Η 20ή Ιουλίου 1974 είναι μία από τις πιο «μαύρες» μέρες της ιστορίας του Ελληνισμού. Μισόν αιώνα μετά από εκείνη την αποφράδα μέρα, η τραγωδία της Κύπρου εξακολουθεί να πληγώνει και να θυμώνει. Διότι δεν είναι μόνο το όνειρο της Ένωσης με την μητέρα πατρίδα που πνίγηκε στο αίμα το καλοκαίρι του 1974 – είναι οι νεκροί, οι αγνοούμενοι, η παράνομη κατοχή. Και βέβαια είναι όλοι εκείνοι που έγιναν πρόσφυγες μέσα στο ίδιο τους το νησί.
Φέτος, η συμπλήρωση 50 χρόνων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο έγινε αφορμή για να θυμηθούμε όσα – και να θέλαμε – δεν μπορούμε να ξεχάσουμε. Ο χρόνος είναι γιατρός, αλλά η μνήμη είναι πιο ισχυρή.
Πολύ πριν από την τραγωδία του 1974 όμως είχε προηγηθεί μια άλλη προδοσία της Κύπρου, η οποία καθώς φαίνεται, έχει μπει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Ή μάλλον, πιο σωστά, ή δεν την γνωρίζουμε ή την περνάμε στο ντούκου.
Το φθινόπωρο του 1915, με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εν εξελίξει, στην Ελλάδα η διαφωνία του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο σχετικά με την είσοδο ή όχι της χώρας στον πόλεμο είχε γεννήσει τον Εθνικό Διχασμό. Εκείνη τη χρονιά ο Βενιζέλος παραιτήθηκε δύο φορές – μία τον Φεβρουάριο και μία τον Σεπτέμβριο. Τη δεύτερη φορά, για να είμαστε ακριβείς, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Η πεισματική άρνηση του βασιλιά Κωνσταντίνου να πολεμήσουμε εναντίον της Γερμανίας δεν άφηνε περιθώρια συνεργασίας με τον Βενιζέλο, ο οποίος ήταν πεπεισμένος ότι η θέση της Ελλάδας ήταν στο πλευρό των δυνάμεων της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Αντάντ).
Μετά τη δεύτερη παραίτηση Βενιζέλου στα τέλη Σεπτεμβρίου 1915, ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Εν τω μεταξύ, ο βόρειος γείτονάς μας, η Σερβία, πολεμούσε με Γερμανούς και Αυστριακούς. Η Ελλάδα, παρόλο που έχει υπογράψει συνθήκη αμυντικής συμμαχίας με τη Σερβία, αρνιόταν να την εφαρμόσει και να στείλει τον οφειλόμενο στρατό. Όταν όμως στις αρχές Σεπτεμβρίου η Βουλγαρία, σύμμαχος των Κεντρικών Δυνάμεων, κήρυξε επιστράτευση, η Ελλάδα αναγκάστηκε να κάνει κι εκείνη το ίδιο.
Η επικείμενη επίθεση της Βουλγαρίας εναντίον της Σερβίας, όπως είναι εύκολα αντιληπτό, δεν θα σταματούσε εκεί. Η δημιουργία μιας μεγάλης και ισχυρής Βουλγαρίας στα Βαλκάνια θα είχε ως άμεση συνέπεια η Βουλγαρία να στραφεί και εναντίον της χώρας μας προκειμένου να πετύχει τους δεδηλωμένους στόχους της: την κατάληψη της ελληνικής Μακεδονίας – και ειδικά της Θεσσαλονίκης.
Αυτό όμως δε φάνηκε να προβληματίζει τον βασιλέα και τους αντιβενιζελικούς. Το να μην μπούμε στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας ήταν αυτό που μετρούσε πάνω απ’ όλα. Ο Κωνσταντίνος είχε πει μάλιστα ρητά στον Βενιζέλο ότι εφόσον η Βουλγαρία πολεμούσε στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας), εκείνος δεν ήθελε να βοηθήσει η Ελλάδα τη Σερβία, παρά την υφιστάμενη συμμαχική υποχρέωση.
Είχε πει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος: «Η Γερμανία θα νικήσει κι εγώ δεν θέλω να ηττηθώ από τους Γερμανούς». Επικαλέστηκε μάλιστα την ευθύνη του απέναντι στον Θεό, με τον Βενιζέλο να του απαντά: «Δεν σας έφερε ο Θεός, Μεγαλειότατε, εις την Ελλάδα! Ήλθατε από τον πατέρα σας, ο οποίος εξελέγη Βασιλεύς δια της ψήφου των Ελλήνων», θυμίζοντας ότι ο Γεώργιος ο Α΄ είχε εκλεγεί Βασιλεύς των Ελλήνων από την Β΄ Εθνοσυνέλευση το 1863.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1915 οι Αγγλογάλλοι, που δεν ήθελαν να περάσουν τα Βαλκάνια στα χέρια των Κεντρικών Δυνάμεων, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πείσουν την Ελλάδα να βοηθήσει τη Σερβία. Εν τω μεταξύ, μην ξεχνάμε ότι η παροχή στρατιωτικής βοήθειας προς τους Σέρβους δεν ήταν μόνο θέμα τήρησης της υφιστάμενης συμμαχικής υποχρέωσης, αλλά και προς το συμφέρον της Ελλάδας.
Στις 3 Οκτωβρίου (π.η.) η Μεγάλη Βρετανία πρόσφερε την Κύπρο στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα για την παροχή βοήθειας στην Σερβία. Το τηλεγράφημα που απέστειλε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Γκρέυ και διάβασε στον διορισμένο βασιλικό πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη ο Βρετανός πρεσβευτής Έλλιοτ έλεγε :
«Σήμερον όταν η Σερβία υπέστη επίθεσιν παρά της Βουλγαρίας, εάν η Ελλάς θελήση να έλθη εις βοήθειάν της, η Κυβέρνησις της Α. Μεγαλειότητος της Μεγάλης Βρετανίας είναι πρόθυμος να παραχωρήση την νήσον Κύπρον εις την Ελλάδα. Εάν η Ελλάς ενωθή μετά των συμμάχων χωρίς περιορισμούς, θα συμμετάσχη φυσικώς μαζί των εις τα πλεονεκτήματα άτινα θα πραγματοποιηθούν κατά το τέλος του πολέμου. Η παραχώρησις όμως της Κύπρου γίνεται υπό της Αγγλικής Κυβερνήσεως ανεξαρτήτως από την άποψιν ταύτην (την έκβασιν του πολέμου) και υπό μόνον τον όρον ότι η Ελλάδα θα δώση δια του στρατού της πλήρη και άμεσον την υποστήριξίν της εις την Σερβίαν».
Ποιος νοήμων άνθρωπος μπορεί να διανοηθεί ότι, αντί να “αρπάξουμε απ’ τα μαλλιά” αυτή τη μοναδική και – όπως απέδειξε η Ιστορία – ανεπανάληπτη ευκαιρία για άμεση Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με τον όρο απλά να τηρήσουμε τις συμμαχικές μας υποχρεώσεις, που ήταν και προς όφελος της χώρας μας, θα απαντούσαμε: «Ευχαριστούμε αλλά μισό λεπτό να το συζητήσουμε…»
Για να απαντήσουμε τελικά στις 8 Οκτωβρίου, δια στόματος του πρεσβευτή μας στο Λονδίνο Γενναδίου ότι απορρίπτουμε την προσφορά της Κύπρου διότι «η προς την Σερβίαν βοήθεια της Ελλάδος θα ήτο εντελώς ματαία υπό τας παρούσας συνθήκας».
Λογικό. Τίποτα δε μετρούσε μπροστά στο να μην πολεμήσουμε εναντίον της Γερμανίας και του Κάιζερ. Ούτε η Κύπρος, που μας την πρόσφεραν «στο πιάτο» οι Άγγλοι. Ούτε η Δυτική Θράκη, που την παραχώρησή της στην Ελλάδα την υποστήριζαν και οι Ρώσοι, εις βάρος των Βουλγάρων. Ούτε η Δοϊράνη, η Γευγελή και το Μοναστήρι, που τα πρόσφερε η ίδια η Σερβία στην Ελλάδα. Δεν ξεχνάμε βέβαια πόσο εκόπτετο για το Μοναστήρι ακριβώς τρία χρόνια νωρίτερα ο τότε Διάδοχος Κωνσταντίνος, όταν ήταν έτοιμος να θυσιάσει τη Θεσσαλονίκη στους Βουλγάρους για το Μοναστήρι. Τώρα όμως η απάντησή του ήταν ότι αυτή η ενέργεια θα παρέσυρε την Ελλάδα στον πόλεμο…
Για να προσαρτηθεί η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα χρειάστηκε βέβαια να μπούμε τελικά στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Γευγελή, η Δοϊράνη και το Μοναστήρι, όπως ξέρουμε, αποτελούν σήμερα πόλεις της Βόρειας Μακεδονίας. Όσο για την Κύπρο…
Άραγε ντράπηκαν ποτέ για την προδοσία της Κύπρου; Ή έστω, το κατάλαβαν; Ή η τυφλή αφοσίωση του Κωνσταντίνου Α΄ στη Γερμανία δεν άφηνε κανένα περιθώριο ούτε για λογική ούτε για τσίπα;
Κάθε γωνιά μια ιστορία, το podcast της Ελένης Λετώνη
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News