Η Σπάρτη δεν μας άφησε κληρονομιά μια υπέροχη ακρόπολη την οποία μπορεί ακόμα να επισκεφθεί κάποιος και να τη θαυμάσει από κοντά. Ούτε είχε έναν εξαίρετο ιστορικό για να γράψει την ιστορία της και να εξάρει τα κατορθώματά της. Ουσιαστικά, ευρέως γνωστό για την Σπάρτη έγινε ό,τι επέλεξε να εξιστορήσει η ιστορική αντίπαλός της, η Αθήνα.
Μελετώντας, ωστόσο, προσεκτικά τις μαρτυρίες του παρελθόντος, προκύπτει μια άλλη ιστορία που δεν έχει ακόμα ειπωθεί. Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει η Λάουρα Πέπε, καθηγήτρια Ρωμαϊκού και Αρχαίου Ελληνικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου και συγγραφέας του βιβλίου «Sparta», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε στην Ιταλία.
Η ιστορία της αρχαίας Σπάρτης είναι ξακουστή στα πέρατα της Γης, καθώς ήταν μία από τις ηγέτιδες δυνάμεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ηταν επίσης ο τόπος που γέννησε τον Λεωνίδα και τους 300 γενναίους του (στην πραγματικότητα ήταν περίπου 1.000 μαζί με τους συμμάχους), η πόλη όπου βρισκόταν το βασιλικό ανάκτορο του Μενελάου και γιορτάστηκε ο γάμος του με την Ωραία Ελένη, η Κοίλη Λακεδαίμων, όπως την αποκαλούσε ο Ομηρος.
Τι γνωρίζει, όμως, ο περισσότερος κόσμος για την Σπάρτη; Οτι ήταν ένα άντρο πολεμιστών προορισμένων αποκλειστικά να μάχονται ατρόμητα για την υπεράσπιση της πατρίδας τους· μια πόλη-κράτος όπου το άτομο δεν είχε καμία αξία μπροστά στο σύνολο· μια αυστηρή κοινωνία που εξόντωνε αλύπητα τα ανάπηρα και ασθενικά παιδιά, υποβάλλοντας τα υπόλοιπα σε απίστευτα σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση.
Κυρίως, όμως, η Σπάρτη ήταν το αντίθετο της Αθήνας: αν η δεύτερη υπήρξε το λίκνο της δημοκρατίας, της φιλοσοφίας, της ποίησης, της ελευθερίας, η Σπάρτη ήταν το προπύργιο της ολιγαρχίας, μια πόλη χωρίς πολιτισμό, λιτή και απέριττη στην καλύτερη περίπτωση.
Ηταν, όμως, όντως έτσι; Αυτό είναι το ερώτημα που επιδιώκει να απαντήσει στο βιβλίο της η Λάουρα Πέπε. Ξεπερνώντας τα στερεότυπα, η ιταλίδα ιστορικός (λατινίστρια και ελληνίστρια) γράφει, μεταξύ άλλων, πως οι Σπαρτιάτες κατά πάσα πιθανότητα δεν πετούσαν βρέφη σε καμία χαράδρα, ότι η εκπαίδευση των παιδιών δεν διέφερε τόσο πολύ από την αντίστοιχη σε άλλες ελληνικές πόλεις, ότι η ζωή δεν βρισκόταν διαρκώς στον αστερισμό του πολέμου, ότι οι γυναίκες ήταν πιο ελεύθερες και είχαν περισσότερα δικαιώματα σε σχέση με άλλες Ελληνίδες, ότι οι Σπαρτιάτες εκτιμούσαν τις πνευματώδεις συζητήσεις, τη μουσική και τις γιορτές.
Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η Λάουρα Πέπε επιθυμεί να εξηγήσει πώς η Σπάρτη σημάδεψε την ιστορία αλλά και τον πολιτισμό του αρχαίου ελληνικού κόσμου και συνέχισε να αποτελεί σημείο αναφοράς –τυράννων και επαναστατών– ανά τους αιώνες. Επ’ αυτού ο Πάολο Μιέλι, πρώην διευθυντής και νυν αρθρογράφος της Corriere della Sera, παρουσιάζοντας το βιβλίο αναφέρεται καταρχάς στη Γαλλική Επανάσταση (1789-1799).
Γράφει πως αρχικά ο μύθος αναφοράς ήταν εκείνος της δημοκρατικής Αθήνας. Ωστόσο από τις αρχές του 1792 οι Ιακωβίνοι άρχισαν να λαμβάνουν ξανά σοβαρά υπόψη τις ιδέες του Ρουσό, και κυρίως την ακλόνητη πίστη του στις αρετές τις Σπάρτης. Ετσι, ο Ροβεσπιέρος, αν και δεν ανέδειξε τη Σπάρτη ως μοντέλο του πολιτικού του εγχειρήματος, την εξήρε ως πρότυπο κάθε αστικής και ηθικής αξίας: της αίσθησης του καθήκοντος, της αυτοθυσίας, του σεβασμού στους νόμους, της ανωτερότητας του κοινού καλού έναντι του ατομικού.
Ακολούθησε όμως η περίοδος της Τρομοκρατίας (La Terreur), με αποτέλεσμα το όνομα της Σπάρτης να συνδεθεί και να παραμείνει επί καιρό συνδεδεμένο με εκείνα τα τρομερά αιματηρά γεγονότα – τα οποία ολοκληρώθηκαν το 1794 με την εκτέλεση του Ροβεσπιέρου και το τέλος του καθεστώτος τρόμου.
Στον 20ό αιώνα η Σπάρτη συνδέθηκε και με τη ναζιστική Γερμανία, καθώς για τον Αδόλφο Χίτλερ «αποτελούσε από πολλές απόψεις το πρότυπο και η προεικόνιση του Τρίτου Ράιχ», όπως γράφει η Λάουρα Πέπε, ως «η πρώτη που εφάρμοσε ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα ευγονικής, ενσάρκωσε το πρώτο ρατσιστικό και άριο κράτος στην ιστορία, το πρώτο μιλιταριστικό και προ-ολοκληρωτικό κράτος, όπου οι πολίτες εκπαιδεύονταν να θυσιάζονται για το ανώτερο και απόλυτο καλό της κοινότητας».
Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, πλήθος (Δυτικών κυρίως) μελετητών άρχισαν να εντοπίζουν αναλογίες μεταξύ της «δημοκρατικής» Αθήνας και της Δύσης και της «μιλιταριστικής» Σπάρτης και της Σοβιετικής Ενωσης. «Αυτή η σύνδεση με τη Γαλλία του Ροβεσπιέρου, τη Γερμανία του Χίτλερ και τη Σοβιετική Ενωση δεν ωφέλησαν το όνομα της Σπάρτης» συμπεραίνει ο Πάολο Μιέλι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News