2481
| CreativeProtagon / Reuters

Αμερικανικές εκλογές: Κι αν αμφισβητηθεί το αποτέλεσμα;

Protagon Team Protagon Team 19 Σεπτεμβρίου 2024, 12:51
|CreativeProtagon / Reuters

Αμερικανικές εκλογές: Κι αν αμφισβητηθεί το αποτέλεσμα;

Protagon Team Protagon Team 19 Σεπτεμβρίου 2024, 12:51

Με δεδομένο το προηγούμενο που δημιούργησε ο Ντόναλντ Τραμπ το 2020, η ανησυχία για το ενδεχόμενο αμφισβήτησης των εκλογικών αποτελεσμάτων στις ΗΠΑ είναι απόλυτα φυσιολογική. Τι θα συμβεί, αναρωτιέται ο Economist, σε περίπτωση που αυτό συμβεί;

Ο Γκάμπριελ Στέρλινγκ δηλώνει έτοιμος: «Εχουμε ανησυχίες; Ναι. Εχουμε εφεδρικά σχέδια; Σίγουρα. Δεν θέλω να μπω πολύ βαθιά σε αυτά, γιατί δεν θέλω οι άνθρωποι να έχουν εφεδρικά σχέδια για τα εφεδρικά μας σχέδια», λέει στον Economist.

Ο Στέρλινγκ εργάζεται για τον υπουργό Εξωτερικών της πολιτείας της Τζόρτζια, Μπραντ Ράφενσπέργκερ, του οποίου η βασική δουλειά είναι να επιβλέψει ό,τι έχει σχέση με τις εκλογές. Μετά τις εκλογές του 2020 και πριν το Κογκρέσο πιστοποιήσει το αποτέλεσμα, ο Ράφενσπέργκερ έλαβε ένα –διαβόητο πλέον– τηλεφώνημα από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ήταν τότε πρόεδρος και του ζήτησε… βοήθεια για να «βρεθούν» αρκετές ψήφοι ώστε να ανατραπεί υπέρ του το αποτέλεσμα στη συγκεκριμένη Πολιτεία.

Ο Ράφενσπέργκερ αρνήθηκε και ο Τραμπ προσπάθησε να ανατρέψει τη νίκη του Τζο Μπάιντεν με άλλους τρόπους, χωρίς επιτυχία. Ο Τραμπ και άλλοι Ρεπουμπλικάνοι λένε ήδη ότι θα αμφισβητήσουν το αποτέλεσμα και φέτος, εάν ηττηθούν. Εκλογικοί αξιωματούχοι όπως ο Στέρλινγκ, καθώς και λεγεώνες κομματικών λειτουργών, δικηγόρων και ακτιβιστών, εργάζονται με την υπόθεση ότι θα υπάρξουν πράγματι προσπάθειες να ανατραπεί το αποτέλεσμα των εκλογών εφέτος, και προετοιμάζονται ανάλογα. Θα αντεπεξέλθει ο εκλογικός μηχανισμός σε μια τέτοια προσπάθεια;

Η μέθοδος που ορίζει το Σύνταγμα για την τοποθέτηση νέου προέδρου είναι παλιά και δείχνει σημάδια «κόπωσης», γράφει ο Economist. Οι Αμερικανοί δεν θα επιλέξουν πρόεδρο με πλειοψηφία σε μία και μοναδική, πανεθνική εκλογή στις 5 Νοεμβρίου. Αντίθετα, οι ψηφοφόροι σε καθεμία από τις 50 πολιτείες συν την περιφέρεια της Κολούμπια, θα επιλέξουν ένα πλέγμα «εκλεκτόρων», οι οποίοι έχουν δεσμευτεί να υποστηρίξουν έναν από τους προεδρικούς υποψηφίους. Οι εκλογικοί αξιωματούχοι και ο κυβερνήτης της πολιτείας πρέπει να υπογράψουν τα αποτελέσματα αυτών των εκλογών πριν οι εκλέκτορες ψηφίσουν, με τη σειρά τους, τον Δεκέμβριο. Αφού ορκιστεί το νεοεκλεγμένο Κογκρέσο, τον Ιανουάριο, θα μετρήσει τις ψήφους των εκλεκτόρων, υπό την επίβλεψη της αντιπροέδρου, Κάμαλα Χάρις, η οποία είναι και η υποψήφια των Δημοκρατικών για την προεδρία. Μόνο όταν το Κογκρέσο ολοκληρώσει την καταμέτρησή του, ο νέος πρόεδρος μπορεί να ορκιστεί, στις 20 Ιανουαρίου.

Αυτή η διαδικασία έχει πολλά μειονεκτήματα, επισημαίνει ο Economist. Πρώτα και κύρια, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ένας υποψήφιος να χάσει τη λαϊκή ψήφο αλλά να κερδίσει την προεδρία, όπως συνέβη το 2000 και το 2016, και στις δύο περιπτώσεις εις βάρος των Δημοκρατικών. Δεύτερον, ενθαρρύνει τους υποψηφίους να επικεντρωθούν στενά στις λίγες πολιτείες όπου το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο (υπάρχουν μόνο επτά φέτος: Αριζόνα, Τζόρτζια, Μίσιγκαν, Νεβάδα, Βόρεια Καρολίνα, Πενσιλβάνια και Ουισκόνσιν). Τρίτον, το Σύνταγμα εκχωρεί στις πολιτείες την εξουσία να αποφασίζουν ακριβώς πώς θα επιλεγούν οι εκλέκτορες, πράγμα που σημαίνει ότι οι εκλογικοί κανόνες είναι διαφορετικοί σε κάθε πολιτεία.

Το Μέιν και η Νεμπράσκα επιτρέπουν στις ψήφους του σώματος των εκλεκτόρων να μοιράζονται μεταξύ των υποψηφίων, ενώ στις άλλες πολιτείες «ο νικητής τα παίρνει όλα». Οι πολιτείες δίνουν διαφορετικές προθεσμίες για κάθε κομητεία να αναφέρει τα αποτελέσματά της, για τις εκλογικές αρχές να ανακοινώσουν έναν συλλογικό απολογισμό σε όλη την πολιτεία, για τους υποψηφίους να ζητήσουν εκ νέου καταμέτρηση ή να υποβάλουν νομικές προσφυγές και ούτω καθεξής.

Το χειρότερο από όλα, γράφει ο Economist, είναι ότι η διαδικασία εκτείνεται παράλογα, όχι υπό την αιγίδα κάποιας μεμονωμένης αρχής και χωρίς να είναι πάντα κωδικοποιημένη λεπτομερώς, επιτρέποντας κάθε είδους παρεμπόδιση και καθυστέρηση. Το 2020, ο Τραμπ, αφού απέτυχε να πείσει διάφορους κρατικούς αξιωματούχους να αλλάξουν τα τοπικά αποτελέσματα, προσπάθησε στη συνέχεια να πείσει τόσο το Κογκρέσο όσο και τον αντιπρόεδρό του, Μάικ Πενς, να απορρίψουν το αποτέλεσμα. Οταν όλα τα άλλα απέτυχαν, παρακίνησε ένα πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από το Κογκρέσο για να διαμαρτυρηθεί για τις διαδικασίες, με αποτέλεσμα τις γνωστές ταραχές.

Σε περίπτωση που ο Τραμπ χάσει, είναι βέβαιο ότι θα αμφισβητήσει ξανά το αποτέλεσμα. Η αμφισβήτηση της εκλογικής ήττας είναι δεύτερη φύση για τον Τραμπ. Το 2016 υποστήριξε ότι ήρθε δεύτερος στις προκριματικές των Ρεπουμπλικανών στην Αϊόβα μόνο επειδή ο Τεντ Κρουζ, ο γερουσιαστής από το Τέξας που τον κέρδισε, είχε με κάποιο τρόπο «μαγειρέψει» τη διαδικασία. Αρνήθηκε να υποσχεθεί ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα των γενικών εκλογών εκείνης της χρονιάς κατά τις οποίες αντιμετώπισε τη Χίλαρι Κλίντον, υπονοώντας ότι θα μπορούσε να νικηθεί μόνο με νοθεία. Και παρόλο που είναι αυτός, και όχι ο Μπάιντεν, που έχει κατηγορηθεί τόσο στο ομοσπονδιακό δικαστήριο όσο και στη Τζόρτζια για απόπειρα αλλοίωσης των εκλογών του 2020, ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι τις έχασε.

Ο Τραμπ προετοιμάζεται ήδη να αμφισβητήσει τις φετινές εκλογές. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυτή την εβδομάδα κατηγόρησε τους Δημοκρατικούς για εξαπάτηση το 2020 και δεσμεύτηκε ότι φέτος «ΟΤΑΝ ΚΕΡΔΙΣΩ, αυτοί οι άνθρωποι που μας ΕΞΑΠΑΤΗΣΑΝ θα διωχθούν στο μέγιστο βαθμό του Νόμου». Σε μια συγκέντρωση στο Λας Βέγκας, τον Ιούνιο, επέμεινε: «Ο μόνος τρόπος που μπορούν να μας νικήσουν είναι να σας εξαπατήσουν». Στο συνέδριο των Ρεπουμπλικανών τον Ιούλιο, ο Κρις ΛαΣιβίτα, σύμβουλος της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, δήλωσε: «Τίποτε δεν τελειώνει την ημέρα των εκλογών, όλα τελειώνουν την ημέρα της ορκωμοσίας».

Οι Ρεπουμπλικανοί αξιωματούχοι έχουν βοηθήσει στην προετοιμασία του εδάφους επαναλαμβάνοντας ασταμάτητα τον ισχυρισμό ότι οι Δημοκρατικοί είναι απατεώνες και ο Τραμπ είναι θύμα. Το 2021 στην Αριζόνα, ένα άλλο πεδίο μάχης που έχασε οριακά ο Τραμπ, οι Ρεπουμπλικάνοι στη γερουσία της πολιτείας ξεκίνησαν έναν άνευ προηγουμένου κομματικό έλεγχο των ψηφοδελτίων στην πολυπληθέστερη κομητεία, χωρίς ωστόσο να αποκαλυφθεί οτιδήποτε.

Το 2022 ο Τραμπ, στις ενδιάμεσες εκλογές, ενθάρρυνε τις εκκαθαρίσεις Ρεπουμπλικανών που είχαν απορρίψει τους ισχυρισμούς του για απάτη και ενέκρινε τους υποψηφίους που τους επαναλάμβαναν. Η αποδοχή των ψεμάτων του Τραμπ για την εκλογική νοθεία έχει γίνει έτσι κάποιου είδους «ευαγγέλιο» στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ενα από τα συνθήματα που χρησιμοποιεί η Ρεπουμπλικανική Εθνική Επιτροπή (RNC), το συντονιστικό όργανο του κόμματος, για τις φετινές εκλογές είναι: «Κάντε τη νίκη πολύ μεγάλη για να νοθευτεί».

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια τα νομοθετικά σώματα των πολιτειών που ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικανούς έχουν αυστηροποιήσει τους κανόνες ψηφοφορίας, φαινομενικά για να αποτρέψουν άλλες «κλεμμένες» εκλογές. Το νομοθετικό σώμα της Αριζόνα ψήφισε έναν νέο νόμο που απαιτεί οι φάκελοι με τους οποίους φτάνουν οι επιστολικές ψήφοι, να μετρώνται με το χέρι (τα ψηφοδέλτια καταμετρώνται με μηχανήματα), ώστε να δυσχεραίνει τη νοθεία. Στην Τζόρτζια, οι υπέρμαχοι της ιδέας ότι ο Τραμπ εξαπατήθηκε ψήφισαν νόμο που απομακρύνει τον υπουργό Εξωτερικών (τον Ράφενσπέργκερ) από το πολιτειακό συμβούλιο των εκλογών, κάτι που βοηθά στη θέσπιση εκλογικών κανόνων. Στο όνομα της «εκλογικής ακεραιότητας», το συμβούλιο ψήφισε στη συνέχεια έναν κανόνα που επιτρέπει στους τοπικούς αξιωματούχους να διεξάγουν «εύλογη έρευνα» σε αξιώσεις απάτης, προτού πιστοποιήσουν τα αποτελέσματα από κάθε κομητεία.

Οι παρατηρητές ανησυχούν ότι οι Ρεπουμπλικάνοι αξιωματούχοι θα χρησιμοποιήσουν τον νέο κανόνα ως πρόσχημα για να αρνηθούν να πιστοποιήσουν πιθανά αρνητικά για τον Τραμπ αποτελέσματα. Σε μια συγκέντρωση, τον Αύγουστο, στην Ατλάντα, την πρωτεύουσα της Τζόρτζια, ο Τραμπ επαίνεσε ονομαστικά τα τρία μέλη του συμβουλίου που είχαν προωθήσει την αλλαγή, αποκαλώντας τους «πίτμπουλ που αγωνίζονται για ειλικρίνεια, διαφάνεια και νίκη».

Το RNC εμπλέκεται σε περισσότερες από 100 αγωγές σχετικά με τους εκλογικούς κανόνες σε όλη τη χώρα. «Ενώ οι Δημοκρατικοί συνεχίζουν την εκλογική παρέμβασή τους εναντίον του προέδρου Τραμπ και του αμερικανικού λαού, η επιχείρησή μας αντιμετωπίζει τα σχέδιά τους και προετοιμάζεται για τον Νοέμβριο», λέει στον Economist η Κλερ Ζουνκ, εκπρόσωπος της ομάδας εκλογικής ακεραιότητας. «Σε περίπτωση που οι Δημοκρατικοί επιλέξουν να συνεχίσουν τις επιθέσεις τους κατά των μέτρων εκλογικής ασφάλειας μέχρι την ημέρα των εκλογών, είμαστε έτοιμοι να καταφύγουμε σε δικαστικές αγωγές και να διασφαλίσουμε ότι οι εκλογές είναι δίκαιες, διαφανείς, νόμιμες και ακριβείς».

«Δεν είναι ασυνήθιστο να βλέπουμε κάποιες δικαστικές διαμάχες πριν από μεγάλες εκλογές», σημειώνει στον Economist η Λιζ Εϊβορ του Voting Rights Lab, που παρακολουθεί τις αλλαγές στον εκλογικό νόμο, «αλλά ο τεράστιος όγκος τέτοιων περιπτώσεων που βλέπουμε μόλις δύο μήνες πριν από την ημέρα των εκλογών, δεν είναι ο κανόνας». Επισημαίνει μια μήνυση στην Αριζόνα για την αφαίρεση 500.000 συμμετοχών από τους εκλογικούς καταλόγους της πολιτείας ως παράδειγμα των επιδιώξεων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Η ρητορική των Ρεπουμπλικανών αξιωματούχων σε αυτές τις νομικές καταγγελίες ανεβάζει διαρκώς τους τόνους. Τον Αύγουστο, το RNC μήνυσε την εκλογική γραφειοκρατία της Βόρειας Καρολίνας δύο φορές μέσα σε μια εβδομάδα, ισχυριζόμενο ότι «απέτυχε για άλλη μια φορά στην εντολή του να κρατήσει τους μη πολίτες μακριά από τους εκλογικούς καταλόγους». Οταν ανακοίνωσε νομικές αμφισβητήσεις σε νέους νόμους σχετικά με την ψηφοφορία στην πολιτεία του Μίσιγκαν, ο Μάικλ Γουάτλι, ένας από τους συμπροέδρους του RNC είπε: «Η Γκρέτσεν Γουίτμερ και οι Δημοκρατικοί ανάρτησαν μια νέα πινακίδα στην πόρτα του Μίσιγκαν: Open For Cheating (Είμαστε ανοιχτοί σε όποιον θέλει να διαπράξει νοθεία)». Οι εν λόγω νόμοι, οι οποίοι αλλάζουν τις διαδικασίες για την επανακαταμέτρηση, δεν τίθενται σε ισχύ εγκαίρως για τις φετινές εκλογές ούτως ή άλλως, επισημαίνει η Στέφανι Τσανγκ, η Δημοκρατική γερουσιαστής της πολιτείας, η οποία είναι και υπεύθυνη για τη συγγραφή τους.

Το RNC έχει επίσης ξεκινήσει μια πρωτοβουλία με την ονομασία «Προστατεύστε την ψήφο», η οποία στοχεύει να εκπαιδεύσει 100.000 παρατηρητές δημοσκοπήσεων και δικηγόρους σε αμφίρροπες πολιτείες, με σκοπό «να νικήσουν τους Δημοκρατικούς στο δικό τους παιχνίδι» και να διασφαλίσουν ότι «τα κόλπα των Δημοκρατικών από το 2020 δεν θα λειτουργήσουν αυτήν τη φορά». Μια εκπρόσωπος του RNC λέει ότι 175.000 άτομα έχουν προσφερθεί εθελοντικά μέχρι στιγμής. Η Κλέτα Μίτσελ, πρώην δικηγόρος του Τραμπ, διευθύνει το Δίκτυο Ακεραιότητας των Εκλογών, το οποίο στοχεύει να εκπαιδεύσει «εθελοντές πατριώτες πολίτες για να μάθουν πώς να διασφαλίζουν ότι οι εκλογές διεξάγονται νόμιμα». «Οι αριστερές ομάδες υπεράσπισης κραυγάζουν κάθε φορά που πιέζουμε για τέτοια νομική συμμόρφωση», παραπονιέται. Ολα αυτά είναι πολύ πιο οργανωμένα από τις σκοτεινές, ύστατες προσπάθειες που έκανε το RNC και ο Τραμπ για να αμφισβητήσουν τα εκλογικά αποτελέσματα το 2020 και καθιστούν δυνατό έναν πολύ πιο συντονισμένο νομικό αγώνα.

Οι εργαζόμενοι στις δημοσκοπήσεις περιμένουν τα χειρότερα. «Υπάρχουν πολλοί κακοί παίκτες εκεί έξω, πολλοί άνθρωποι που απλώς προσπαθούν να κάνουν το σύστημα να λειτουργήσει με κάποιο τρόπο προς όφελός τους», λέει ο Ράφενσπέργκερ. Φέτος, σημειώνει, ορισμένοι εκλογικοί αξιωματούχοι στη Τζόρτζια θα έχουν κουμπιά πανικού. Τα εκλογικά γραφεία διαθέτουν ένα αντίδοτο στην υπερβολική δόση οπιοειδών, αφού κάποιος έλαβε μια επιστολή με θανατηφόρες ποσότητες φαιντανύλης.

Ωστόσο, ο Ράφενσπέργκερ επιμένει, οι εκλογές θα διεξαχθούν σωστά. Εξάλλου, αυτός και άλλοι αξιωματούχοι έχουν τεθεί σε επιφυλακή και είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένοι από την προηγούμενη φορά. Το 2022 το Κογκρέσο τροποποίησε τους σχετικούς νόμους για να αποτρέψει ορισμένους από τους ελιγμούς που επιχείρησε ο Τραμπ το 2020. Η νομοθεσία κατέστησε σαφές ότι ο αντιπρόεδρος δεν έχει την εξουσία να αγνοήσει ή να αλλάξει οποιεσδήποτε από τις ψήφους του εκλογικού σώματος και αύξησε τον αριθμό των βουλευτών που πρέπει να υποβάλουν ένσταση, από ένα μέλος από κάθε τμήμα στο ένα πέμπτο των μελών από κάθε τμήμα.

Υπάρχουν ακόμη διαδικαστικές αβεβαιότητες και πιθανά συνταγματικά κενά προς εκμετάλλευση. Στο βιβλίο τους «How to Steal a President Election» (Πώς να κλέψετε μια Προεδρική Εκλογή), ο Λόρενς Λέσινγκ , καθηγητής στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, και ο Μάθιου Σέλιγκμαν, της Νομικής Σχολής του Στάνφορντ, υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει αλάνθαστος μηχανισμός που να αναγκάζει έναν κυβερνήτη να πιστοποιήσει τα αποτελέσματα στην πολιτεία του/της και ότι τα νομοθετικά σώματα των πολιτειών μπορούν απλώς να διατάξουν τους εκλέκτορες να αγνοήσουν τη λαϊκή ψήφο και να ακολουθήσουν τις οδηγίες τους.

Με την ίδια λογική, αν και υπήρξαν περιπτώσεις αξιωματούχων σε επίπεδο κομητείας που αρνήθηκαν να πιστοποιήσουν τοπικές ψήφους, ο Ντέρεκ Μίλερ, καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Notre Dame, επισημαίνει ότι, τελικά, όλες οι σχετικές προθεσμίες τηρήθηκαν.

Θα μπορούσαν να είναι οι Δημοκρατικοί που προσπαθούν να εμποδίσουν τις διαδικασίες, ειδικά εάν ο Τραμπ κερδίσει τους εκλέκτορες, αλλά η Χάρις επικρατήσει στη λεγόμενη «λαϊκή ψήφο» (λάβει τις περισσότερες ψήφους σε επίπεδο αμερικανικής επικράτειας) ή, χειρότερα, εάν το εκλεκτορικό σώμα είναι ισόπαλο και οι διαδικασίες που θα ακολουθήσουν δώσουν τις εκλογές στον Τραμπ. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να υποστηρίξουν ότι ο Τραμπ δεν είναι εκλέξιμος, δεδομένου ότι το σύνταγμα απαγορεύει σε όσους έχουν «εμπλακεί σε εξέγερση» κατά της κυβέρνησης ή «έχει δώσει βοήθεια στους εχθρούς της» να κατέχουν κυβερνητικά αξιώματα. Αλλά είναι απίθανο οι Δημοκρατικοί να έχουν την απαιτουμενη πλειοψηφία στο Κογκρέσο για να κάνουν ένα τέτοιο βήμα.

Οι προηγούμενες εκλογές έγιναν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι Πολιτείες έπρεπε να αναθεωρήσουν βιαστικά τις διαδικασίες, προκαλώντας υποψίες και μηνύσεις. Ο Τραμπ δεν είναι πρόεδρος, επομένως το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν θα παρασυρθεί για να βοηθήσει τους σκοπούς του, ένα βήμα που ο Τραμπ σκέφτηκε το 2020 αλλά το εγκατέλειψε όταν αξιωματούχοι απείλησαν να παραιτηθούν μαζικά.

Σε αντίθεση με το 2020, ο Τραμπ ενθαρρύνει τους υποστηρικτές του να ψηφίσουν νωρίς και να ψηφίσουν επιστολικά. Αυτό θα συμβάλει στη μείωση της κομματικής διάσπασης. Και έχει σημασία διότι η καταμέτρηση των επιστολικών ψήφων περιλαμβάνει πιο απαιτητικές διαδικασίες και επομένως είναι πιο αργή. Το αποτέλεσμα αυτού το 2020 ήταν ότι οι ψήφοι στρέφονταν περισσότερο προς τους Δημοκρατικούς όσο γινόταν η καταμέτρηση. Το προφανές προβάδισμα του Τραμπ σε πολλές πολιτείες σταδιακά διαβρώθηκε και στη συνέχεια ανατράπηκε, μια «μπλε μετατόπιση» που κάποιοι επικαλούνται ως απόδειξη ότι οι Δημοκρατικοί διέπραξαν νοθεία.

Δεν είναι μόνο ο Τραμπ, αλλά πολλοί από τους συμμάχους του που έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με νομικά προβλήματα μετά την απόπειρα ανατροπής του 2020. Αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει ως αντικίνητρο για να εμπλακούν σε τέτοια σχέδια αυτή τη φορά. Παρόμοιες διώξεις βρίσκονται σε εξέλιξη στην Τζόρτζια, το Μίσιγκαν και τη Νεβάδα. Πέρυσι, ένα δικαστήριο επιδίκασε αποζημίωση 148 εκατ. δολαρίων σε δύο εκλογικούς υπαλλήλους που είχαν κατηγορηθεί αβάσιμα από τον Ρούντι Τζουλιάνι, έναν από τους πιο ευφάνταστους μιμητές και αλλά και υποστηρικτές του Τραμπ, ότι παραβίασαν την ψηφοφορία το 2020.

Παρά την άποψη του Ανώτατου Δικαστηρίου για την ασυλία του Τραμπ ως προέδρου, ο ίδιος παραμένει σε νομικό κίνδυνο για τη συμπεριφορά του κατά τις προηγούμενες προεδρικές εκλογές. Αντίθετα, τα δικαστήρια απέρριψαν τους ισχυρισμούς του ότι ήταν θύμα εκλογικής νοθείας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, συνολικά, οι δικηγόροι πιστεύουν ότι οι πιθανότητες ένας αποτυχημένος υποψήφιος να ανατρέψει μια εκλογή χρησιμοποιώντας νομικά κενά και συνταγματική απάτη είναι ελάχιστες. «Δεδομένου αυτού που περάσαμε το 2020, νομίζω ότι αν είμαστε σε εγρήγορση και τα δικαστήρια κάνουν ξανά τη δουλειά τους, θα πρέπει να τα καταφέρουμε», λέει στον Economist ο Ρικ Χάσεν, καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Αντζελες.

Ομως, αν και η νοθεία στις εκλογές παραμένει μια απίθανη προοπτική, το γεγονός και μόνο ότι οι Αμερικανοί πρέπει να αξιολογήσουν τις πιθανότητες να προκύψει και ότι οι διπλωμάτες στην Ουάσιγκτον ασχολούνται με το ζήτημα, είναι από μόνο του ανησυχητικό, καταλήγει ο Economist. Οι προσπάθειες του Τραμπ να «σταματήσει την κλοπή» ήταν ανησυχητικές όχι επειδή στηρίζονταν σε ισχυρά νομικά επιχειρήματα, αλλά επειδή κατάφερε να κερδίσει ευρεία και ένθερμη υποστήριξη για τους αβάσιμους ισχυρισμούς του μεταξύ των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων. Οι δημοσκοπήσεις διαπιστώνουν σταθερά ότι η πλειονότητα των Ρεπουμπλικανών πιστεύει ότι ο Τραμπ στερήθηκε τη νίκη το 2020. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους φοβούνται ότι θα γίνει το ίδιο και φέτος.

Εάν υπάρχει καλή πίστη μεταξύ των νικητών και των ηττημένων, ακόμη και ένα δαιδαλώδες εκλογικό σύστημα όπως αυτό των ΗΠΑ θα έχει το σωστό αποτέλεσμα. Αν αυτή η καλή πίστη εξατμιστεί, ωστόσο, ούτε το καλύτερα σχεδιασμένο σύστημα δεν μπορεί να αντεπεξέλθει.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...