Η τηλεόραση βγαίνει φέτος από την τροχιά των σίριαλ εποχής, στην οποία επί χρόνια περιστρεφόταν, και στρέφει την πυξίδα της σε άλλα είδη μυθοπλασίας. Αυτό είναι καλό, γιατί υπήρχε μια υπερπροσφορά παρελθόντος, που δεν αποτυπωνόταν πάντα με τον ιδανικό τρόπο.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να αποδώσεις παλαιότερες εποχές στην οθόνη. Αλλά είναι ακριβώς αυτό που μαγεύει τον θεατή σε μια σειρά ή ταινία εποχής: η ατμόσφαιρα του αλλοτινού που βγάζει και η πιστότητα του θεάματος με τον τόπο και τον χρόνο όπου έχει τοποθετηθεί. Το σίγουρο είναι ότι για να πειστεί ο θεατής, και κυρίως για να απολαύσει, δεν αρκούν μερικά βίντατζ ρούχα, έπιπλα και αντικείμενα, αλλά μια ολοκληρωμένη αισθητικά εικόνα, που θα περιλαμβάνει αστικό τοπίο και αρκετά στοιχεία τής τότε κοινωνίας.
Οι περισσότερες ελληνικές σειρές που παρακολουθήσαμε όλα αυτά τα χρόνια καθορίστηκαν από αυτή τη δυσκολία, που σταδιακά μετετράπη σε αδυναμία. Γιατί η διαμόρφωση ενός άρτιου πλάνου εποχής δεν μπορούσε να επιτευχθεί, για διάφορους λόγους που αποτελούν μόνιμα αγκάθια στις προσπάθειες των ελλήνων δημιουργών μυθοπλασίας.
Θα περίμενε κανείς ότι και το «Grand Hotel», η νέα σειρά του ΑΝΤ1 που έκανε πρεμιέρα αυτή την εβδομάδα, θα είναι μια ακόμα, αν όχι αποτυχημένη, αλλά ημιπετυχημένη απόπειρα απόδοσης του περασμένου χωροχρόνου. Το πρώτο επεισόδιο, ωστόσο, έδωσε μια ελπίδα ότι εδώ ο τηλεθεατής θα μυρίσει και θα γευτεί την εποχή περισσότερο.
Η σειρά μας μεταφέρει στο 1925 και η υπόθεσή της περιπλέκεται γύρω από την εξαφάνιση μιας καμαριέρας σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο της Κηφισιάς. Πρόκειται για ένα ισπανικό φορμάτ, με επιτυχημένη πορεία στο Netflix, το οποίο προσαρμόστηκε στην ελληνική πραγματικότητα, αντλώντας από την ιστορία μας ένα καθοριστικό κομμάτι. Είμαστε μόλις τρία χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και μέσα από την υπόθεση μυστηρίου και ίντριγκας, θα δούμε και τα ζητήματα της κοινωνίας τού τότε, τις ανισότητες κ.τ.λ.
Η σκηνογραφία είναι φυσικά από τα πρώτα που παρατηρείς σε μια τέτοια σειρά. Την επιμελήθηκε ο Αντώνης Χαλκιάς, ένας έμπειρος σκηνογράφος, δημιουργώντας την εικόνα ενός πολυτελούς ξενοδοχείου. Μοιάζει τόσο αληθινό και είναι τόσο προσεγμένο στις λεπτομέρειες το σκηνικό, που γέννησε το ενδιαφέρον πριν από την πρώτη προβολή της σειράς και δεν είναι τυχαίο που έγιναν και αρκετά ρεπορτάζ ξενάγησης εντός του.
Πέρα από τον εσωτερικό χώρο, όμως, ο οποίος μπορεί να δημιουργηθεί εκ του μηδενός από έναν καλό σκηνογράφο, υπάρχει ένα αστικό σκηνικό που συμπληρώνει την αίσθηση της εποχής. Αν η σειρά διαδραματίζεται σε πόλη, θέλεις κτίρια, αμάξια, γειτονιές, μαγαζιά κ.τ.λ. Θέλεις έξωθεν αστική μαρτυρία. Δεν είναι καθόλου απλό να την έχεις, σε μια Ελλάδα που έχει αφήσει την αστική κληρονομιά της να ρημάξει ή την έχει καταστρέψει για να φτιάξει στη θέση της πολυκατοικίες.
Η έλλειψη αστικού τοπίου εποχής είναι τεράστιο πρόβλημα για την ελληνική μυθοπλασία και ένας λόγος που οι δημιουργοί κλείνουν τις πλοκές σε τέσσερις τοίχους. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τα χαμηλά μπάτζετ των ελληνικών παραγωγών, αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος του προβλήματος, που μεταφράζεται σε μια χλιαρή εικόνα, η οποία δεν φέρει επάνω της όσα θα έπρεπε για να πείσει όποιον παρακολουθεί.
Το «Grand Hotel» προσθέτει δόσεις αστικού τοπίου στην εικόνα του, με απόλυτα πειστικό τρόπο. Δεν είναι πολλές, αλλά είναι αρκετές για να βγει η ατμόσφαιρα και η έξωθεν αστική μαρτυρία. Βλέπεις την Αθήνα του 1925, και στο εσωτερικό σκηνικό και στα εξωτερικά πλάνα. Ασφαλώς, είμαστε ακόμα στην αρχή και με δεδομένο ότι πρόκειται για μια (σχεδόν) καθημερινή σειρά, η οποία θα τρέχει από Δευτέρα ως Πέμπτη, καταλαβαίνει κανείς ότι δεν θα είναι καθόλου εύκολο το στοίχημα.
Η αρχή, όμως, είναι το ήμισυ του παντός. Και το σίγουρο είναι ότι το «Grand Hotel» μπήκε στη μικρή οθόνη δυναμικά, κερδίζοντας από το πρώτο επεισόδιο, όχι απλώς τις εντυπώσεις, αλλά μια θετική κριτική για το σύνολο της παραγωγής, που φάνηκε ότι θέλει να κερδίσει το στοίχημα. Οι πιθανότητες να το καταφέρει είναι αρκετές, και ίσως μιλάμε για το επόμενο τηλεοπτικό κόλλημα του Ελληνα, μετά τις «Αγριες Μέλισσες».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News