Αν η αραχνοφοβία είναι ένα διεθνές φαινόμενο που έφτασε μέχρι στις κινηματογραφικές οθόνες το 1990 με την ομώνυμη ταινία, το παράνομο εμπόριο του πιο εντυπωσιακού είδους αράχνης δείχνει να την αγγίζει και να την ξεπερνά. Οι ταραντούλες προκαλούν μεγάλες φοβίες, αλλά έχουν και φανατικούς λάτρεις, οι οποίοι μαγνητίζονται από την εμφάνιση και τις ιδιότητές τους.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του BBC, το «χόμπι της ταραντούλας» εμφανίστηκε έντονα για πρώτη φορά στη δεκαετία του 2000. Σήμερα οι ερευνητές βλέπουν τακτικά λάτρεις να καυχώνται σε διαδικτυακά φόρουμ για συλλογές με περισσότερα από 100 είδη της συγκεκριμένης αράχνης.
Οι ταραντούλες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στη λαθροθηρία επειδή είναι μακρόβιες –μερικές φτάνουν μέχρι και τα 30 έτη– και οι θηλυκές γεννούν αργά και σπάνια. Η διατήρησή τους ως κατοικίδια, όμως, δεν είναι η βασική κινητήρια δύναμη στην παράνομη εμπορία τους διεθνώς. Περίπου το 43% των ειδών ταραντούλας διακινούνται ως μετά θάνατον αναμνηστικά, εργαλεία έρευνας και φάρμακα, σύμφωνα με μια νέα μελέτη. Η αγορά τους ως αναμνηστικών αναπτύσσεται ταχύτατα.
Η λαθροθηρία άγριας ζωής αυξήθηκε εκθετικά τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Περίπου την ίδια εποχή η διατήρηση της ταραντούλας ως κατοικίδιου έγινε σχετικά δημοφιλής – ενδεικτική η αράχνη του αδελφού του μικρού Κέβιν στην ταινία «Μόνος στο Σπίτι». Καθώς η ζήτηση κλιμακωνόταν, το ίδιο συνέβαινε και με την εκτροφή της σε αιχμαλωσία, αλλά και με τη νόμιμη εμπορική διακίνησή της.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη νέα έρευνα, η παράνομη αγορά ταραντούλας αναπτύχθηκε ταχύτερα, καθώς η νομιμοποίηση κάθε τέτοιας δραστηριότητας απαιτεί χρόνο και χρήμα και περιλαμβάνει την απόκτηση αδειών. Η παράνομη πρακτική εκτοξεύθηκε με την έλευση του διαδικτύου, που έκανε τη σύνδεση λαθροθηρών και θαυμαστών της ταραντούλας πολύ πιο εύκολη.
Υπάρχουν φαινομενικά ατέλειωτοι τρόποι μεταφοράς των μικρών ασπόνδυλων, καθιστώντας τη ρύθμιση της εμπορικής αγοράς τους μια πολύπλοκη και δυνητικά αστήρικτη πρωτοβουλία. Το 2010, ένας Γερμανός έστειλε εκατοντάδες ταραντούλες-βρέφη συσκευασμένες σε πολύχρωμα καλαμάκια μέσω της Ταχυδρομικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ.
Τον Δεκέμβριο του 2021 στην Κολομβία, στο αεροδρόμιο Ελ Ντοράντο, συνελήφθησαν δύο άτομα που επιχειρούσαν να μεταφέρουν λαθραία περισσότερες από 230 ταραντούλες στην Ευρώπη, μέσα σε μια βαλίτσα. Ενας λόγος που το νόμιμο εμπόριο του αραχνοειδούς αντιμετωπίζει ρυθμιστικές δυσκολίες είναι η έλλειψη οικολογικών δεδομένων για την αφθονία του στη φύση.
Υπάρχουν τουλάχιστον 1.000 γνωστά είδη ταραντούλας στον κόσμο σήμερα, ενώ πολλά άλλα είτε δεν έχουν ακόμη καταγραφεί είτε έχουν καταγραφεί λανθασμένα από τους εμπόρους. Η Σύμβαση για το Διεθνές Εμπόριο Απειλούμενων Ειδών Αγριας Πανίδας και Χλωρίδας (CITES) παρακολουθεί και καταγράφει μόνο ένα μικρό τμήμα των ειδών ταραντούλας που διακινούνται εμπορικά.
Υπάρχουν επίσης πιθανές αποκλίσεις στην ονομασία και στην αναγνώριση των ειδών εντός της παράνομης αγοράς, κάνοντας τον πραγματικό αντίκτυπο του εμπορίου ακόμη πιο ομιχλώδη. Οι επιστήμονες χρειάζονται περισσότερη χρηματοδότηση για να βελτιώσουν την καταγραφή σε καταλόγους και την παρακολούθηση των ειδών – αλλά αυτό είναι αποδεδειγμένα δύσκολο να επιτευχθεί.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι μερίδιο της ευθύνης για αυτή την κατάσταση φέρει και η σχέση του κοινού με τα αραχνοειδή, καθώς οι περισσότεροι τα φοβούνται ή τα θεωρούν ανεπιθύμητα. Η δημοτικότητα ενός είδους παίζει σημαντικό ρόλο στην προσέλκυση χρηματοδότησης και στην υποστήριξη της έρευνας και συντήρησής του. Σημαντικό ρόλο παίζει και η παρουσίασή τους από τα ΜΜΕ, τα οποία συχνά διαιωνίζουν τις παρανοήσεις και τις φοβίες απέναντι στις αράχνες.
Από τα περισσότερα από 1.000 είδη ταραντούλας που υπάρχουν στη φύση, μόνο το 3% περίπου αναφέρονται επί του παρόντος ως προστατευόμενα στην CITES – που σημαίνει ότι παρακολουθούνται ενεργά. Η έλλειψη επίσημων στοιχείων για αυτά τα αραχνοειδή κάνει αδύνατο τον προσδιορισμό τού πόσο τρωτές είναι – και την ανάπτυξη αντίστοιχων παραμέτρων συντήρησής τους.
Ορισμένες χώρες καταπολεμούν το εμπόριο ταραντούλας, ανάμεσά τους και μέρη όπου ευδοκιμούν, όπως η Βραζιλία, η Κόστα Ρίκα, το Περού και η Ινδία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κάποιους αρκετά ισχυρούς κανονισμούς για το εμπόριο των αραχνοειδών, αλλά δεν μπορούν εύκολα να ελέγξουν τι περνάει από τα σύνορά τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News