Πέρυσι ο Χασάν Νασράλα δεν ήθελε να εμπλακεί σε έναν πόλεμο με το Ισραήλ. Ομως ο ηγέτης της Χεζμπολάχ αισθανόταν πως παρασυρόταν εκ των πραγμάτων σε αυτόν, λόγω της απόφασης του Γιαχία Σινουάρ, του ηγέτη της Χαμάς, να μη συμβουλευτεί τους συμμάχους του προτού οι άνδρες του επιτεθούν στο Ισραήλ, την 7η Οκτωβρίου του 2023. Τελικά η Χεζμπολάχ ενεπλάκη στον πόλεμο, ο ηγέτης της είχε ελάχιστες εναλλακτικές επιλογές εξαιτίας και της δική του ρητορικής, ωστόσο έπειτα από λιγότερο από έναν χρόνο πλήρωσε την απόφασή του με την ίδια του τη ζωή.
«Η δολοφονία του στις 27 Σεπτεμβρίου ήταν ένα από τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα μιας ταραχώδους χρονιάς. Η χειρότερη σφαγή στην Ιστορία του Ισραήλ οδήγησε στον πιο θανατηφόρο πόλεμο στην ιστορία της Παλαιστίνης, στις πρώτες άμεσες επιθέσεις του Ιράν κατά του Ισραήλ, ακόμη και στην αναχαίτιση πυραύλων στο Διάστημα, για πρώτη φορά σε οποιοδήποτε πόλεμο» διαβάζουμε στον Economist σχετικά με τις ανείπωτες συνέπειες των σφαγών της 7ης Οκτωβρίου.
«Τίποτε από αυτά δεν θα είχε συμβεί χωρίς τη μοιραία απόφαση του Γιαχία Σινουάρ τον περασμένο Οκτώβριο. Αυτό δεν σημαίνει ότι στην περιοχή θα επικρατούσε ειρήνη – αλλά αυτή η συγκεκριμένη αλληλουχία γεγονότων θα ήταν αδιανόητη αν η Χαμάς δεν είχε σκοτώσει περισσότερους από 1.100 Ισραηλινούς. Ο Γιαχία Σινουάρ ήθελε έναν καταστροφικό πόλεμο που θα αναμόρφωνε τη Μέση Ανατολή και τα κατάφερε» αναφέρεται στο δημοσίευμα. Σύμφωνα, ωστόσο, με τους δημοσιογράφους του έγκριτου βρετανικού Μέσου τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς βάσει σχεδίου, από πολλές απόψεις.
Η Γάζα είναι ισοπεδωμένη και η Χαμάς γονατισμένη, η Χεζμπολάχ απώλεσε τον ηγέτη της, τη στρατιωτική της διοίκηση και τη φήμη σχετικά με την ικανότητά της να αντιστέκεται στο Ισραήλ, ενώ το Ιράν αισθάνεται ευάλωτο. Επιπλέον, δεν σημειώθηκε σχεδόν καμία αυθόρμητη και ουσιαστική έκρηξη οργής στον αραβικό κόσμο, κανένα καθεστώς δεν κλονίστηκε, ούτε διέκοψε τις σχέσεις του με το Ισραήλ.
Οπως εξηγεί ο Economist, o Γιαχία Σινουάρ αποφάσισε να εμπλακεί σε πόλεμο με το Ισραήλ βασιζόμενος σε δύο υποθέσεις: «Οτι θα απολάμβανε την υποστήριξη ενός ισχυρού και ενωμένου “άξονα αντίστασης”, δηλαδή ενός αστερισμού φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών, και ότι η αντίδραση του Ισραήλ θα έβαζε φωτιά και θα κινητοποιούσε ολόκληρη την περιοχή».
Τις εν λόγω πεποιθήσεις συμμερίζονταν επίσης πολλοί άραβες, ισραηλινοί και δυτικοί αξιωματούχοι, και είναι αλήθεια πως ο Γιαχία Σινουάρ είχε κάθε λόγο να ποντάρει στη συνδρομή του Ιράν και των αντιπροσώπων του. Επί χρόνια ο Χασάν Νασράλα προωθούσε αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «ενοποίηση των μετώπων»: ο ηγέτης της Χεζμπολάχ θεωρούσε πως οι υποστηριζόμενες από το Ιράν ένοπλες οργανώσεις είχαν σφυρηλατήσει μια ισχυρή συμμαχία, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους κατά του Ισραήλ και των ΗΠΑ. Επειτα από χρόνια μαχών στη Συρία, η σκληραγωγημένη Χεζμπολάχ θα διαδραμάτιζε καίριο ρόλο.
Ωστόσο, όταν ήρθε η ώρα για την εφαρμογή αυτής της ιδέας στην πράξη, ο Νασράλα δίστασε, λαμβάνοντας σίγουρα υπόψη πως η συντριπτική πλειονότητα των Λιβανέζων (περιλαμβανομένων και περίπου των μισών εκ των σιιτών υποστηρικτών/ψηφοφόρων της Χεζμπολάχ) ήταν αντίθετη στην ιδέα για εμπλοκή στον πόλεμο υπέρ της Χαμάς. Ούτε οι Ιρανοί καλοέβλεπαν μια άμεση εμπλοκή της λιβανέζικης οργάνωσης στη σύρραξη. Η κυρίαρχη άποψη ήταν πως το οπλοστάσιο της Χεζμπολάχ έπρεπε να διατηρηθεί ως ασπίδα ενόψει πιθανής ισραηλινής επίθεσης, αντί να χρησιμοποιηθεί για την υποστήριξη της Χαμάς.
Η Χεζμπολάχ έγινε, έτσι, ένας «απρόθυμος σύμμαχος», σχολιάζει ο Economist, με τον ηγέτη της οργάνωσης να καταφεύγει σε ημίμετρα –τουλάχιστον σε σχέση με ό,τι είχε κατά νου ο Γιαχία Σινουάρ–, εξαπολύοντας μια βροχή από πυραύλους μικρού βεληνεκούς, η οποία ερήμωσε μεν ένα τμήμα του βόρειου Ισραήλ αλλά απέτυχε να επιβραδύνει, πόσω μάλλον να τερματίσει, τον πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα. Οταν αξιωματούχοι της Χαμάς συναντήθηκαν με αξιωματούχους της Τεχεράνης, τις εβδομάδες μετά την 7η Οκτωβρίου και το ξέσπασμα του πολέμου, παραπονέθηκαν για την περιορισμένη αντίδραση της Χεζμπολάχ.
Οι αντάρτες Χούθι της Υεμένης ήταν πιο πρόθυμοι να εμπλακούν στον πόλεμο, ωστόσο, λόγω απόστασης, δεν θα μπορούσαν να κάνουν πολλά ώστε να αλλάξουν τα δεδομένα στο πεδίο. Η Χεζμπολάχ θα μπορούσε να απειλήσει να φέρει στα όρια τα συστήματα αεράμυνας του Ισραήλ με πυραύλους μικρού βεληνεκούς και να στείλει επίλεκτες μονάδες της πέρα από τα σύνορα, ενώ οι Χούθι θα μπορούσαν να χτυπήσουν απευθείας το Ισραήλ μόνο με έναν περιορισμένο αριθμό πυραύλων και αργοκίνητων μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
«Το Ιράν και οι αντιπρόσωποί του έπεσαν θύματα της δικής τους προπαγανδιστικής εκστρατείας» κρίνει ο Economist. «Παρά την όλη κουβέντα περί ενότητας, ο “άξονας της αντίστασης” είναι ένα δίκτυο ετερόκλητων πολιτοφυλακών που λειτουργούν από αποτυχημένα ή από υπό κατάρρευση κράτη. Την προηγούμενη χρονιά καταδείχτηκε ότι δεν έχουν κοινά συμφέροντα, ενώ η ικανότητά τους να πολεμούν εξ αποστάσεως είναι περιορισμένη. Αυτό φέρνει το Ιράν σε δύσκολη θέση. Οι πολιτοφυλακές προορίζονταν να πολεμούν για λογαριασμό του – επιτρέποντας στο Ιράν να αποφεύγει την άμεση σύγκρουση με το Ισραήλ. Ωστόσο τώρα η Ισλαμική Δημοκρατία αισθάνεται υποχρεωμένη να εξαπολύει βαλλιστικούς πυραύλους κατά του Ισραήλ για να εκδικηθεί τις επιθέσεις σε αυτές τις πολιτοφυλακές, ένα βήμα που σίγουρα θα προκαλεί ισραηλινά αντίποινα. Η ασπίδα του κατέστη μειονέκτημα».
Οσον αφορά τη δεύτερη υπόθεση στην οποία βασίστηκε ο Γιαχία Σινουάρ ώστε να παρασύρει το Ισραήλ σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, τις πρώτες ημέρες της σύρραξης στη Λωρίδα φαινόταν πως θα μπορούσε να επαληθευθεί.
Στις 17 Οκτωβρίου, γιατροί στη Γάζα δήλωσαν ότι σε αεροπορική επιδρομή των Ισραηλινών είχε πληγεί ένα νοσοκομείο, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 500 άνθρωποι. Μέσα σε λίγες ώρες, όμως, έγινε σαφές ότι ο ισχυρισμός αυτός ήταν ψευδής: το νοσοκομείο επλήγη, κατά πάσα πιθανότητα, κατά λάθος από ρουκέτα της Χαμάς, ενώ ο αριθμός των νεκρών ήταν σημαντικά μικρότερος.
Αλλά η είδηση είχε πυροδοτήσει οργισμένες αντιδράσεις και μεγάλες πορείες και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στην Ιορδανία, στον Λίβανο, στην Τυνησία και στην κατεχόμενη Δυτική Οχθη, ενώ ακόμη και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ο στενότερος σύμμαχος του Ισραήλ στην περιοχή, αισθάνθηκαν την υποχρέωση να καταδικάσουν το περιστατικό. Ξαφνικά επικράτησε η άποψη ότι ολόκληρη η Μέση Ανατολή επρόκειτο να εκραγεί. Αραβες και Δυτικοί διπλωμάτες πέρασαν τη νύχτα ανησυχώντας για την περιφερειακή σταθερότητα, διερωτώμενοι αν θα έπρεπε να αποπειραθούν να συγκρατήσουν το Ισραήλ.
Τελικά, το επόμενο πρωί οι δρόμοι ήταν άδειοι και δεν γέμισαν ποτέ ξανά, ενώ στους επόμενους μήνες σημειώθηκαν αξιοσημείωτα λίγες διαμαρτυρίες οπουδήποτε στον αραβικό κόσμο. Πριν την έναρξη του Ραμαζανιού, τον περασμένο Μάρτιο, μέλη της Χαμάς δήλωσαν ότι ο Γιαχία Σινουάρ ευελπιστούσε στη δημιουργία ενός θρησκευτικού κύματος αγανάκτησης κατά του Ισραήλ, όμως ούτε αυτό συνέβη.
«Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Αραβες έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους για την παλαιστινιακή υπόθεση: η δράση του Ισραήλ στη Γάζα εξακολουθεί να αποτελεί πηγή διάχυτης οργής. Αλλά δεν προκάλεσε την αναταραχή που είχε προκαλέσει τα προηγούμενα χρόνια. Τα αραβικά καθεστώτα έχουν γίνει πιο αδίστακτα όσον αφορά την καταστολή της διαφωνίας και δεν βλέπουν πλέον τις διαδηλώσεις υπέρ της Παλαιστίνης ως χρήσιμη ασφαλιστική βαλβίδα εκτόνωσης της οργής του κοινού.
»Οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκτοπίζουν τον ακτιβισμό στους δρόμους. Επιπλέον, κάποιοι αποστρέφονται μεν τις ενέργειες του Ισραήλ αλλά αδυνατούν να υποστηρίξουν τη Χαμάς, μια ισλαμιστική οργάνωση που υποστηρίζεται από το Ιράν. Κυρίως, όμως, επικρατεί μια βαθιά αίσθηση μοιρολατρίας. Μετά από την τραυματική δεκαετία που ξεκίνησε με την Αραβική Ανοιξη το 2011, οι άνθρωποι είναι πολύ εξαντλημένοι και παραιτημένοι ώστε να διαμαρτυρηθούν για οτιδήποτε» εξηγεί ο Economist.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News