Πόσες πιθανότητες έχεις, στην επιστροφή σου από έξοδο το Σάββατο, να περάσεις από Βασιλέως Κωνσταντίνου την ώρα που τελειώνει μια μεγάλη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο; Αν είσαι όπως εγώ, που δεν το έχω πια και πολύ με τις συναυλίες και δεν ενημερώνομαι για αυτές, είσαι χαμένος από χέρι. Θα βρεθείς στο αμάξι βραδιάτικα να προχωράς σημειωτόν, επειδή επέλεξες αυτή τη διαδρομή και όχι την άλλη.
«Ποιος μάζεψε τόσο κόσμο στο Καλλιμάρμαρο;», αναρωτιόμουν βλέποντας μιλιούνια να περπατούν στα πεζοδρόμια εκατέρωθεν. Προσπαθούσα από τα ντυσίματα και τον μέσο όρο ηλικίας να καταλάβω ποιανού η συναυλία πρόσθεσε στο Σαββατόβραδό μου μια ώρα βασανιστικού μποτιλιαρίσματος. Ηταν τόσο ετερόκλητα τα στυλ των ανθρώπων και το εύρος ηλικίας τόσο μεγάλο, που πραγματικά δυσκολευόμουν να καταλήξω σε ένα όνομα. Από Baby Boomers μέχρι Gen Alpha και από κοστούμι και ταγιέρ μέχρι παγιέτα και φόρμα, η πορεία εξόδου από τη συναυλία είχε μέσα της τα πάντα όλα.
Κάποια στιγμή δεν άντεξα, γκούγκλαρα «Αννα Βίσση». Λοιπόν, 40.000 θεατές χωράει το στάδιο; 50.000; Κάπου εκεί. Το γέμισε, φούλαρε ένα Καλλιμάρμαρο. Είναι δυνατόν να μαζέψει τόσο κόσμο η Βίσση σε μια συναυλία, η επόμενη απορία μου. Είχα άπλετο χρόνο στο τιμόνι για να το φιλοσοφήσω.
Το ότι ο Ελληνας έχει στο αίμα του τα μπουζούκια είναι μια εξήγηση, αλλά δεν είναι αρκετή για να δικαιολογήσει τη λαοθάλασσα ανθρώπων κάθε γενιάς, αισθητικής και στάτους που είδα να βγαίνει από το Καλλιμάρμαρο το βράδυ του Σαββάτου, κολλημένη στην κίνηση. Δεν πλήρωσαν όλοι αυτοί εισιτήριο γιατί, απλώς, ήθελαν να ζήσουν την πίστα και σε αρχαιοπρεπές στάδιο. Προφανώς, είναι κάτι άλλο, πιο βαθύ και πιο μεγάλο, που λέει και ο στίχος του ποιητή, το οποίο τους παρακινεί και τους συγκεντρώνει κάτω από μια συναυλιακή εξέδρα.
Πολύ λίγοι καλλιτέχνες το πετυχαίνουν αυτό, να φέρνουν κυριολεκτικά όλη την Ελλάδα μπροστά τους και να την κάνουν να πάλλεται μαζί τους. Προϋποθέτει ένα ταλέντο που λιγότερο έχει να κάνει με το πόσο καλή είναι η φωνή και τα τραγούδια, όχι βέβαια ότι δεν παίζουν και αυτά τον ρόλο τους. Περισσότερο, όμως, μετράει ο τρόπος που ένας ερμηνευτής στέκεται μεταξύ της μουσικής και του αποδέκτη της, σαν ένα όχημα που μεταφέρει ενέργεια και συναισθήματα μέσα από τον ήχο. Αλλοι σού τα μεταφέρουν χλιαρά και άλλοι στη διαπασών.
Και είναι και ένας συνδυασμός διασκέδασης και ψυχαγωγίας, ξεδόματος και μυσταγωγίας, ακουστικής και ψυχικής διέγερσης, ανάτασης και συγκίνησης. Μια μείξη παλιού και νέου, ελαφριού και ποιοτικού, μοντέρνου και πιο κλασικού, επιφανειακού και ουσιαστικού. Μια συνταγή ταιριάσματος, που κατάλαβα ότι την έχει πετύχει η Αννα Βίσση το βράδυ του Σαββάτου, ακινητοποιημένη από τη μεγάλη έξοδο του τόσο ετερόκλητου κοινού της.
Στην πενηντάχρονη πορεία της έχει περάσει από πολλά μονοπάτια. Ξεκίνησε τραγουδώντας σημαντικούς συνθέτες, όπως Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Κουγιουμτζή, Γιάννη Σπανό κ.τ.λ. Στη δεκαετία του 1980 μεταπήδησε σε πιο λαϊκούς και ποπ δρόμους μαζί με τον Νίκο Καρβέλα, στις μουσικές του οποίου εμπιστεύτηκε έκτοτε τη φωνή της. Και μετά, ήρθαν οι πίστες, τα μεγάλα σόου στα κέντρα της ελληνικής νύχτας των γαριφάλων και των μπουζουκιών, στα οποία η Βίσση ήταν από τις πρώτες διδάξασες.
Επικρίθηκε για τις μετέπειτα επιλογές της, η κατεύθυνσή της σε πιο εμπορικές τροχιές απογοήτευσε ένα μέρος του κοινού της. Ξέπεσε στα σκυλάδικα, αδίκησε τον εαυτό της, ήταν για περισσότερα, είπαν, και αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, η καλλιτεχνική στόφα της θα μπορούσε να σηκώσει και ένα πιο ποιοτικό φορτίο, αν το ήθελε και η ίδια. Οχι ότι δεν έχει πει ωραία τραγούδια και από τα 90s και μετά, αλλά σίγουρα θα μπορούσε να πει και καλύτερα, χτίζοντας ίσως μια καριέρα που δεν θα έφερε τη ρετσινιά του σκυλάδικου.
Βέβαια, κανείς δεν ξέρει τι θα έκανε εκείνο το κορίτσι που τραγουδούσε «Το παλικάρι» του Χατζηνάσιου αν είχε συνεχίσει στον ίδιο δρόμο και δεν είχε πάρει αυτόν που τελικά ακολούθησε. Το μόνο που μπορείς να πεις είναι ότι κατάφερε να φτάσει ως εδώ κρατώντας μια αυθεντικότητα. Και φαίνεται ότι έχει και μια πηγαία αγάπη για την τέχνη της που μπορεί να τη μεταμορφώνει επί σκηνής σε ένα όχημα στο οποίο πολλοί θέλουν να επιβιβαστούν.
Και να τη, λοιπόν, στο Καλλιμάρμαρο. Η Αννα Βίσση. Εχοντας μπροστά της ένα πλήθος να την αγαπά και να την παραδέχεται. Κυρίως, να την απολαμβάνει. Και να φωνάζει: «Οσα έχω ζήσει τα έχει πει η Βίσση». Οι υπόλοιποι βέβαια ζήσαμε μια κόλαση στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News