τις συνολικά 27 βαλίτσες όλου του συνεργείου, οι 21 ήταν της Κάλλας.
O ίδιος θυμάται και το τελευταίο ανκόρ που ερμήνευσε δημοσίως η Κάλλας στην ιαπωνική πόλη. Είναι το στιγμιότυπο που δεν θα ξεχνούσε ποτέ. «Δεν χρειάζεται να πάρω κανέναν δίσκο της Κάλλας μαζί μου, γιατί είναι όλοι μέσα μου. Αλλά θα έκανα μια εξαίρεση για το τελευταίο της ανκόρ στο Σαπόρο, το “Ο mio Babbino Caro”».
Η Κάλλας και ο Ντι Στέφανο είχαν φτάσει στη Σεούλ τέλη Σεπτεμβρίου για το ξεκίνημα της περιοδείας. Η πρώτη συναυλία δόθηκε στο Πανεπιστήμιο Γυναικών Ιουά, η δεύτερη στο Τόκιο και μαγνητοσκοπήθηκε για την τηλεόραση. Εκεί μάλιστα η Κάλλας δεν είχε ενημερωθεί για μια κρυφή κάμερα εγκατεστημένη στα παρασκήνια, για να καταγράφει το κλίμα.
Στην Οσάκα έπαθε φλεγμονή του λάρυγγα και δεν μπορούσε να τραγουδήσει. Την τελευταία στιγμή πείσθηκε να βγει στη σκηνή, αλλά ξέχασε τα λόγια –τραγική ειρωνεία– στο «Sola Perduta, Abbandonata» (Μόνη, έρημη, παρατημένη) από τη «Μανόν Λεσκό» και στο καμαρίνι ξέσπασε σε κλάματα. Ακολούθησαν η Χιροσίμα και το Σαπόρο.
Στο ενδιάμεσο μάθαινε νέα για τον Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος είχε εισαχθεί στο Αμερικανικό Νοσοκομείο του Παρισιού έχοντας διαγνωστεί με βαριά μυασθένεια, επιδεινωμένη από ένα μικρό εγκεφαλικό. Ετσι κι αλλιώς είχε χάσει ήδη δύο κομβικά πρόσωπα της ζωής της: τον μαέστρο Τούλιο Σεραφίν (1968) και τον πατέρα της Γιώργο Καλογερόπουλο (1972).
Την παραμονή της τελευταίας της παράστασης στο Σαπόρο ανακοίνωσε στους συνεργάτες της: «Λοιπόν, αύριο είναι η τελευταία», όπως γράφει στο «Casta Diva – η Κρυφή Ζωή της» (εκδ. Παπαδόπουλος, μτφ. Χρύσα Φραγκιαδάκη) η Lyndsy Spence. Με τον τρόπο αυτόν ετοίμαζε τον αποχαιρετισμό της. «Αναφερόταν στα λυρικά θέατρα σαν να ήταν τόποι λατρείας, όπου μια φορά κι έναν καιρό εκείνη ήταν η λατρευόμενη θεότητα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News