Οι ρυθμοί της επιστροφής στην πολιτική ρουτίνα μετά τις καλοκαιρινές διακοπές είναι μάλλον καταιγιστικοί, με ανοιχτά μέτωπα παντού, στο εσωτερικό και διεθνώς.
Τα σοβαρότερα προφανώς και εκτυλίσσονται στο διεθνές πεδίο, με πολέμους σε έξαρση και άγνωστη εξέλιξη, με την Ευρώπη να διχάζεται πολλαπλώς, είτε για την οικονομική της επιβίωση είτε για το Μεταναστευτικό, και με μια προεδρική εκκρεμότητα στις ΗΠΑ, η οποία μπορεί και να κρύβει πολλές εκπλήξεις, όχι αναγκαστικά ευχάριστες.
Σε αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει μια ανενόχλητη κυβέρνηση, η οποία ωστόσο αρχίζει να παρουσιάζει σημάδια δημοσκοπικής στασιμότητας, και μια αντιπολίτευση που αναζητεί όχι απλώς βηματισμό, αλλά λόγο ύπαρξης. Το κενό στον χώρο της Κεντροαριστεράς χάσκει και οι ακραίες ή τάχα αντισυστημικές φωνές δυναμώνουν.
Παρά ταύτα, το αξίωμα ότι η φύση αντιπαθεί το κενό είναι εξαιρετικά πιθανό να επαληθευτεί σχετικά σύντομα. Η εξαφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μια καταλυτική παράμετρος και λογικά οι προσδοκίες θα στραφούν στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο εκτός συγκλονιστικού απροόπτου σε έναν μήνα θα έχει κλείσει τις εκκρεμότητές του για την προεδρία του κόμματος.
Η εξέλιξη αυτή με νομοτελειακό τρόπο θα διαμορφώσει το νέο πολιτικό σκηνικό και τους συσχετισμούς δυνάμεων. Και εφόσον αυτά εξελιχθούν ομαλά, θα αρχίσει να φανερώνει και τα πραγματικά πολιτικά διλήμματα.
Αν δεν συμβεί κάτι δραματικό, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να είναι αντιμέτωπη με τα προβλήματα που (δεν) λύνει, πιθανότατα με τη δημοσκοπική της στασιμότητα, και θα μένει η εκκρεμότητα της εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης, την οποία κουτσά-στραβά ή και πιο τεκμηριωμένα θα διατυπώσει το ΠΑΣΟΚ. Επιπλέον, όλοι θα πρέπει να δώσουν συγκεκριμένες απαντήσεις στα θεσμικά ζητήματα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και της συνταγματικής αναθεώρησης.
Μαζί με αυτά θα φανερωθεί σταδιακά και το ουσιαστικό εκλογικό δίλημμα για όλους. Η κυβέρνηση πιθανότατα δεν θα αποφύγει την εσωτερική συζήτηση για τις ενδεχόμενες συνεργασίες μετά τις επόμενες εκλογές. Θα κοιτάξει στα δεξιά της ή θα αναγκαστεί να στραφεί προς το ΠΑΣΟΚ, όπως λογικά θα προτιμούσε ο Μητσοτάκης; Είναι βέβαιο ότι κάποιοι θα προτιμήσουν την πρώτη επιλογή και αυτό ίσως να μην εξελιχθεί ανώδυνα.
Το ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του, είτε θα παρουσιάσει μια δημοσκοπική ανάκαμψη που θα πείσει ότι διαθέτει και πάλι πολιτικό λόγο, δυναμική και ικανότητα να παίξει «στα ίσια» με τη ΝΔ, είτε θα επιβεβαιώσει εκείνους που επιμένουν ότι δεν διαθέτει πλέον τα αναγκαία πολιτικά καύσιμα ώστε να τρέξει επί ίσοις όροις στην κούρσα της διακυβέρνησης.
Πλην όμως θα πρέπει να είναι και έτοιμο ώστε να απαντήσει με επάρκεια στο ερώτημα αν θα μπορεί να προσφέρει κυβερνητική λύση και πρόταση, εφόσον τεθούν ζητήματα συνεργασιών. Πιθανώς αυτός να είναι ο σημαντικότερος γρίφος που θα πρέπει να λύσουν μέσα τους η ηγεσία, τα στελέχη και οι μηχανισμοί του ΠΑΣΟΚ, εφόσον πρώτα απαλλαγούν από τις τραυματικές και λανθασμένες αναλύσεις του παρελθόντος, για το πολιτικό κόστος της περιόδου 2012-2015 και τη δαιμονοποίηση της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου.
Η ενδεχόμενη συζήτηση κυβερνητικής συνεργασίας θα γίνει με πολύ διαφορετικούς όρους και πάντως όχι σε μνημονιακές συνθήκες, με βάση τουλάχιστον τα σημερινά δεδομένα. Υπό αυτήν την έννοια όλοι θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για κάτι εποικοδομητικό και απαλλαγμένοι από αρτηριοσκληρωτικά συμπλέγματα του παρελθόντος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News