Τον Ιούλιο του 2016, η σύγχρονη Τουρκία άλλαξε για πάντα. Και αυτό που την άλλαξε και την οδήγησε σε ένα ξεκάθαρο μονοπάτι προς τον αυταρχισμό, ήταν το πραξικόπημα που επιχειρήθηκε από μέλη μιας ομάδας που ευθυγραμμίζονταν με τον ισλαμιστή ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν. Ο τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κατέστειλε το πραξικόπημα, βγάζοντας τους υποστηρικτές του στους δρόμους και διασφαλίζοντας την πίστη του στρατού και των υπηρεσιών πληροφοριών, που κινήθηκαν αστραπιαία για να συλλάβουν τους πραξικοπηματίες, θυμίζουν οι New York Times.
Ο Γκιουλέν, παρότι είχε αποτύχει να τον ρίξει, στοίχειωνε τον Ερντογάν μέχρι πριν από λίγες ημέρες, που πέθανε στις ΗΠΑ.
Ο Ερντογάν και ο Γκιουλέν υπήρξαν για πολλά χρόνια στενοί φίλοι και συνεργάτες. Η άνοδος του Ερντογάν στην εξουσία οφείλεται κατά πολύ στην υποστήριξη του Γκιουλέν, γράφει η νεοϋορκέζικη εφημερίδα. Οι εκατομμύρια οπαδοί του Γκιουλέν, πολλοί από αυτούς μορφωμένοι και πολιτικοποιημένοι, παρείχαν μια ατελείωτη δεξαμενή ανθρώπινου δυναμικού για τον Ερντογάν, που γέμισε με αυτούς τις θέσεις της κυβέρνησης, καθώς και τα ΜΜΕ, την αστυνομία και το δικαστικό σώμα. Με αυτούς κυβέρνησε τη χώρα και εδραίωσε την εξουσία του.
Στα πρώτα χρόνια της πρωθυπουργίας του Ερντογάν, οι Γκιουλενιστές ήταν οι πιο εξέχοντες εκπρόσωποι της κυβέρνησης, τόσο στην Τουρκία όσο και στο εξωτερικό. Μια δεκαετία αργότερα, όμως, ο Ερντογάν είχε αρχίσει να ενοχλείται με την τεράστια επιρροή του Γκιουλέν, ενώ ανάμεσά τους εμφανίστηκαν και κάποιες «διαφορές» σχετικά με την πολιτική κατεύθυνση της χώρας.
Η πρώτη ρήξη ήρθε το 2013 όταν εισαγγελείς προσκείμενοι στον Γκιουλέν ξεκίνησαν έρευνες διαφθοράς εναντίον μελών της κυβέρνησης του Ερντογάν, ακόμη και κατά μελών της οικογένειάς του.
Ο Ερντογάν κατηγόρησε τον Γκιουλέν ότι διηύθυνε ένα «δικαστικό πραξικόπημα» και έκλεισε κάποια από τα ΜΜΕ τα οποία ήλεγχε ο δεύτερος, καθώς και τα πολύ προσοδοφόρα εκπαιδευτικά του κέντρα, που προετοίμαζαν τους μαθητές για εισαγωγικές εξετάσεις. Ηταν η αρχή μιας κλιμάκωσης που ήρθε πολύ γρήγορα, σχολιάζουν οι New York Τimes.
Τρία χρόνια αργότερα, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, ο Ερντογάν τσάκισε με εκδικητική μανία, όχι μόνο τους άμεσα εμπλεκόμενους σε αυτό αλλά και όσους εμπλέκονταν στους ευρύτερους κύκλους του κινήματος. Δεκάδες χιλιάδες οπαδοί του Γκιουλέν συνελήφθησαν, οι επιχειρήσεις και οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν και 150.000 κυβερνητικοί υπάλληλοι εκδιώχθηκαν από τις δουλειές τους.
Η τουρκική κυβέρνηση εξέδωσε ένταλμα σύλληψης κατά του Γκιουλέν και ζήτησε να εκδοθεί από τις ΗΠΑ, όπου ζούσε αυτοεξόριστος επί πολλά χρόνια, συγκεκριμένα στην Πενσιλβάνια.
Ο Ερντογάν δεν κατάφερε ποτέ να φέρει τον Γκιουλέν πίσω στην Τουρκία. Η αμερικανική κυβέρνηση, γράφουν οι NYT, επικαλέστηκε έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων και η έκδοση δεν προχώρησε. Ομως, ο Ερντογάν πέτυχε να συντρίψει το κίνημα των Γκιουλενιστών, χαρακτηρίζοντάς το ως τρομοκρατική οργάνωση και φυλακίζοντας πολλούς εξέχοντες ηγέτες του με δρακόντειες ποινές ισόβιας κάθειρξης χωρίς αναστολή.
Η άνοδος του αυταρχισμού
Η απόπειρα πραξικοπήματος είχε βαθιά επίδραση στον Ερντογάν, αλλά και στη χώρα του, η οποία κύλησε ταχύτατα σε ένα ολισθηρό μονοπάτι προς τον αυταρχισμό, επισημαίνουν οι ΝΥΤ.
Λίγο μετά το πραξικόπημα, ο τούρκος πρόεδρος έκλαψε στην κηδεία ενός από τους στενότερους πολιτικούς του βοηθούς, του Ερόλ Ολτσόκ, και του 16χρονου γιου του, που σκοτώθηκαν από πυροβολισμούς στη γέφυρα του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη. Οι Ολτσόκ σκοτώθηκαν καθώς προσπαθούσαν, μαζί με άλλους διαδηλωτές, να εμποδίσουν την προέλαση των πραξικοπηματιών.
Οι συνέπειες του πραξικοπήματος οδήγησαν σε μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων, που άλλαξαν τη θέση της Τουρκίας και στη διεθνή σκακιέρα.
Οι ΝΥΤ θυμίζουν:
Ο Ερντογάν ενίσχυσε τους δεσμούς του με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος τον είχε προειδοποιήσει για ένα επικείμενο πραξικόπημα και έσπευσε να προσφέρει την υποστήριξή του στη συνέχεια. Αυτό οδήγησε τον Ερντογάν στη συμφωνία για την αγορά του αντιπυραυλικού συστήματος S400 από τη Ρωσία, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ, μια απόφαση που προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους εταίρους του στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Η στροφή στον αυταρχισμό, που είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια νωρίτερα, μετά τις διαδηλώσεις το 2013, επιταχύνθηκε δραματικά και οδήγησε σε απότομη επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ο Ερντογάν καταφερόταν κατά της Ουάσιγκτον επειδή δεν τον υποστήριξε την εποχή του πραξικοπήματος και επειδή αρνήθηκε να εκδώσει τον Γκιουλέν. Πολλοί από τους υποστηρικτές του κατηγόρησαν τις ΗΠΑ ότι όχι απλώς φιλοξενούσαν τον Γκιουλέν, αλλά ότι βρίσκονταν και πίσω από την απόπειρα πραξικοπήματος. Η ρήξη του Ερντογάν με τους συμμάχους του στη Δύση έπαιρνε επικίνδυνη τροπή.
Ο ίδιος, όμως, ήταν αποφασισμένος και τίποτε δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Χρησιμοποίησε την απόπειρα πραξικοπήματος για να αναδιαμορφώσει την Τουρκία και να παρατείνει την παραμονή του στο τιμόνι της.
Με δημοψήφισμα, το 2017, άλλαξε το Σύνταγμα για να περιορίσει δραστικά το κοινοβουλευτικό σύστημα της Τουρκίας και να δώσει σαρωτικές εκτελεστικές εξουσίες στον πρόεδρο, μια θέση που κάποτε ήταν σε μεγάλο βαθμό εθιμοτυπική. Εκτοτε έχει εξασφαλίσει άλλες δύο θητείες ως πρόεδρος.
Το καθεστώς του διεξάγει επί χρόνια μαζικές δίκες οπαδών του Γκιουλέν, συμπεριλαμβανομένων φοιτητών, στρατιωτικών, δασκάλων και άλλων ανθρώπων που συμμετείχαν ελάχιστα ή και καθόλου στην απόπειρα πραξικοπήματος και που έχουν καταδικαστεί σε μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης.
Ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επικριτές της κυβέρνησης λένε στους ΝΥΤ ότι οι διώξεις είναι βαθιά προβληματικές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, πολλές εκατοντάδες άτομα δικάστηκαν ταυτόχρονα.
Εκτός από τους υποστηρικτές του Γκιουλέν, εκατοντάδες κούρδοι πολιτικοί, ακτιβιστές, δημοσιογράφοι και άλλοι, ανάμεσά τους και ένας εξέχων φιλάνθρωπος, έχουν φυλακιστεί στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια σε μια ευρεία προσπάθεια καταστολής κάθε διαφωνίας με το καθεστώς. Εκατοντάδες ΜΜΕ έχουν κλείσει και οι αντίπαλοι της κυβέρνησης σπάνια επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση σε όσα παραμένουν ανοιχτά.
Ως αποτέλεσμα, σημειώνουν οι ΝΥΤ, ο Ερντογάν πέτυχε αυτό που από καιρό ήταν ο στόχος των ισλαμιστών στην Τουρκία: να πάρει την εξουσία από τα κοσμικά κόμματα της χώρας και να επεκτείνει τον ρόλο του Ισλάμ στην τουρκική κοινωνία και τους θεσμούς της.
Ο Ερντογάν έχει υιοθετήσει με αποτελεσματικότητα κάποιες από τις μεθόδους του πρώην συμμάχου του: ο Γκιουλέν ήταν ο πρώτος που προσπαθούσε να διασφαλίσει την εξουσία εισάγοντας τους οπαδούς του στους διάφορους κλάδους της κυβέρνησης, της οικονομίας και των ΜΜΕ.
Στην καταστολή που ακολούθησε την απόπειρα πραξικοπήματος, η κυβέρνηση του Ερντογάν απέλυσε χιλιάδες οπαδούς του Γκιουλέν από υπουργεία, σχολεία, δικαστήρια, πανεπιστήμια, μη κυβερνητικές οργανώσεις, αστυνομικά τμήματα, στρατιωτικά τάγματα, νοσοκομεία και τράπεζες και τους αντικατέστησε με δικούς της πιστούς.
Αυτό έχει αφήσει την Τουρκία βαθιά διχασμένη, αλλά με ένα σύστημα που περιστρέφεται γύρω από την υποστήριξη του νυν προέδρου και του κόμματός του.
Ωστόσο, ο Ερντογάν δεν κατήργησε τις εκλογές. Αυτή τη στιγμή υπηρετεί τη δεύτερη από τις δύο προεδρικές θητείες που επιτρέπει το Σύνταγμα, με εντολή μέχρι το 2028. Τα σχέδιά του δεν είναι ξεκάθαρα, αλλά εβδομάδες πριν οι ψηφοφόροι προσέλθουν στις κάλπες τον περασμένο Απρίλιο, ο πρόεδρος είπε ότι θα ήταν οι «τελευταίες εκλογές του», καταλήγουν οι ΝΥΤ.
Τι ακριβώς εννοούσε, απομένει να φανεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News