Τα πριγκιπόπουλα των παραμυθιών είναι νέα, όμορφα, ζωηρά, και όταν ερωτευτούν θυσιάζουν τα πάντα για την αγάπη τους. Ενα τέτοιο πριγκιπόπουλο, λοιπόν, γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1893 στο Τατόι και πήρε το όνομα Αλέξανδρος.
Ο Αλέξανδρος είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Γεώργιο, που τον περνούσε τρία χρόνια ακριβώς, και μέσα στα επόμενα 12 χρόνια θα αποκτούσε έναν ακόμη αδερφό, τον Παύλο, συν τρεις αδερφές, τη Ελένη, την Ειρήνη και την Αικατερίνη. Ο μπαμπάς του λεγόταν Κωνσταντίνος και η μαμά του Σοφία. Ηταν ο διάδοχος και η πριγκίπισσα διαδόχου του θρόνου, αντίστοιχα – ό,τι δηλαδή είναι σήμερα στο Ηνωμένο Βασίλειο ο Γουίλιαμ και η Kέιτ.
Ο νεαρός Αλέξανδρος ήταν ήπιου χαρακτήρα και πέρα από τη λατρεία του για τα αυτοκίνητα δεν έδειχνε να έχει καμία ιδιαίτερη κλίση. Αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, όπου οι επιδόσεις του ήταν συνήθως μέτριες, ενώ είχε την αντίληψη ότι ένας πρίγκιπας δεν χρειαζόταν ούτε γνώσεις ούτε βιβλία. Γενικά, οι περιγραφές σκιαγραφούν το πορτραίτο ενός ανέμελου playboy της εποχής, λάτρη των γρήγορων αυτοκινήτων.
Το 1912, στα 19 του χρόνια, ο Αλέξανδρος λαμβάνει μέρος στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, στο επιτελείο του πατέρα του. Το επόμενο έτος ο παππούς του και επί μισό αιώνα βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α’ δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη, η οποία μόλις λίγους μήνες νωρίτερα είχε απελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό.
Το πανελλαδικό πένθος διαδέχεται μια γενική ευφορία, καθώς στον θρόνο ανεβαίνει ο πατέρας του Αλέξανδρου, Κωνσταντίνος Α’ ή ΙΒ’, όπως πολλοί επιμένουν να τον προσφωνούν, καθώς στο πρόσωπό του βλέπουν την ενσάρκωση του διαδόχου του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου, του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα.
Την εθνική ομοψυχία της περιόδου των Βαλκανικών Πολέμων διαδέχεται ο αλληλοσπαραγμός του Εθνικού Διχασμού. Μέσα σε δύο μόλις χρόνια περνάμε από το ένα άκρο στο άλλο. Το μίσος και ο φανατισμός περισσεύουν, το ίδιο και οι ακραίες εκδηλώσεις τους.
Ωσπου στις 29 Μαΐου 1917 (π.η.) οι Γάλλοι επιδίδουν τελεσίγραφο στην τότε «κωνσταντινική» κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη, αξιώνοντας άμεση απομάκρυνση του Κωνσταντίνου από τον θρόνο. Και επειδή ούτε τον νόμιμο διάδοχο και πρωτότοκο γιο του, Γεώργιο, εμπιστεύονται, τελικά αποφασίζεται να αναλάβει βασιλιάς ο 24χρονος, ανυποψίαστος και εντελώς απροετοίμαστος δευτερότοκος γιος του, Αλέξανδρος.
Ο Κωνσταντίνος αναχωρεί από την Ελλάδα μαζί με την υπόλοιπη βασιλική οικογένεια, αλλά δεν παραιτείται από τα δικαιώματά του στον θρόνο – ούτε εκείνος ούτε ο Γεώργιος. Πριν φύγει, μάλιστα, φροντίζει να κάνει ξεκάθαρο στον Αλέξανδρο, που μένει πίσω, ποια είναι η θέση του:
- «Το κατάλαβες;» τον ρώτησε ο Κωνσταντίνος
- «Μάλιστα» απάντησε ο Αλέξανδρος
- «Δεν είσαι βασιλεύς, είσαι τοποτηρητής του θρόνου. Το κατάλαβες;»
- «Μάλιστα»
Εξυπακούεται ότι ο μπαμπάς και η μαμά στέλνουν οδηγίες στον Αλέξανδρο από το εξωτερικό για το τι πρέπει να κάνει (πρέπει να συγκρουστεί με τον Βενιζέλο), και φυσικά για να του υπενθυμίζουν ότι ο ίδιος δεν είναι κανονικός βασιλιάς, απλώς κρατάει ζεστό τον θρόνο μέχρι να επιστρέψει ο μπαμπάς.
Οπως ήταν αναμενόμενο, η σχέση του νεαρού Αλέξανδρου με τον Βενιζέλο ξεκινάει εκρηκτικά. Μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης ο Αλέξανδρος θα διηγείτο στον αδελφικό του φίλο και μετέπειτα βιογράφο του Χρήστο Ζαλοκώστα:
- «Τον όρκισα τον Σατανά αλλά δεν του ‘πιασα το χέρι, μόλο που αυτός έκανε την κίνηση να μου δώσει το δικό του καθώς συναντηθήκαμε. Ούτε μετά την ορκωμοσία τον συνεχάρηκα».
«Σατανά» έλεγαν τον Βενιζέλο οι αντιβενιζελικοί από τότε που ξέσπασε ο Εθνικός Διχασμός, και όπως φαίνεται τον είχε υιοθετήσει και η βασιλική οικογένεια. Ο Βενιζέλος, από την πλευρά του, αρχικά αντιμετωπίζει τον Αλέξανδρο με καχυποψία και ψυχρότητα.
Σχετικά σύντομα όμως οι σχέσεις Αλέξανδρου και Βενιζέλου εξομαλύνονται, με αποτέλεσμα οι δυο άνδρες να συνεργαστούν με άκρως αποδοτικό για τα εθνικά συμφέροντα τρόπο. Ο Αλέξανδρος ήδη από τις αρχές του 1918 δίνει το στίγμα της πολιτικής του χειραφέτησης, κάτι που λειτουργεί σωτήρια για την Ελλάδα, μιας και η αγαστή συνεργασία βασιλιά και πρωθυπουργού επιτρέπει να γίνουν θαύματα στην εξωτερική πολιτική.
Το καλοκαίρι του 1920 υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών, που φέρνει για πρώτη φορά το όνειρο της Ελλάδας των Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών τόσο κοντά στην πραγμάτωση. Στις 14 Σεπτεμβρίου (π.η.) στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο γίνεται μια λαμπρή εκδήλωση για τον πανηγυρικό εορτασμό της υπογραφής της Συνθήκης. Για λίγο φαίνεται ότι έχει έρθει επιτέλους η ώρα τα όνειρα του έθνους να γίνουν πραγματικότητα. Κανείς δεν γνωρίζει ότι τα όνειρα του έθνους θα μετατρέπονταν στον χειρότερο εφιάλτη. Ούτε ότι ο νεαρός και υγιέστατος βασιλιάς έχει μπροστά του λιγότερο από ένα μήνα ζωής.
Μόλις τρεις μέρες μετά τη γιορτή στο Καλλιμάρμαρο ο Αλέξανδρος έκανε την πρωινή του βόλτα στους κήπους της βασιλικής κατοικίας στο Τατόι. Ξαφνικά ο αγαπημένος του σκύλος, ο Φριτς, επιτίθεται σε έναν θηλυκό πίθηκο. Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να χωρίσει τα δύο ζώα και ξαφνικά ο αρσενικός πίθηκος, προσπαθώντας να σώσει το ταίρι του, επιτέθηκε στον βασιλιά και τον δάγκωσε σε διάφορα σημεία. Ενα από τα δαγκώματα ήταν στο πόδι, και σύντομα αποδείχθηκε πολύ σοβαρό. Ο Αλέξανδρος ανέβασε υψηλό πυρετό. Σύντομα φάνηκε ότι είχε προκληθεί σηψαιμία. Η λύση του ακρωτηριασμού –που ήταν η μόνη ενδεδειγμένη– απορρίφθηκε, μιας και, όπως φαίνεται, κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη: του ακρωτηριασμού ενός βασιλιά, και μάλιστα μόλις 27 ετών.
Οι μέρες περνούσαν βασανιστικά για τον Αλέξανδρο, ο οποίος υπέφερε όλο και περισσότερο. Η αγαπημένη του σύζυγος, Ασπασία Μάνου, με την οποία είχαν παντρευτεί κρυφά αφού κανείς δεν ενέκρινε τον γάμο τους, βρισκόταν νυχθημερόν στο πλευρό του.
Το πρωί της 12ης Οκτωβρίου 1920 (π.η.), λιγότερο από ένα μήνα δηλαδή μετά το μοιραίο δάγκωμα του πιθήκου, ο ετοιμοθάνατος Αλέξανδρος, λουσμένος στον ιδρώτα του πυρετού, άρχισε να διηγείται ότι είδε στον ύπνο του τον παππού του Γεώργιο Α’, ο οποίος τον καλούσε κοντά του και πως ο ίδιος του αποκρίθηκε ότι θα τον ακολουθούσε, αλλά ήθελε πρώτα να του γνωρίσει την Ασπασία.
Λίγο αργότερα ο βασιλιάς ψέλλισε ότι ήθελε να του φωνάξουν τον Μήτσο, τον οδηγό του. Οταν εκείνος έφτασε, ο Αλέξανδρος τον ρώτησε αν ήταν έτοιμο το αυτοκίνητο. Ο οδηγός του αποκρίθηκε πως ήταν και τότε ο Αλέξανδρος ακούστηκε να λέει με κόπο: «Μήτσο, θα πάμε μακρινό ταξίδι», και κάνοντας μια παύση συμπλήρωσε: «Πάρε εσύ το τιμόνι. Κουράστηκα πια».
Λίγες ώρες αργότερα, νωρίς το απόγευμα εκείνης της ημέρας, ο 27χρονος Αλέξανδρος άφησε την τελευταία του πνοή έχοντας το όνομα της αγαπημένης του Ασπασίας στα χείλη του.
Ο πιστός του οδηγός, συντετριμμένος επαναλάμβανε ξανά και ξανά τα τελευταία λόγια που του είπε ο βασιλιάς: «Θα πάμε, Μήτσο, μακρινό ταξίδι». Μην μπορώντας να διαχειριστεί τον θάνατο του Αλέξανδρου, ο Μήτσος Φουγαλάς πήγε στο σπίτι του και αυτοκτόνησε.
Οταν πέθανε ο Αλέξανδρος η Ασπασία ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος και την 25η Μαρτίου 1921 θα γεννούσε την κόρη τους, στην οποία θα έδινε το όνομα Αλεξάνδρα.
Ο θάνατος του νεαρού βασιλιά, προς τιμήν του οποίου το Δεδέαγατς είχε πάρει το όνομα Αλεξανδρούπολη, βύθισε στο πένθος ολόκληρο το έθνος. Οπως και ο θάνατος του παππού του, Γεωργίου Α’, επτάμισι χρόνια νωρίτερα, συνέβη εντελώς απρόσμενα και τη χειρότερη δυνατή στιγμή. Η επιστροφή του πατέρα του, Κωνσταντίνου, στον θρόνο ήταν πλέον θέμα χρόνου…
Ο νεαρός Αλέξανδρος στάθηκε και με το παραπάνω στο ύψος των εξαιρετικά δύσκολων περιστάσεων που έξαφνα κλήθηκε να διαχειριστεί. Την απειρία του, καθώς και το νεαρό της ηλικίας του, δεν χρειάστηκε ποτέ κανείς να τα επικαλεστεί προκειμένου να δικαιολογηθούν λάθος χειρισμοί του, όπως έγινε με κατοπινούς βασιλείς. Αντίθετα, ο Αλέξανδρος απέδειξε ότι η αγάπη για την πατρίδα και το να τίθεται το καλό της υπεράνω προσωπικών ζητημάτων αρκούν για να αποδειχθεί κανείς κατάλληλος ως αρχηγός κράτους.
Κάθε γωνιά και μία ιστορία. Το podcast της Ελένης Λετώνη
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News