Δανείζομαι τον τίτλο ενός γνωστού αναγνώσματος, και τον παραλλάσσω, για να περιγράψω αυτό που ακόμα μια φορά διαπίστωσε έρευνα της Eurostat. Το ποσοστό των Ελλήνων που διαβάζει είναι πιο χαμηλό σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Πιο αναλυτικά, το 30,7% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω διάβασε λιγότερα από πέντε βιβλία, το 7,8% διάβασε το πολύ έως εννιά βιβλία και μόλις το 4,5% διάβασε περισσότερα από δέκα βιβλία, το 2022. Τα ίδια ανέφερε πριν από λίγους μήνες και ο Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Εργων του Λόγου. Το 35% του ελληνικού πληθυσμού δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο.
Δεν χρειάζεται να δεις στατιστικές πια για να διαπιστώσεις πόσο έχουμε απομακρυνθεί από το βιβλίο. Το βλέπεις γύρω σου. Ούτε στην παραλία διαβάζει ο κόσμος, ενώ στο μετρό, όποιος έχει βιβλίο μπροστά του και όχι κινητό, δείχνει σαν τη μύγα μες στο γάλα. Γενικώς, δεν διαβάζουμε. Και όσο κι αν θέλουμε να το κρύψουμε, φαίνεται: από την έλλειψη βιβλιοθηκών στα σπίτια μας, από την απουσία βιβλίων μέσα στις τσάντες και τις βαλίτσες μας και, φυσικά, από την ικανότητα συγκέντρωσης στην ανάγνωση που συρρικνώνεται και το πνευματικό μας επίπεδο που κατεβαίνει.
Κατανοεί κανείς τους λόγους για αυτή την εξέλιξη. Οταν δεν μπορείς να καλύψεις καλά καλά τις υποχρεώσεις σου, λόγω ακρίβειας και χαμηλού εισοδήματος, βιβλία θα πάρεις; Και όταν ο ελεύθερος χρόνος γίνεται πολυτέλεια για μια τους περισσότερους, η ανάγνωση πού θα χωρέσει; Αν, βέβαια, υπήρχε μεγαλύτερη εξοικείωση μαζί της, κάπου μέσα στην ημέρα θα βρισκόταν λίγος χρόνος.
Ας είμαστε ειλικρινείς, τα δεδομένα της καθημερινότητας δεν ευνοούν την ανάγνωση βιβλίων, αλλά αν η κοινωνία υποστήριζε αυτή τη συνήθεια μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, μέσω δράσεων, δανειστικών βιβλιοθηκών κ.τ.λ., θα ήταν καλύτερα τα πράγματα. Το πρώτο βήμα είναι το βιβλίο να μπει στα σπίτια με κάποιον τρόπο. Να βρεθεί μπροστά σου. Το δεύτερο βήμα είναι να υπάρξουν ερεθίσματα για να το ανοίξεις. Να δεις τους γονείς σου, για παράδειγμα, να διαβάζουν.
Γελάω πολύ με εκείνους που λένε ότι δεν αφήνουν τα παιδιά τους πάνω από μισάωρο σε οθόνη, ενώ τους βλέπεις, και τους βλέπουν και τα παιδιά τους, να κάθονται μπροστά της επί ώρες. Πώς να μην απαξιώσει το παιδί την ανάγνωση; Το παρατηρείς στα παιδικά πάρτι. Οταν η σακούλα έχει δώρο βιβλία, τα παιδάκια κάνουν γκριμάτσες απογοήτευσης.
Η απαξίωση συνεχίζεται, ασφαλώς, και στην ενήλικη ζωή. Και αυτό είναι, ίσως, και το χειρότερο που συμβαίνει με τα βιβλία στην Ελλάδα και γενικότερα με την πνευματική εργασία. Οχι τώρα, εδώ και δεκαετίες απαξιώνεται. Δεν θεωρείται καν εργασία. Θεωρείται περισσότερο ένα πάρεργο και χόμπι, κάτι που είναι λογικό να κάνεις παράλληλα με κάτι άλλο, κάτι που «σε ζει».
Αν επιμένεις σε αυτό, είσαι τρελός, ιδιόρρυθμος, φαντασιόπληκτος, χαμένος από χέρι, ψώνιο. Είσαι στο κλαμπ των «κουλτουριάρηδων» – άλλος ένας όρος που έχει κολλήσει στη διανόηση και είναι εμφανής η υποτιμητική χροιά του.
Δεν αγαπάμε το βιβλίο, το μόνο σίγουρο. Και εκείνο που κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση, είναι πώς, ενώ οι στατιστικές μας βγάζουν από τους λιγότερο διαβαστερούς λαούς της Ευρώπης, έχουμε τόσους συγγραφείς και τόσες νέες εκδόσεις. Κάθε τρεις και λίγο, κάποιος θα σε καλέσει σε μια παρουσίαση βιβλίου.
Δεν είναι κακό, φυσικά, να υπάρχουν πολλοί συγγραφείς εκεί έξω (και περισσότεροι από 1.300 εκδοτικοί οίκοι). Αναρωτιέσαι, ωστόσο, τι ψάρια θα πιάσουν έχοντας απέναντι τους ένα αγοραστικό κοινό που βάζει το βιβλίο τελευταίο στη λίστα του ή δεν το βάζει καθόλου. Οταν μέχρι και γνωστοί συγγραφείς, πολυγραφότατοι και με σταθερό αναγνωστικό κοινό, σου λένε ότι είναι δύσκολα τα πράγματα, καταλαβαίνεις. Το βιβλίο είναι εδώ και εμείς εκεί. Η σύνδεση είναι αδύναμη.
ΥΓ. Πάντως, το 52ο Φεστιβάλ Βιβλίου έχει ανοίξει τις πύλες του στο Πεδίον του Αρεως. Μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, μας περιμένει. Και η αλήθεια, είναι, ακόμα κι αν δεν είσαι βιβλιοφάγος, μια βόλτα εκεί σού ανοίγει την όρεξη να πάρεις ένα βιβλίο. Εστω και Αρλεκιν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News