Ο Κρις Γουάιλντινγκ εξακολουθεί να είναι ένας ντροπαλός άνθρωπος καθώς πλησιάζει στα εβδομήντα, όπως ακριβώς ήταν ντροπαλός και όταν ήταν μικρός. Ντρεπόταν, για παράδειγμα, κάθε φορά που η μητέρα του επρόκειτο να πάει στο σχολείο του για να συναντήσει τους δασκάλους του. Επρόκειτο για σημαντικό γεγονός και όλοι μιλούσαν για αυτό τόσο πριν όσο και μετά. Ηταν πάντα ντυμένη και χτενισμένη στην τρίχα με τις γούνες της και τα κοσμήματά της. Ηταν επίσης υπερβολικά διάσημη και σκανδαλωδώς σέξι αλλά για εκείνον δεν ήταν η θρυλική, ήδη όσο βρισκόταν στη ζωή, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, ήταν απλώς η μητέρα του.
Η Τέιλορ ήταν τότε η πιο γνωστή ηθοποιός στον κόσμο, έχοντας καταστεί παγκόσμια διασημότητα μόλις στα 12 της χρόνια, αφού πρωταγωνίστησε στην ταινία «National Velvet» του 1944. Εως τα 35 είχε κερδίσει δύο Οσκαρ, το πρώτο για τον ρόλο της ελευθερίων ηθών Γκλόρια Γουοντρόους στην ταινία «Butterfield 8» («Ζήσαμε στην Αμαρτία») του 1960, και στη συνέχεια, έξι χρόνια αργότερα, για την εξαιρετική της ερμηνεία ως Μάρθα στο έργο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;».
Υπήρξε ζευγάρι με έναν από τους πιο γνωστούς ηθοποιούς στον κόσμο, τον Ρίτσαρντ Μπάρτον ενώ μαζί αποτέλεσαν ένα από τα πιο διάσημα ζευγάρια του Χόλιγουντ. Συνολικά στη ζωή της είχε επτά συζύγους, έναν εκ των οποίων, γνώρισε σε κέντρο αποτοξίνωσης ενώ παντρεύτηκε οκτώ φορές, δύο με τον διάσημο ουαλό ηθοποιό. Υπήρξε επίσης μητέρα τεσσάρων παιδιών.
Στο απόγειο της δόξας της χαρακτηριζόταν ως η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο, ζητούσε και λάμβανε τις υψηλότερες αμοιβές και απαιτούσε την απόλυτη προσοχή. «Ακόμη και στην εποχή της Τέιλορ Σουίφτ και της Μπιγιονσέ είναι δύσκολο να φανταστούμε πόσο τεράστια υπήρξε η Τέιλορ», γράφει χαρακτηριστικά ο Σάιμον Χατενστόουν του Guardian. Συνομιλώντας μαζί του ο Κρις Γουάιλντινγκ σημείωσε πως οι φωτογράφοι ξημεροβραδιάζονταν συνεχώς έξω από το σπίτι τους ενώ κάθε φορά που περνούσε από σημεία πώλησης εφημερίδων και περιοδικών έβλεπε σχεδόν πάντα τη μητέρα του σε εξώφυλλα και πρωτοσέλιδα και συχνά με σκανδαλώδεις τίτλους. «Υπήρχε πλήθος κόσμου, όπου και εάν πήγαινε, ένας σωρός φωτογράφοι να την ακολουθούν, άνθρωποι να μένουν αποσβολωμένοι», είπε, σημειώνοντας, μάλιστα, πως «ήταν απαίσια, σε κανέναν μας δεν άρεσε αυτό».
Ανέφερε επίσης ότι η μητέρα του αρχικά έγινε διάσημη, «επειδή ήταν εξαιρετικά όμορφη. Νομίζω ότι η ομορφιά της τη βοήθησε κυρίως να εξασφαλίσει ότι θα είχε συνεχώς δουλειά, αλλά νομίζω ότι την εμπόδισε επίσης, καθώς δεν την έπαιρναν στα σοβαρά ως ηθοποιό ή όσο σοβαρά της άξιζε, επειδή ήταν τόσο όμορφη. Ο κόσμος θεωρούσε πως έπαιρνε τις δουλειές μόνο και μόνο επειδή ήταν όμορφη, όχι γιατί ήταν καλή ηθοποιός». Η Τέιλορ άρχισε να έχει αυτοπεποίθηση μόνο μετά από την εξαιρετική ερμηνεία ως «Μάρθα» στην ταινία «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ». «Επρεπε να υποδύεται ως πολύ μεγαλύτερη και να φαίνεται επίσης μεγαλύτερη και το έκανε πολύ καλά. Για μένα αυτή η ερμηνεία ήταν το αποκορύφωμα του ταλέντου της στην υποκριτική», είπε ο γιος της. Απόλαυσε την καριέρα της; «Σε γενικές γραμμές ναι. Εάν δεν το απολάμβανε θα είχε αποσυρθεί, απάντησε ο γιος της.
Ο Κρις Γουάιλντινγκ σήμερα ζει σε μια μικρή πόλη της Καλιφόρνια ενώ πρόσφατα βγήκε στη σύνταξη, έχοντας εργαστεί στη βιομηχανία του κινηματογράφου, τα τελευταία χρόνια ως ένας «άσημος» μοντέρ. «Είμαι εσωστρεφής και αυτό που μου άρεσε ήταν ότι σου έδιναν οδηγίες για τη δουλειά και σε άφηναν μόνο για να την κάνεις», είπε.
Σημειώνοντας ο δημοσιογράφος του Guardian πως η μητέρα του ήταν μάλλον εξωστρεφής, αναγνώρισε, φυσικά, πως υπήρξε αναμφίβολα «μεγαλύτερη από τη ζωή», μια «προσωπικότητα πρώτης τάξεως», αλλά είχε και μια άλλη πλευρά. «Η μητέρα μου ήταν σύνθετος άνθρωπος με λεπτά στοιχεία. Δεν αναζητούσε την προσοχή. Δεν ήταν πάντα υπ’ ατμόν, οπότε θα έλεγα πως δεν ήταν εξωστρεφής».
Αφορμή για να μιλήσει στον Guardian o Κρις Γουάιλντινγκ, ο δεύτερος γιος που απέκτησε η Τέιλορ στο πλαίσιο του γάμου της με τον βρετανό ηθοποιό Μάικλ Γουάιλντινγκ, αποτέλεσε το «Elizabeth Taylor: Rebel Superstar», ένα νέο ντοκιμαντέρ τριών μερών του BBC που αφηγείται τη ζωή της μητέρας του με υπέροχα vintage πλάνα και σπάνιες συνεντεύξεις της ενώ κοντινοί της άνθρωποι εξηγούν τι την έκανε να ξεχωρίζει μέχρι το τέλος. Μεταξύ άλλων στο ντοκιμαντέρ μιλούν για αυτήν η Πάρις Τζάκσον, κόρη του Μάικλ Τζάκσον και βαφτισιμιά της Τέιλορ, ο πρώην εραστής της Τζορτζ Χάμιλτον, η Τζόαν Κόλινς, η Σάρον Στόουν καθώς και η Κιμ Καρντάσιαν. Ωστόσο μια από τις πιο αποκαλυπτικές φωνές είναι εκείνη του γιου της, ο οποίος έχει σίγουρα πολλά να πει για τον πολυκύμαντο βίο της μητέρας του, δεδομένο ότι όταν τον έφερε στον κόσμο ήταν μόλις 23 ετών.
Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ γεννήθηκε το 1932 στο Λονδίνο από αμερικανούς γονείς και η οικογένεια μετακόμισε στην Καλιφόρνια το 1939 λόγω της επικείμενης απειλής πολέμου στην Ευρώπη. Ο πατέρας της, ονόματι Φράνσις, ήταν έμπορος έργων τέχνης. Η μητέρα της, ονόματι Σάρα, ήταν ηθοποιός και αποφασισμένη ότι η Ελίζαμπεθ θα ακολουθούσε τα βήματά της. Στην ηλικία των εννέα ετών η Τέιλορ είχε ήδη υπογράψει συμβόλαιο με την Universal Studios και μετά από μερικούς δευτερεύοντες ρόλους πήρε μεταγραφή στην MGM, όπου πέρασε από οντισιόν για την ταινία «National Velvet», διεκδικώντας τον ρόλο της «Βέλβετ Μπράουν», του 12χρονου κοριτσιού που ονειρευόταν να λάβει μέρος και να κερδίσει έναν διάσημο ιππικό αγώνα αποκλειστικά για άντρες.
Της είπαν ότι θα έπαιρνε τον ρόλο εάν ήταν ψηλότερη, οπότε εκείνη επέστρεψε στο σπίτι της και βάλθηκε να ψηλώσει. Αρχισε να κρεμιέται από τις πόρτες ενώ για κάποιο διάστημα έτρωγε αποκλειστικά κρέας για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό, καταφέρνοντας, τελικά, να κερδίσει τρεις πόντους μέσα σε τρεις μήνες. Λαμβάνοντας υπόψη το αξιοσημείωτο πείσμα της, οι παραγωγοί της προσέφεραν, τελικά τον ρόλο και κάπως έτσι άρχισε ο θρύλος της Ελίζαμπεθ Τέιλορ
Στο ντοκιμαντέρ ακούμε ιστορίες εκμετάλλευσης της Τέιλορ από την MGM στη δεκαετία του 1950 με την ανήλικη ηθοποιό να εξαναγκάζεται να γυρίσει πολλές ταινίες αλλά και να κάθεται στα πόδια του μεγάλου αφεντικού της MGM Λούις Μπερτ Μέιερ για φωτογραφίες. Οταν, ωστόσο, ο Μέιερ μια μέρα έβρισε τη μητέρα της, η Τέιλορ του είπε «εσύ και το στούντιο σου μπορείτε να πάτε κατευθείαν στην κόλαση». Διατάχθηκε να ζητήσει συγγνώμη αλλά αρνήθηκε, ωστόσο δεν απολύθηκε καθώς στην ηλικία των 15 ετών είχε ήδη εξουσία.
Οταν της ζητήθηκε να υποδυθεί την Κλεοπάτρα το 1958, ζήτησε 1 εκατομμύριο δολάρια, ποσό αδιανόητο για μία ηθοποιό. Ωστόσο το στούντιο ενέδωσε, ακριβώς επειδή επρόκειτο για την Τέιλορ. «Αντιλαμβανόταν τη δύναμη και την αξία της ομορφιάς της», σημείωσε ο γιος της. «Ελεγε: “Φίλε εάν πρόκειται να με εκμεταλλευτείς εσύ, θα σε εκμεταλλευτώ και εγώ”. Μου άρεσε αυτή η στάση της».
Οταν άρχισε να προβάλλεται η Κλεοπάτρα, το 1963, ο Κρις Γουάιλντινγκ ήταν οχτώ χρονών και άρχιζε να αντιλαμβάνεται πόσο διάσημη ήταν η μητέρα του. Συνήθιζε επίσης το γεγονός ότι οι άντρες στη ζωή της Τέιλορ και οι μπαμπάδες στη δική του ζωή άλλαζαν συνέχεια. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν ο κληρονόμος Κόνραντ Χίλτον, ένας αλκοολικός κοινωνιοπαθής που έβλεπε την Τέιλορ ως σάκο του μποξ. Ο γάμος τους κράτησε μόλις ένα χρόνο. Στη συνέχεια παντρεύτηκε τον ηθοποιό Μάικλ Γουάιλντινγκ, τον οποίο εγκατέλειψε, τελικά, μετά από μία πενταετία και δύο παιδιά. Ο αυτοδημιούργητος μεγιστάνας Μάικ Τοντ σκοτώθηκε ένα χρόνο μετά τον γάμο τους όταν συνετρίβη το ιδιωτικό του αεροπλάνο το οποίο είχε βαφτίσει «Lucky Liz» ενώ μαζί του επρόκειτο να ταξιδέψει και η Τέιλορ μαζί του αλλά το ανέλαβε την τελευταία στιγμή λόγω ασθένειας. Μετά από τον θάνατό του σκεφτόταν να αυτοκτονήσει, αλλά φέρεται ότι είχε ένα όραμα στο οποίο ο Τοντ της είπε ότι δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα της. Αντί να αυτοκτονήσει, οπότε, αποφάσισε να ασπαστεί τον Ιουδαϊσμό, ως τρόπο να μείνει πιστή στον εβραίο μακαρίτη σύζυγό της. Αρχισε επίσης μια σχέση με τον καλύτερό του φίλο, τον τραγουδιστή και ηθοποιό Εντι Φίσερ, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την Ντέμπι Ρέινολντς. Οταν ο Φίσερ κατέστη ο τέταρτος σύζυγος της Τέιλορ, εκείνη δεν ήταν καν τριάντα χρονών. Στη συνέχεια, ωστόσο, ήρθε ο Ερικ Μπάρτον.
Ο ουαλός βαρύτονος ηθοποιός και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ γνωρίστηκαν κατά τα γυρίσματα της «Κλεοπάτρας», εκείνος υποδυόταν τον Μάρκο Αντόνιο, ενώ ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος. Αφου αποκαλύφθηκαν ως ζευγάρι στην περίφημη Via Veneto της Ρώμης, το Βατικανό καταδίκασε τη σχέση τους ως «ερωτική αλητεία» και «προσβολή στην ιερότητα της οικογενειακής εστίας». Ακόμη και οι ίδιοι αναφέρονταν στη σχέση τους, κάνοντας λόγο για το «le scandale». Παντρεύτηκαν μέρες μόλις αφού πήρε διαζύγιο από τον Φίσερ.
Σύμφωνα με τον γιο της δεν υπήρχαν πραγματικά τόσοι πολλοί άντρες στη ζωή της Τέιλορ. «Απλά παντρευόταν τους ανθρώπους με τους οποίους έβγαινε. Η μαμά είχε μια συμβατική νοοτροπία για αυτά τα πράγματα. Δεν μπορούσες απλά να έχεις σχέσεις. Εάν ερωτευόσουν κάποιον, παντρευόσουν. Αλλά τα μέσα ενημέρωσης έκαναν τόσο πολύ ντόρο για αυτό», ανέφερε σχετικά.
Θεωρεί πως η σχέση της μητέρας του με τον Μπάρτον ήταν καταδικασμένη εξαρχής λόγω των εκρηκτικών προσωπικοτήτων τους. «Θα μπορούσε να καταστεί επεισοδιακή», είπε. «Ειδικά αργότερα όταν τους κατέρρεε. Ο Ρίτσαρντ πάλευε με το αλκοόλ, και η μητέρα μου επίσης – και με τα παυσίπονα. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσαν να βρουν τον δρόμο τους, ώστε να βγουν από αυτήν την κατάσταση. Δεν νομίζω ότι ήξεραν καν ότι βρίσκονταν σε αυτήν την κατάσταση», είπε.
Ερωτηθείς εάν ήταν βίαιοι μεταξύ τους απάντησε «όχι, δεν νομίζω. Σίγουρα όχι μπροστά σε εμάς τα παιδιά» ενώ πιο επιβλητικός από τους δύο ήταν φυσικά ο Ρίτσαρντ Μπάρτον. «Είχε εκείνην την τεράστια παρουσία και εκείνη τη δυνατή φωνή, και ήταν πραγματικά εντυπωσιακό. Ως παιδιά τον βλέπαμε πάντα ως την ισχυρότερη προσωπικότητα – η ισχύς της προσωπικότητάς του ήταν απλώς τεράστια. Αλλά παρακολουθώντας συνεντεύξεις με εκείνον και τη μητέρα μου, εκείνη είναι η κυρίαρχη προσωπικότητα ενώ εκείνος η υποδεέστερη. Κάθεται ήσυχος και εκείνη τον προστατεύει, αποκρούει τους δημοσιογράφους και αναλαμβάνει την ευθύνη. Αυτό δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό, όταν ήμουν παιδί».
Εως το 1974 ο Μπάρτον είχε φτάσει σε σημείο να πίνει τρία μπουκάλια βότκα την ημέρα, ενώ η Τέιλορ ήταν επίσης αλκοολική και εθισμένη στα παυσίπονα. Ο Γουάιλντινγκ αποκάλυψε πως υπήρχαν μέρες που φοβόταν να πάει στην κρεβατοκάμαρά της επειδή σκεφτόταν πως θα μπορούσε να την βρει νεκρή. Την παρακολούθησαν γιατροί που της συνταγογραφούσαν ό,τι τους ζητούσε και σήμερα κατά πάσα πιθανότητα θα κατέληγαν στη φυλακή.
Αφού η Τέιλορ και ο Μπάρτον χώρισαν, ο Κρις Γουάιλντινγκ συνέχισε να έχει σχέσεις με τον ηθοποιό, θεωρώντας τον δεύτερο πατέρα του ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε τον Ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή Τζον Γουόρνερ. Ακολούθησε ο γάμος της με τον Λάρι Φορτένσκι τον οποίο γνώρισε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της σε κέντρο αποτοξίνωσης με τον οποίο χώρισε, τελικά, έπειτα από μία πενταετία, το 1996 στην ηλικία των 64 ετών.
Οσο για το ποιος υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής της, «είχε πει πως είχε δύο: τον Μάικ Τοντ και τον Ρίτσαρντ. Ημουν πολύ μικρός όταν ήταν με τον Μάικ. Δεν τον θυμάμαι. Αλλά ο έρωτάς της για τον Μπάρτον δεν έσβησε ποτέ. Η σχέση τους ήταν καταδικασμένη αλλά κανένας δεν έχασε την αγάπη του για τον άλλο», είπε ο γιος της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News