Στη ζωή υπάρχουν πολλοί λίγοι άνθρωποι που δεν πληρώνουν τα λάθη τους. Είτε γιατί είναι πολύ τυχεροί είτε γιατί είναι πολύ πλούσιοι είτε πολύ όμορφοι ή χαρισματικοί. Αλλά είναι λίγοι. Το ίδιο ισχύει για τους οργανισμούς και βέβαια τα κόμματα. Ελάχιστα αποφεύγουν να περάσουν από το ταμείο των λαθών. Στον ΣΥΡΙΖΑ πίστεψαν πραγματικά ότι ανήκουν σε αυτές τις εξαιρέσεις. Και η αυταπάτη αυτή φαίνεται ότι θα κοστίσει επιπλέον στο κόμμα. Ίσως όχι όσο η ανάδειξη (με την ανοχή και τη στήριξη των ανώτατων κλιμακίων του κόμματος) ενός ουρανοκατέβατου στην ηγεσία του, αλλά ενδεχομένως αρκετά ώστε να του στερήσει τη δυνατότητα να κρατήσει μια αξιοπρεπή θέση στο πολιτικό σκηνικό που θα διαμορφωθεί.
Η πλειοψηφία της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ –και μέσα σε αυτήν η συντριπτική πλειονότητα των έμπειρων πολιτικών στελεχών του– χρειάστηκαν σχεδόν 40 ημέρες για να καταλάβουν ότι η αποπομπή Κασσελάκη από την προεδρία του κόμματος δεν ήταν αρκετή για να αρχίσει μια προσπάθεια σταδιακής αποκατάστασης του ονόματός του. Μέσα σε αυτό το διάστημα, όχι απλά δεν υπήρξε κάποια διαδικασία rebranding του ΣΥΡΙΖΑ –όπως ήταν ο στόχος– αλλά, αντίθετα, το κόμμα έγινε το θέατρο μιας διαρκώς αυξανόμενης γελοιότητας, η οποία προκαλούσε μια γεωμετρικά αυξανόμενη απαξίωση. Το τέλος αυτής της ιστορίας –που δεν έχει γραφτεί ακόμα– θα βρει ίσως το κόμμα με γραφεία, ΜΜΕ και χρηματοδότηση που θα αντιστοιχεί στο 18% του Ιουνίου του 2023, αλλά επίσης θα το βρει και σε ποσοστά που θα το επιστρέφουν στις μέρες του 2009. Στην επόμενη μέτρηση κανείς δεν βάζει το χέρι του στη φωτιά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ευκρινώς πάνω από την ποικιλία κομμάτων που προήλθαν από τις πολιτικές του μεταμορφώσεις και τις αντίστοιχες διασπάσεις μετά το 2015.
Όταν το στελεχιακό δυναμικό που αναφέρεται ως επί το πλείστον στον Αλέξη Τσίπρα, αποφάσισε στις 7 Σεπτεμβρίου ότι είχε αρκετή δύναμη για να ανατρέψει τον Στέφανο Κασσελάκη μέσω της Κεντρικής Επιτροπής, έκανε ταυτόχρονα και μια λάθος εκτίμηση. Ότι μπορούσε να οδηγηθεί σε μια πολιτική εκλογική αναμέτρηση με την πλευρά Κασσελάκη και να την κερδίσει. Η εκτίμηση αυτή υποτιμούσε ωστόσο τον χαρακτήρα του φαινομένου Κασσελάκη. Δηλαδή τη δυνατότητα που έχουν τέτοιου τύπου πολιτευτές να συσπειρώνουν γύρω τους έναν πιστό πυρήνα οπαδών, ο οποίος δεν δεσμεύεται από συμβατικούς πολιτικούς κανόνες. Είναι το είδος των «αντισυστημικών» (προερχόμενων όμως πάντα από τις οικονομικές ελίτ) πολιτευτών που ανθεί σε όλον τον κόσμο μετά την κρίση, αλλά ακόμα περισσότερο μετά την πανδημία.
Το αποτέλεσμα είναι ότι 40 ημέρες μετά, η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ κατέληξε να κάνει αυτό που προσπαθούσε να αποφύγει (τον αποκλεισμό της υποψηφιότητας Κασσελάκη δηλαδή), έχοντας όμως στο μεταξύ δώσει πέντε εβδομάδες στους υποστηρικτές του τέως προέδρου να κάνουν το σόου τους και έχοντας δημιουργήσει την γενική πεποίθηση ότι ο Κασσελάκης θα κέρδιζε την εκλογή εάν κατέβαινε. Κάτι διόλου απίθανο, καθώς θα πρέπει να συνυποολογιστεί και το ποιοι θα ήταν διατεθειμένοι να πάνε και να ψηφίσουν σε μια διαδικασία που έχει μετατραπεί σε ένα ατελείωτο καρναβάλι. Το μεγάλο όπλο τέτοιων πολιτευτών, είναι ότι ευνοούνται πάντα οι ίδιοι από το κλίμα πολιτικής παρωδίας που δημιουργούν.
Σήμερα, στο εσωτερικό της πλειοψηφίας του των κομματικών στελεχών ακούγονται απόψεις σύμφωνα με τις οποίες είναι προτιμότερο η διαδικασία να «παγώσει» τώρα που δεν υπάρχει Κασσελάκης και να υπάρξει μια κοινή προσπάθεια συμμαζέματος και επεξεργασίας θέσεων. Άλλοι, προειδοποιούν ότι το «επεισόδιο Κασσελάκης» δεν τελείωσε ακόμα και θυμίζουν ότι ο πρώην πρόεδρος, όταν κατάλαβε ότι έχει απωλέσει την ανοχή του μηχανισμού, συνήθιζε να απειλεί ευθέως ότι εάν τον «φάνε θα διαλύσει το κόμμα» -συχνά με μεταμεσονύκτια και απρόκλητα μηνύματα που έστελνε σε στέλεχη. Εάν μάλιστα, όπως συζητιέται, η αποκλεισμένη υποψηφιότητα του πρώην προέδρου υποκατασταθεί από μια υποψηφιότητα της Τζάκρη, ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί να υπομείνει ακόμα αρκετά επεισόδια γκροτέσκο αντιπαραθέσεων, όπως αυτές της εβδομάδας που πέρασε.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ωστόσο για το κόμμα που μπόρεσε να συσπειρώσει πριν 13 χρόνια τον κύριο όγκο της δυσφορίας της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στα μνημόνια και την κρίση, είναι ότι όλα αυτά μοιάζουν να μην ενδιαφέρουν πλέον κανέναν -ούτε καν ως πηγή στενοχώριας και νοσταλγικής μελαγχολίας. Αν εξαιρέσει κανείς μερικές δεκάδες μεσηλίκων που μαζεύονται –οι ίδιοι πάντα– έξω από τις συνόδους των Κεντρικών Επιτροπών και φωνάζουν εναντίον της «νομενκλατούρας», η κοινωνία παρακολουθεί εντελώς αδιάφορη τη μετατροπή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε κακόγουστη παράσταση του Δελφιναρίου. Δεν αντιδρά ούτε υπέρ ούτε κατά. Δεν την αφορά. Το πιο θλιβερό δεν είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποσυντίθεται, αλλά ότι αυτό δεν νοιάζει κανέναν.
Και αυτό το τελευταίο αναδεικνύει τη δομική χρεοκοπία του σχεδίου ΣΥΡΙΖΑ και ειδικά της τακτικής Τσίπρα εδώ και μια δεκαετία. Η χρεοκοπία αυτή έχει δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι η απόλυτη αποτυχία του να διεισδύσει σε κοινωνικές οργανώσεις, σωματεία, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, δηλαδή να δημιουργήσει ένα στρώμα στελεχών και μελών που θα ενδιαφερόταν για την επιβίωση του κόμματος και έξω από τα γραφεία του. Και το δεύτερο είναι η ιδέα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε επ’ άπειρον να υπόκειται σε διασπάσεις (κατά κανόνα από τα αριστερά του) χωρίς αυτό να έχει την παραμικρή επίδραση στην λειτουργία του και την παραγωγή ιδεών και γεγονότων.
Με λίγα λόγια, ο Αλέξης Τσίπρας ήταν πεπεισμένος ότι μπορεί να φτιάξει ένα κόμμα απλά γύρω από τον εαυτό του. Όταν στις εκλογές του 2023 η ιδέα αυτή δέχτηκε ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι, κάποιοι θεώρησαν ότι μπορούν να φτιάξουν ένα κόμμα γύρω από κάποιον άλλον, που δεν ήταν καν ο Τσίπρας αλλά κάποιος περαστικός.
Είπαμε: στη ζωή σπάνια δεν πληρώνεις τα λάθη σου. Αλλά όταν προσπαθείς να κάνεις πολιτική χωρίς πολιτική, ακόμα και αυτή η σπανιότητα εξαφανίζεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα υπομείνει το μαρτύριο του Κασσελάκη για μερικές εβδομάδες ακόμα και μετά θα δει αν έχει απομείνει κανείς που εξακολουθεί να θέλει να συνομιλήσει μαζί του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News