Το Studio Ghibli, στο Τόκιο, είναι γνωστό για τον υπέροχο κόσμο των χαριτωμένων, φωτεινών κινουμένων σχεδίων του, που ζεσταίνουν πραγματικά την καρδιά. Το όνομά του, εξάλλου, είναι εμπνευσμένο από τη λιβυκή λέξη «γκίμπλι» για τον σιρόκο, τον ζεστό νοτιοανατολικό άνεμο που πνέει από τη Σαχάρα. Αλλά η ταινία του Ισάο Τακαχάτα «Τάφος των Πυγολαμπίδων» («Hotaru no Haka»/ «Grave of the Fireflies»), το πρώτο αριστούργημα που κυκλοφόρησε το 1988 το Studio Ghibli –και είναι πλέον διαθέσιμο στο Netflix με ελληνικούς υποτίτλους–, σπάει αυτή την παράδοση.
Ο Ισάο Τακαχάτα ήταν εννέα ετών τη νύχτα της 29ης Ιουνίου 1945, όταν έπεσαν σαν βροχή εμπρηστικές βόμβες στην Οκαγιάμα της δυτικής Ιαπωνίας. Οταν το σπίτι των Τακαχάτα, στα προάστια της πόλης, πήρε φωτιά, ο Ισάο και η μεγαλύτερη αδελφή του κατέφυγαν ξυπόλητοι στην πόλη, γράφει στην Telegraph ο κριτικός κινηματογράφου Ρόμπι Κόλιν.
Μέσα στον πανικό τους τα δυο αδέλφια δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι η υπόλοιπη οικογένεια είχε φύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση, ούτε ότι το κέντρο της πόλης ήταν ο πρωταρχικός στόχος των αμερικανικών βομβαρδιστικών B-29 που πετούσαν από πάνω τους. Μέσα στη νύχτα βρέθηκαν σε μια κόλαση. Την άλλη μέρα το πρωί έψαξαν στα συντρίμμια για να βρουν τροφή, περνώντας σε κατάσταση ζάλης μπροστά από μαυρισμένα σώματα. Και όταν τα ρούχα της αδελφής του έπιασαν φωτιά, ο Ισάο έσβησε τις φλόγες: της έμειναν σημάδια αλλά επέζησε και αργότερα, στην ενήλικη ζωή της, έλεγε συχνά ότι ο μικρότερος αδελφός της ήταν ο μόνος λόγος που έζησε.
Ο μικρός Ισάο, πάλι, ήταν σωματικά εντάξει, αλλά έφερε σημάδια άλλου τύπου: 72 χρόνια αργότερα, προς το τέλος μιας ζωής με πολλά σκαμπανεβάσματα, θα εξακολουθούσε να περιγράφει εκείνες τις 24 ώρες ως «το καθοριστικό γεγονός της ζωής μου».
Εκείνες οι εμπειρίες θα ενέπνεαν το αριστούργημά του «Ο Τάφος των Πυγολαμπίδων», που σήμερα κατατάσσεται ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες κινουμένων σχεδίων που έγιναν ποτέ. Ο Ισάο Τακαχάτα πέθανε το 2018 σε ηλικία 82 ετών. Περίπου έναν χρόνο πριν τον θάνατό του είχε δώσει την τελευταία του συνέντευξη στην αγγλική γλώσσα, στον Ρόμπι Κόλιν της Telegraph, που τον επισκέφθηκε στη βιβλιοθήκη του διάσημου στούντιο κινουμένων σχεδίων Ghibli, το οποίο είχε ιδρύσει μαζί με τους Χαγιάο Μιγιαζάκι και Τοσίο Σουζούκι τη δεκαετία του 1980.
Ο Μιγιαζάκι, αυστηρός και απομονωμένος, ήταν πάντα ο πιο διάσημος από τους δύο. Μάλιστα οι δικές του πιο γνωστές ταινίες –«Η γειτονιά του δάσους» («My Neighbour Totoro»,1988), «Πριγκίπισσα Μονονόκε» (1997), «Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων» («Spirited Away», 2001) και η περυσινή «Το Αγόρι και ο Ερωδιός» (2023)– είναι αυτές που θυμούνται οι περισσότεροι όταν σκέφτονται το στούντιο Ghibli. Αλλά ο Τακαχάτα ήταν ο καινοτόμος: οι πέντε από τις εννέα ταινίες του, χωρίς υπερβολή, άλλαξαν πραγματικά το animation.
Ο Τακαχάτα έκανε το ντεμπούτο του το 1968 με το «The Great Adventure of Horus, Prince of the Sun», μια ταινία κινουμένων σχεδίων με την οποία επαναρρύθμισε, σχεδόν μόνος του, ολόκληρη τη βιομηχανία anime της Ιαπωνίας, απομακρύνοντάς την από τη μακροχρόνια εμμονή της με την Disney, προς μια πιο ώριμη, ηθικά διφορούμενη αφήγηση και έναν εξαιρετικό οπτικό δυναμισμό και ζωντάνια. Αργότερα ήρθαν το ποιητικό-ρεαλιστικό δράμα «Ταξιδιώτες στο Παρελθόν» («Omohide Poro Poro»/ «Only Yesterday», 1991) και οι εξπρεσιονιστικοί προαστιακοί και ιστορικοί μύθοι «My Neighbours the Yamadas» (1999) και «The Tale of the Princes Kaguya» (2013).
Ο αριστουργηματικός «Τάφος των Πυγολαμπίδων», όμως, που άρχισε να προβάλλεται στο Netflix αυτή την εβδομάδα, είναι το anime με το μεγαλύτερο αποτύπωμα. Παραμένει μια από τις σπουδαιότερες ταινίες όλων των εποχών με θέμα παιδιά σε καιρό πολέμου, με κινούμενα σχέδια ή όχι, και έχει μια σιωπηλή μεν αλλά σοκαριστική δύναμη που ραγίζει την καρδιά, σημειώνει ο Ρόμπι Κόλιν στην Telegraph.
Βασισμένη στο ομώνυμο ημιαυτοβιογραφικό διήγημα του Ακιγιούκι Νοσάκα, που δημοσιεύθηκε το 1967, αλλά και σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από την παιδική ηλικία του ίδιου του Τακαχάτα, η ταινία μιλάει για δυο μικρά αδέλφια, τον Σέιτα και την Σετσούκο, που επιβιώνουν από τον βομβαρδισμό του Κόμπε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. (Οπως πολλές άλλες μεγάλες ιαπωνικές πόλεις, έτσι και το Κόμπε, το πολυσύχναστο λιμάνι της Οκαγιάμα, έγινε στόχος των συμμαχικών βομβαρδιστικών κατά τους τελευταίους μήνες της σύγκρουσης).
Οπως και ο Τακαχάτα, ο Νοσάκα χωρίστηκε από την οικογένειά του κατά τη διάρκεια των επιθέσεων μαζί με την 16 μηνών αδελφή του Κέικο. Τα δυο παιδιά κατέληξαν να ζουν μόνα τους σε ένα καταφύγιο για έναν μήνα, όπου η Κέικο πέθανε από υποσιτισμό λίγες μέρες μετά το τέλος του πολέμου. Ο Νοσάκα θα περιγράψει αργότερα την ιστορία του απολογούμενος που δεν την κράτησε ζωντανή.
Ο Ρόμπι Κόλιν επισκέφτηκε τον Ισάο Τακαχάτα στα κεντρικά γραφεία του Ghibli, σε ένα ήσυχο και καταπράσινο προάστιο του Τόκιο, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του. Ο σπουδαίος ιάπωνας δημιουργός είχε μόλις ολοκληρώσει τις εργασίες για την πρώτη διεθνή συμπαραγωγή του στούντιο, την «Κόκκινη Χελώνα», σε σκηνοθεσία του ολλανδού animator Μίχαελ Ντουντόκ ντε Βιτ. Ηταν χαλαρός και φαινόταν αρκετά ικανοποιημένος. «Εμοιαζε με πλάσμα του δάσους από τον “Aνεμο στις Ιτιές”, που επιστρέφει στη φωλιά του με τα βιβλία του μετά από έναν στοχαστικό περίπατο» γράφει ο βρετανός κριτικός κινηματογράφου στην Telegraph.
Ο Τακαχάτα θυμήθηκε ότι είχε συγκινηθεί όταν διάβασε τον «Τάφο των Πυγολαμπίδων» του Νοσάκα, λίγο μετά την πρώτη έκδοση του διηγήματος. Αλλά δεν σκέφτηκε να το διασκευάσει μέχρι το 1987, όταν ένας παραγωγός του Ghibli τού το πρότεινε ως πιθανό συνοδευτικό έργο για το «My Neighbour Totoro» του Μιγιαζάκι, η παραγωγή του οποίου προχωρούσε ήδη ολοταχώς.
Αρχικά ήταν αβέβαιος. Απογοητευμένος από τις καθαρές γραμμές και τα λαμπερά χρώματα των συνηθισμένων ιαπωνικών anime, ήθελε να αναπτύξει ένα πιο χαλαρό, πιο εξπρεσιονιστικό στυλ κινηματογράφησης, εν μέρει εμπνευσμένος από τον καναδό animator Φρεντερίκ Μπακ, στου οποίου τη δουλειά έμοιαζαν σαν να ζωντάνευαν οι σελίδες ενός μπλοκ με σκίτσα.
Ωστόσο η ταινία έπρεπε να ολοκληρωθεί σε λιγότερο από έναν χρόνο και το πιεστικό χρονοδιάγραμμα που είχε να αντιμετωπίσει απαιτούσε μια πιο συμβατική προσέγγιση. Γι’ αυτό σκέφτηκε να απορρίψει την ιδέα. Αλλά ο Μιγιαζάκι τον έπεισε για το αντίθετο. Ταινίες κινουμένων σχεδίων βασισμένες σε υλικό πηγής όπως αυτή ήταν σπάνιες, του υπενθύμισε ο συνεργάτης του, και έπρεπε να αρπάξει την ευκαιρία.
Ετσι και έκανε. Και για να προλάβει τις στενές προθεσμίες της παραγωγής επιστράτευσε τον Γιοσιφούμι Κόντο, έναν συνάδελφό του από τις μέρες του στον κόσμο των τηλεοπτικών κινουμένων σχεδίων. Είχαν δουλέψει μαζί τη δεκαετία του 1970 και είχαν συνηθίσει να κινούνται γρήγορα.
Επειδή η πλοκή της ταινίας ήταν σχετικά απλή, ο Τακαχάτα αποφάσισε να επικεντρωθεί στις λεπτομέρειες του αγώνα των δυο παιδιών να επιβιώσουν, πολλές από τις οποίες άντλησε από τη δική του τρομακτική παιδική εμπειρία.
Ο «Τάφος των Πυγολαμπίδων» κυκλοφόρησε στην Ιαπωνία στις 16 Απριλίου 1988 σε διπλή προβολή μαζί με το «My Neighbour Totoro», σε μια εξαιρετική επίδειξη δημιουργικής δύναμης του ακόμα τότε νεοσύστατου Studio Ghibli. Ο Τακαχάτα, γράφει ο Κόλιν στη βρετανική εφημερίδα, θυμήθηκε γελώντας ότι οι αντιδράσεις του κοινού εξαρτόνταν σχεδόν αποκλειστικά από τη σειρά με την οποία προβάλλονταν οι ταινίες.
Το συγκλονιστικό παιδικό πολεμικό δράμα του Τακαχάτα ήταν το τέλειο προοίμιο για το ποιμενικό παραμύθι του Μιγιαζάκι, αλλά όταν προβλήθηκε μετά το παραμύθι, ο κόσμος έφευγε. Η μία δίπλα στην άλλη, οι δυο ταινίες περιλάμβαναν όλα όσα θα έκαναν το Ghibli σπουδαίο, ενώ η μεγάλη τους αντίθεση ανέδειξε τη διαφορά στο έργο των δύο ιδρυτών του στούντιο.
«Οι νεαρές ηρωίδες του Μιγιαζάκι μπορούν να ξεπεράσουν δύσκολες καταστάσεις για το καλό τους, αλλά οι δικές μου πρωταγωνίστριες δεν ανταποκρίνονται σε αυτόν τον ορισμό» είπε στην Telegraph ο Τακαχάτα. «Με ενδιαφέρουν περισσότερο εκείνες που δεν είναι σε θέση να βρουν τον δρόμο τους προς το μέλλον. Στην πραγματική ζωή, ακόμα και αν κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς, δεν είναι αλήθεια ότι πάντα θα ξεπερνάς τα πράγματα. Αυτό ήθελα πάντα να απεικονίσω στη δουλειά μου» παρατήρησε.
Χρειάστηκe να περάσουν άλλα 25 χρόνια, αλλά τελικά ανέπτυξε το νέο στυλ κινουμένων σχεδίων που ονειρευόταν από καιρό. Η 20ή ταινία του στούντιο και τελευταία του Τακαχάτα, «Η Ιστορία της Πριγκίπισσας Καγκούγια» (2013), είναι μια λυρική, ρομαντική και πολύ σύνθετη ιστορία, μαγικά σχεδιασμένη. Σχεδιάστηκε με χειμάρρους ακουαρέλας και κάρβουνου, θυμίζοντας τόσο το μπλοκ των σκίτσων του καλλιτέχνη όσο και τους αρχαίους εικονογραφημένους πάπυρους emaki, τους οποίους ο Τακαχάτα μελετούσε από τα φοιτητικά του χρόνια και θα τους περιέγραφε ως «animation του 12ου αιώνα».
«Πάντα με ενδιαφέρει αυτό που μένει ασχολίαστο» είχε πει στην τελευταία του συνέντευξη στην Telegraph. «Ορισμένα από τα σπουδαιότερα έργα του Πολ Σεζάν θεωρούνται ημιτελή επειδή οι καμβάδες δεν ήταν γεμάτοι μέχρι τις άκρες, αλλά εγώ πάντα πίστευα ότι είναι ολοκληρωμένα». Και πρόσθεσε: «Υπάρχει μια δύναμη στα σημεία που αφήνουμε κενά».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News