Στον κλειστό κύκλων των ασχολούμενων με τις Ενοπλες Δυνάμεις, τα εξοπλιστικά προγράμματα και τις ανάγκες του στρατεύματος, ήταν κοινό μυστικό ότι η Ελλάδα τελικά θα ενεργοποιήσει την option έναρξης διαπραγματεύσεων για την προμήθεια τέταρτης φρεγάτας Μπελαρά. Όχι απλώς διότι σε γενικές γραμμές οι υπόλοιπες επιλογές, είτε αφορούν αναβαθμίσεις υπαρχόντων πλοίων, όπως οι ΜΕΚΟ, είτε αγορές άλλων, είναι σε τελική ανάλυση ασύμφορες. Αλλά επειδή το Πολεμικό Ναυτικό χρήζει σοβαρής και στιβαρής ανανέωσης προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής και κυρίως να εκτελεί επαρκώς τα αμυντικά καθήκοντά του.
Αρκούν, όμως, οι φρεγάτες Μπελαρά, τρεις ή τέσσερις, να θωρακίσουν το Αιγαίο και την Ανατολικό Μεσόγειο, την ώρα που η Τουρκία επιδίδεται σε μια σχεδόν εξωπραγματική μεγέθυνση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της; Αν κανείς εξαιρέσει την Πολεμική Αεροπορία, όπου η Ελλάδα μετά την αγορά των Ραφάλ, την αναβάθμιση των F-16 και ενόψει των F-35, αποκτά σταδιακά ποιοτικό πλεονέκτημα, η απάντηση είναι δυστυχώς αρνητική.
Στην Αθήνα γνωρίζουν ότι παρά τις προσπάθειες σύγκλισης με την Άγκυρα, ο τουρκικός αναθεωρητισμός δεν πρόκειται να αλλάξει. Καθότι στρατηγικό δόγμα, θα είναι παρών σε βάθος αρκετών δεκαετιών. Γνωρίζουν, επίσης, ότι η ταραχώδης γεωπολιτική κατάσταση- όπως έχει διαμορφωθεί από το 2019 με αλλεπάλληλα πολεμικά μέτωπα να ξεσπούν και έναν πολυπολικό κόσμο να γεννιέται, δεν είναι εξαίρεση αλλά αποτελεί τη νέα πραγματικότητα. Γνωρίζουν, τέλος, ότι τα δημοσιονομικά περιθώρια της χώρας δεν απεριόριστα. Μάλλον, ισχύει το εντελώς αντίθετο.
Οπως έγραψε προσφάτως ο Ζώης Τσώλης στο Protagon, το κόστος για τους εξοπλισμούς μόνο το 2025 φθάνει το 1,5 δισ. ευρώ και από το 2026 θα ξεπερνά τα 2 δισ. ευρώ. Τα δε F-35 αγγίζουν τα 3,5 δισ. ευρώ. Με λίγα λόγια και καθώς η ελληνική οικονομία, εκτός από αλληλοεξαρτώμενη από μια σειρά αστάθμητους παράγοντες, παραμένει ασθενής στα δομικά μεγέθη της, οι δυνατότητες του ελληνικού κράτους ουδέποτε θα μπορέσουν να ανταγωνιστούν αυτές της Τουρκίας. Άρα, λοιπόν, οι ελληνικές Eνοπλες Δυνάμεις οφείλουν να περάσουν στη νέα εποχή στηριζόμενες όχι στην ποσοτική, αλλά στην ποιοτική και κυρίως καινοτόμα ανάπτυξη των δυνατοτήτων τους.
«Δεν μπορεί να ικανοποιεί την Πατρίδα μας το γεγονός ότι η συμμετοχή της αμυντικής βιομηχανίας, του αμυντικού μας οικοσυστήματος, στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν ανέρχεται μόλις στο 0,6%-0,7% του συνόλου, όταν η Πατρίδα χαλάει για την άμυνα πάνω από το 3% του ΑΕΠ», είπε προ λίγων εβδομάδων στη ΔΕΘ ο υπουργός Αμυνας Νίκος Δένδιας. Από το 1974, δε, έως και σήμερα έχουν δοθεί περισσότερα από 200 δισ. ευρώ για όπλα. Οι αριθμοί δεν βγαίνουν. Αρα πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής. Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν ένα ναυτικό κράτος όπως η Ελλάδα, με παράδοση στη ναυτιλία και τη ναυπήγηση, να αδυνατεί να συμμετέχει έστω στη συμπαραγωγή πολεμικών πλοίων.
Δεύτερον, η χώρα οφείλει να επενδύσει στους ανθρώπους της, δηλαδή οι Ενοπλες Δυνάμεις στα στελέχη τους. Τα υπάρχοντα, αλλά και τα μελλοντικά. Είναι αδύνατο ο κυβερνήτης μιας φρεγάτας, στο βαθμό του υποπλοιάρχου, να λαμβάνει 1800 ευρώ το μήνα. Και κάποιος πρέπει να απαντήσει στα δημοσιεύματα περασμένων μηνών (Καθημερινή, Βασίλης Νέδος) σύμφωνα με τα οποία μόνο το τελευταίο έτος αποχώρησε το 10% των στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού. Ανήκουστο, επίσης, το γεγονός ότι ικανότατοι αξιωματικοί, οι οποίοι έχουν εκπαιδευθεί στο ανώτατο επίπεδο από την ελληνική πολιτεία και που αποστρατεύονται στα 50 τους, καταλήγοντας να προσληφθούν στον ιδιωτικό τομέα με μισθό αντίστοιχο της εμπειρίας και των γνώσεων τους.
Το σπουδαιότερο διακύβευμα, όμως, είναι η συνολική αλλαγή της φιλοσοφίας, ιδίως όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό και ειδικά αυτό του μέλλοντος. Απαιτείται η προσέλκυση καταρτισμένων επιστημόνων, εξειδικευμένων στις νέες τεχνολογίες, στην Τεχνητή Νοημοσύνη, στα υπολογιστικά συστήματα, στο σχεδιασμό μη επανδρωμένων αεροσκαφών, σκαφών και οχημάτων, στην κατασκευή δικτύων και υποδομών που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών. Δεν αρκούν οι συνέργειες με αντίστοιχες εταιρείες, διότι έτσι θα καταλήξουμε πάλι σε αέναες αγορές. Είναι οι ίδιες οι Ενοπλες Δυνάμεις αυτές που πρέπει να εισέλθουν στη διαδικασία παραγωγής.
Για να συμβούν αυτά χρειάζονται κίνητρα- οικονομικά και όχι μόνο- συνεργασία με τα ανώτατα ιδρύματα της χώρας και κυρίως μια ενιαία, μακροπρόθεσμη στρατηγική που να ξεπερνά τα κομματικά στεγανά και τις εναλλαγές των κυβερνήσεων. Η λογική της «Ατζέντας 2030» που έχει εκπονήσει η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του υπουργείου Αμυνας προσιδιάζει σε αυτή τη λογική. Μένουν, όμως, πολλά να γίνουν. Αν δεν θέλουν να κυνηγούν ασμένως τις εξελίξεις, οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις πρέπει να αλλάξουν. Χθες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News