Αφού ξεπεραστεί το σοκ του πρώτου ακούσματος –γεγονός που συμβαίνει μόνο με αυτό το Νομπέλ– οι αναγνώστες θα έχουν όλο τον χρόνο δικό τους για να ανακαλύψουν μία ακόμη σχετικά άγνωστη συγγραφέα, αυτή τη φορά την Χαν Γκανγκ από τη Νότια Κορέα. Οπως κάθε χρονιά, ο καθένας και η καθεμία που ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνία και παίρνουν τα βραβεία τις μετρητοίς περίμεναν να ακούσουν τον «δικό» τους αγαπημένο συγγραφέα σε μια λίστα που χωρά από τον Τόμας Πίντσον και τον Χαρούκι Μουρακάμι έως τη Μάργκαρετ Ατγουντ και την Κινέζα Τσαν Σουέ (εντάξει, φέτος τα στοιχήματα έβαλαν στον ντόρο και την Ερση Σωτηροπούλου – άλλο που δεν θέλαμε να πέσουμε με τα μούτρα στη θετική συνωμοσιολογία).
Για τη Χαν Γκανγκ έχουμε πάρει ήδη μία γεύση από τη «Χορτοφάγο» του 2007 (εκδ. Καστανιώτη, μτφ. Αμαλία Τζιώτη, 2020), μυθιστόρημα που απέσπασε το Διεθνές Μπούκερ μετά την αγγλική μετάφρασή του το 2016. Στο βιβλίο εκείνο πρωταγωνιστούσαν η Γιόνγκ Χιε και ο σύζυγός της. Εκείνος πηγαινοέρχεται δουλοπρεπώς στο γραφείο του. Εκείνη δεν τη χαρακτηρίζει κανένα πάθος, είναι απλώς μια αφοσιωμένη νοικοκυρά. Η μονοτονία τους ανατρέπεται όταν η Γιόνγκ Χιε αποφασίζει μια μέρα να μην ξαναφάει κρέας. Δεν δίνει εξηγήσεις. «Είδα ένα όνειρο», αυτό λέει μόνο. Πρόκειται για μια μικρή ένδειξη ανεξαρτησίας, η οποία όμως μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνη.
Ενας άλλος τίτλος φαίνεται να έχει κοντινότερη σχέση με εμάς: η συλλογή διηγημάτων «Μάθημα ελληνικών» (επίσης από τις εκδ. Καστανιώτη, μτφ. Αμαλία Τζιώτη, 2022), όπου στον τίτλο υπονοούνται τα αρχαία ελληνικά. Η γυναίκα του διηγήματος χάνει κάποια στιγμή την ικανότητα της ομιλίας της. Χωρίς καμία ένδειξη, χωρίς συγκεκριμένη αιτία. Αυτό που την κάνει να αρχίσει και πάλι να μιλά είναι μια λέξη από τα γαλλικά: η «μπιμπλιοτέκ». Η γυναίκα, αφού χωρίσει, στερείται την επιμέλεια του παιδιού της, χάνει ξανά την ομιλία της και αποφασίζει κάποια στιγμή να ασχοληθεί με τα αρχαία ελληνικά. Τότε συναντά έναν καθηγητή, η όραση του οποίου μειώνεται μέρα με τη μέρα.
Εχοντας τα δικά του υπαρξιακά αδιέξοδα, ριζωμένα στο παρελθόν, παρατηρεί προσεκτικά την αμίλητη και αγέλαστη γυναίκα που φοιτά στην Ακαδημία, συγχρόνως όμως, παρά τη συμπόνια του, αισθάνεται τρόμο μπροστά στην αδιαπέραστη σιωπή της. «Σας εξήγησα την προηγούμενη φορά ότι στα αρχαία ελληνικά εκτός από την παθητική και την ενεργητική υπάρχει μια τρίτη φωνή. Σωστά;» ακούγεται ο καθηγητής μέσα στην αίθουσα. «Αυτή η φωνή που ονομάζεται μέση εκφράζει την πράξη που επηρεάζει αυτοπαθώς το υποκείμενο».
Η παράδοση του καθηγητή οδηγεί τη γυναίκα σε μια προσωπική αναδρομή: «Πριν από είκοσι χρόνια, δεν μπορούσε να προβλέψει ότι δεν θα ήταν η μητρική της, αλλά μία άγνωστη, ξένη γλώσσα εκείνη που θα έσπαγε τη σιωπή. Τώρα μαθαίνει αρχαία ελληνικά σε αυτή την ιδιωτική Ακαδημία, επειδή θέλει αυτή τη φορά να επανακτήσει τη γλώσσα με τη δική της θέληση. Σχεδόν αδιαφορεί για τα κείμενα του Πλάτωνα, του Ομήρου ή του Ηροδότου και για τα μετέπειτα κείμενα που γράφτηκαν στην ελληνιστική κοινή, τα οποία οι συμμαθητές της θέλουν να διαβάσουν από το πρωτότυπο. Εάν υπήρχαν μαθήματα βιρμανικών ή σανσκριτικών, που χρησιμοποιούν ακόμη πιο ξένα για εκείνη συστήματα γραφής, θα τα παρακολουθούσε χωρίς δεύτερη σκέψη».
Η μαθήτρια προσπαθεί να επανακτήσει την επαφή με τον κόσμο μέσω μιας άσκησης σιωπής και αυτοανάλυσης. Ουσιαστικά θέλει να ξαναβρεί την επαφή με τη μητρική της γλώσσα μέσα από την ανάγνωση και μελέτη μιας γλώσσας που οι περισσότεροι θεωρούν «νεκρή». «Γράφει πιέζοντας ανάμεσα στα δόντια της εκείνη την αίσθηση που αποκτήθηκε μόνο με τη μνήμη. Διέφθαρται. Μια ψυχρή και συμπαγής λέξη σαν μια κολόνα πάγου. Μια εξαιρετικά αυτόνομη λέξη που δεν περιμένει να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με οποιαδήποτε άλλη λέξη. Μια λέξη που μόνο αφού αποφασίσει κανείς αμετάκλητα την αιτία, το αποτέλεσμα και τη διάθεση, θα μπορέσει στο τέλος να βγει από τα χείλη».
Κι όμως, αυτή η νεκρή γλώσσα, όπως και η ανάλυση του Πλάτωνα, τα μαθήματα ζωής του Σωκράτη και λέξεις που καταφτάνουν αιφνιδιαστικά από την αρχαιοελληνική γραμματεία, είναι όσα δίνουν καινούργιο νόημα στην απογοητευμένη γυναίκα. Κανείς δεν είπε φυσικά ότι το μονοπάτι θα είναι εύκολο ή ότι τα τραύματα θα επουλωθούν γρήγορα. Είναι κάτι που φροντίζει να το υπενθυμίσει η ίδια η Χαν Γκανγκ μέσα στο διήγημα επιλέγοντας μία πλατωνική ρήση:
«Δύσβατός γέ τις ο τόπος φαίνεται καὶ επίσκιος· εστι γουν σκοτεινὸς καὶ δυσδιερεύνητος: Αυτό είναι ένα μέρος όπου είναι δύσκολο να περπατήσεις προς οποιαδήποτε κατεύθυνση· επειδή παντού είναι σκοτεινά, είναι δύσκολο να βρεις κάτι. Σκύβει το κεφάλι της στο ανοιχτό βιβλίο που βρίσκεται πάνω στο θρανίο. Είναι ένα παχύ βιβλίο που επιτρέπει στον αναγνώστη να διαβάσει και να συγκρίνει το πρωτότυπο κείμενο με την κορεατική μετάφραση του πρώτου μισού της Πολιτείας του Πλάτωνα. Σταγόνες ιδρώτα κυλούν στους κροτάφους της και στάζουν πάνω στις ελληνικές προτάσεις».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News