«Χάρη, χάσαμε». Η παράφραση της viral φράσης «Γιώργο, χάσαμε» του Γεράσιμου Αρσένη στον στενό συνεργάτη του, τον Γιώργο Σαπουτζόγλου, ύστερα από εκείνη τη θρυλική ψηφοφορία στην ΚΟ του ΠΑΣΟΚ για τη διαδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου, το μακρινό 1996, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τόσο την ήττα του Χάρη Δούκα όσο και την επικράτηση του Νίκου Ανδρουλάκη απέναντι σε όσους τον αμφισβήτησαν από το ίδιο το βράδυ των ευρωεκλογών.
Η αποτυχία του κ. Δούκα –και όσων τον στήριξαν, που δεν ήταν και λίγοι, ούτε και ανώνυμοι– ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη, παρά την εντατική και ηχηρή προεκλογική καμπάνια που έκανε. Για όσους παρακολουθούν στενά τα τεκταινόμενα στο ΠΑΣΟΚ, οι αμφιβολίες ως προς την αδυναμία της υποψηφιότητάς του ήταν μικρές.
Πρώτον, η υποψηφιότητά του δεν προέκυψε εξαιτίας της εκλογικής επίδοσης (12,9%) που πέτυχε το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής στην κάλπη των ευρωεκλογών. Αυτό, ας μη γελιόμαστε, ήταν το άλλοθι. Η αμφισβήτηση του Νίκου Ανδρουλάκη ετοιμαζόταν μήνες πριν, παράλληλα με την ετοιμασία της υποψηφιότητας Δούκα, και θα εμφανιζόταν ακόμη και αν το ποσοστό στην ευρωκάλπη ήταν μεγαλύτερο. Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο εκδηλώθηκε προκάλεσε αντιδράσεις.
Οι ουδέτεροι ψηφοφόροι της παράταξης το εισέπραξαν ως αμετροέπεια και ματαιοδοξία, ενώ η στελεχική βάση το εξέλαβε ως «πραξικόπημα». Ετσι ενισχύθηκε μια αντι-συσπείρωση υπέρ του Νίκου Ανδρουλάκη. Ο τρόπος του μπασίματος του κ. Δούκα (μόλις λίγους μήνες αφότου ανέλαβε δήμαρχος της πρωτεύουσας) στη διαδικασία έκανε τον απερχόμενο και τελικά επανεκλεγέντα πρόεδρο πιο συμπαθή, ενώ παράλληλα έδωσε το έναυσμα να αυξηθούν οι υποψηφιότητες και να μπει στο παιχνίδι η Αννα Διαμαντοπούλου, η υποψηφιότητα της οποίας άλλαξε τα δεδομένα.
Δεύτερον, το βασικό αφήγημα του κ. Δούκα στον β’ γύρο ήταν: «Να κερδίσουμε στο ΠΑΣΟΚ όπως κερδίσαμε στον Δήμο της Αθήνας τον Κώστα Μπακογιάννη. Με τη συνεργασία πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων από τον ΣΥΡΙΖΑ και την ευρύτερη Κεντροαριστερά», είπε αρχικά και στη συνέχεια το συμπύκνωσε στο «Ενώνουμε δυνάμεις». Πέρα από το γεγονός ότι ο κόσμος θυμόταν πως ήταν περισσότερο ο κ. Μπακογιάννης που έχασε τον Δήμο Αθηναίων και λιγότερο ο κ. Δούκας που τον κέρδισε, το μήνυμα ήταν ασαφές. Δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό τι ακριβώς επεδίωκε ο δήμαρχος πέραν και μόνο από το να νικήσει τον κ. Ανδρουλάκη.
Το κυριότερο όμως ήταν ότι αυτός ο στόχος ήταν σε αντίθεση με τον χαρακτήρα και την ιστορική διαδρομή του ΠΑΣΟΚ τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης. Αρκετοί υποστηρικτές του κ. Δούκα μιλούσαν και μιλούν ακόμη για την ανάγκη να συμπαραταχθεί με άλλες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς (ποιες είναι αυτές, δεν προσδιορίστηκε ποτέ) ώστε να συγκροτηθεί ένας νέος πολιτικός πόλος απέναντι στη ΝΔ.
Κατά συνέπεια έθεσε σε αμφισβήτηση την αυτονομία του ΠΑΣΟΚ, το οποίο από το 1974 έχει κατακτήσει να είναι το ίδιο ο βασικός αντιδεξιός πόλος και να μην έχει συμπληρωματικό ρόλο. Ο κ. Δούκας φάνηκε να μην έχει την πολιτική εμπειρία να το διαχειριστεί, μιλώντας συχνά αντιφατικά. Στο debate, για παράδειγμα, όταν ρωτήθηκε από την Αννα Διαμαντοπούλου ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις, δεν μπόρεσε να απαντήσει. Κατέκρινε μερικές μέρες μετά τον Νίκο Ανδρουλάκη ότι δίνει άφεση αμαρτιών σε πρώην βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (Χρυσόγονος, Κοντονής) ενώ διακήρυττε ότι θέλει να ενώσει τέτοιες δυνάμεις.
Τρίτον, όσοι στήριξαν την υποψηφιότητα Δούκα είχαν διαφορετικές στρατηγικές επιδιώξεις.
Στο επιτελείο του δημάρχου Αθηναίων συνέπραξαν από τη μία στελέχη του ΠΑΣΟΚ με μακρά κομματική διαδρομή και πείρα, στο πλευρό της Φώφης Γεννηματά, τα οποία βρέθηκαν εκτός της Χαριλάου Τρικούπη το 2021 και ήθελαν την ήττα του Νίκου Ανδρουλάκη για να επιστρέψουν.
Μια άλλη ομάδα κομματικών παραγόντων είδαν την υποψηφιότητά του κ. Δούκα ως μαγιά για ένα ευρύτερο σχήμα στην Κεντροαριστεράς, προκαλώντας ισχυρές αντιδράσεις.
Μια τρίτη ομάδα ήταν οργανωτικά στελέχη και βουλευτές που πήγαν απέναντι στον Νίκο Ανδρουλάκη για προσωπικούς λόγους. Οι προσεκτικοί παρατηρητές της προεκλογικής καμπάνιας του δημάρχου Αθηναίων διαπίστωναν αντιφάσεις και ισορροπίες ανάμεσά τους.
Από τη δική του πλευρά ο Νίκος Ανδρουλάκης κατάφερε με την επανεκλογή του να εκθέσει όσους άκομψα τον αμφισβήτησαν. Καθώς αποχώρησαν αρκετά στελέχη του μηχανισμού του και υποστήριξαν τον Χάρη Δούκα, επιχείρησε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του σε μεγάλο βαθμό και το πέτυχε πρωτίστως στην περιφέρεια. Διαπίστωσε εγκαίρως ότι ο άτσαλος τρόπος με τον οποίο αμφισβητήθηκε δεν άρεσε στη βάση και το αντέστρεψε. «Πέντε μονάδες ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ τα δυόμισι χρόνια, για όλα τα άλλα εγώ μόνο φταίω», επαναλάμβανε συνεχώς, ενώ στα περί ευρύτερων συνεργασιών της Κεντροαριστεράς αντέτεινε την αδιαπραγμάτευτη αυτονομία του ΠΑΣΟΚ. Ακύρωσε έτσι τη συζήτηση για την διεύρυνσή του. Αποτέλεσμα όλων αυτών να κόψει πρώτος το νήμα στο α’ γυρο και να αποκτήσει άνετο πλεονέκτημα για τον β’ γύρο, το οποίο τελικά επικυρώθηκε με την επανεκλογή του.
Ολα αυτά εξηγούν γιατί έχασε ο Χάρης και γιατί κέρδισε ο Νίκος. Και από εδώ και πέρα, που είναι το ζητούμενο, τι γίνεται.
Είναι εμφανής σε όλο το κομματικό και κοινωνικό φάσμα της παράταξης η δυσπιστία για το αν ο κ. Ανδρουλάκης θα λάβει το μήνυμα της εσωκομματικής κάλπης και τι θα κάνει. Η αυτοκριτική του διάθεση είναι μια ένδειξη ότι έμαθε από τα λάθη της προηγούμενης θητείας του. Αλλά αυτό δεν φτάνει. Δεν θα πρέπει να κάνει το λάθος του 2008 όταν οι «κηπουροί» πίεζαν τον Γιώργο Παπανδρέου να «σφάξει στο γόνατο» τους Βενιζελικούς, αφού είχε κερδίσει την εκλογή ηγεσίας μετά τη εκλογική ήττα του 2007. Απαιτείται όσο ποτέ ώσμωση όλων.
Η ομιλία του το βράδυ της Κυριακής είχε εμφανή σημεία ενότητας. Εφόσον, λοιπόν, κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση με συγκεκριμένες ενέργειες, θα διαμορφώσει το κατάλληλο κλίμα που θα διευκολύνει την άνοδο του ΠΑΣΟΚ με στόχο να νικήσει τη ΝΔ στις επόμενες εκλογές. Απομένει να το πράξει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News