Αν αναφέρετε τη λέξη «διάδοση», οι περισσότεροι θα υποθέσουν ότι μιλάτε για την εξάπλωση των πυρηνικών όπλων. Δικαιολογημένα. Εννέα χώρες (Κίνα, Γαλλία, Ινδία, Ισραήλ, Βόρεια Κορέα, Πακιστάν, Ρωσία, Ηνωμένες Πολιτείες και Βρετανία) τα κατέχουν. Αλλά πολύ περισσότερες έχουν την ικανότητα και, πιθανώς, λόγους να τα παράγουν. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος τρομοκρατικές ομάδες να αποκτήσουν ένα ή περισσότερα από αυτά τα όπλα.
Αυτού του τύπου η διάδοση των πυρηνικών όπλων περιγράφεται συχνά ως «οριζόντια». Η μεγαλύτερη άμεση ανησυχία παραμένει το Ιράν, το οποίο έχει μειώσει δραματικά τον χρόνο που θα χρειαζόταν για την ανάπτυξη ενός ή περισσότερων πυρηνικών όπλων. Ενα Ιράν με πυρηνικά όπλα θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει ή –ακόμα και αν όχι– θα μπορούσε να υπολογίζει ότι δύναται να επιβάλει τη θέλησή του ή να επιτεθεί με ασφάλεια στο Ισραήλ ή σε έναν ή περισσότερους από τους άραβες γείτονές του άμεσα (ή μέσω ενός εκ των αντιπροσώπων του) με μη πυρηνικά, συμβατικά όπλα.
Ενα Ιράν οπλισμένο με πυρηνικά πιθανότατα θα πυροδοτούσε μια περιφερειακή κούρσα εξοπλισμών. Αρκετοί από τους γείτονές τους –ιδίως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Τουρκία– θα μπορούσαν κάλλιστα να αναπτύξουν ή να αποκτήσουν δικά τους πυρηνικά όπλα. Μια τέτοια δυναμική θα αποσταθεροποιούσε περαιτέρω την πιο ταραγμένη και ασταθή περιοχή του κόσμου.
Ομως, όσο σημαντικό και αν είναι αυτό το σενάριο, ένας άλλος τύπος διάδοσης αξίζει τώρα προσοχή: η κάθετη διάδοση, δηλαδή, η βελτίωση της ποιότητας ή/και της αύξησης της ποσότητας των πυρηνικών όπλων των εννέα χωρών που ήδη τα διαθέτουν. Ο κίνδυνος δεν είναι μόνο ότι τα πυρηνικά όπλα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε έναν πόλεμο, αλλά επίσης ότι θα αυξάνονταν οι πιθανότητες πολέμου, καθώς κυβερνήσεις θα ενθαρρύνονταν να συμπεριφέρονται πιο επιθετικά για την επιδίωξη των γεωπολιτικών στόχων τους, με την πεποίθηση ότι μπορούν να ενεργούν ατιμώρητα.
Το ταχύτερα αναπτυσσόμενο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο, σήμερα, ανήκει στην Κίνα. Φαίνεται ότι η Κίνα πιστεύει ότι εάν ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ σε αυτό το πεδίο, θα μπορούσε να αποτρέψει την Ουάσιγκτον από το να επέμβει υπέρ της Ταϊβάν κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε κρίσης στο νησί. Με το σημερινό ρυθμό, η Κίνα θα φτάσει τις ΗΠΑ και τη Ρωσία σε μια δεκαετία – και δεν δείχνει ενδιαφέρον ούτε για συμμετοχή σε συνομιλίες για τον έλεγχο των εξοπλισμών που θα επιβραδύνουν την αύξησή τους της ούτε για να θέσει ένα ανώτατο όριο στις δυνατότητές της.
Υπάρχει επίσης η Βόρεια Κορέα. Ούτε οι οικονομικές κυρώσεις ούτε η διπλωματία κατάφεραν να περιορίσουν το πυρηνικό της πρόγραμμα. Η Βόρεια Κορέα πιστεύεται τώρα ότι διαθέτει περισσότερες από 50 πυρηνικές κεφαλές, μερικές από τις οποίες φέρουν πυραύλους με διηπειρωτικό βεληνεκές και βελτιωμένη ακρίβεια. Τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία έχουν συνδράμει τη Βόρεια Κορέα, ενώ είναι πιθανή περαιτέρω ρωσική αρωγή, δεδομένης της παροχής όπλων από τη Βόρεια Κορέα στη Ρωσία για χρήση στην Ουκρανία.
Και πάλι, το ερώτημα δεν είναι μόνο τι μπορεί να κάνει η Βόρεια Κορέα με το πυρηνικό της οπλοστάσιο. Δεν είναι παράλογο να φανταστούμε μια επίθεση της Βόρειας Κορέας στη Νότια Κορέα ή ακόμα και στην Ιαπωνία με τη χρήση συμβατικών δυνάμεων, σε συνδυασμό με μια πυρηνική απειλή προς τις ΗΠΑ να μην επέμβουν. Αυτή ακριβώς η πιθανότητα τροφοδοτεί τη δημόσια πίεση στη Νότια Κορέα για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, αποδεικνύοντας ότι η κάθετη διάδοση μπορεί να οδηγήσει σε οριζόντια διάδοση, ειδικά εάν οι χώρες που προστατεύονται από τις ΗΠΑ αρχίσουν να αμφιβάλλουν για την προθυμία της Αμερικής να διακινδυνεύει, ούτως ώστε να τις προστατεύει.
Η Ρωσία προκαλεί ακόμη έναν λόγο ανησυχίας. Η Ρωσία και οι ΗΠΑ έχουν τα δύο μεγαλύτερα πυρηνικά οπλοστάσια στον κόσμο. Και οι δύο περιορίζονται από συμφωνίες (New START) για τον έλεγχο των όπλων που περιορίζουν τον αριθμό των πυρηνικών κεφαλών που μπορεί να αναπτύξει καθεμία σε 1.550.
Η συνθήκη New START καθορίζει επίσης τον αριθμό των αεροπλάνων, των πυραύλων και των υποβρυχίων εξοπλισμένων με πυρηνικά όπλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Και στη συμφωνία περιλαμβάνονται επίσης διάφορες ρυθμίσεις για τη διευκόλυνση της επαλήθευσης των όποιων στοιχείων, ώστε οι δύο κυβερνήσεις να μπορούν να είναι βέβαιες ότι η άλλη συμμορφώνεται.
Η συνθήκη New START (που συνάφθηκε το 2011 και ανανεώθηκε πολλές φορές έκτοτε) πρόκειται να λήξει τον Φεβρουάριο του 2026. Η Ρωσία μπορεί κάλλιστα να αρνηθεί να ανανεώσει εκ νέου τη συνθήκη, πιθανώς επειδή η απόδοση των ενόπλων δυνάμεών της στην Ουκρανία την έχει καταστήσει εξαρτημένη από το πυρηνικό της οπλοστάσιο περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Ή μπορεί να επιδιώξει να ανταλλάξει την προθυμία της να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τη συμφωνία με αμερικανικές παραχωρήσεις στην Ουκρανία.
Αυτό που ανησυχεί την Ουάσινγκτον δεν είναι μόνον το τι μπορεί να κάνει η Ρωσία αλλά και το ότι οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τώρα τρεις αντιπάλους με πυρηνικά όπλα που θα μπορούσαν να συντονίσουν τις πολιτικές τους και να δημιουργήσουν ένα ενιαίο πυρηνικό μέτωπο σε μια κρίση. Ολα αυτά ωθούν τις ΗΠΑ να επανεξετάσουν τη δική τους πυρηνική πολιτική.
Τον Μάρτιο, η αμερικανική κυβέρνηση φέρεται να ολοκλήρωσε την περιοδική επαναξιολόγηση των πυρηνικών της δυνάμεων και δισεκατομμύρια, τουλάχιστον, δολάρια πρόκειται να δαπανηθούν για μια νέα γενιά βομβαρδιστικών, πυραύλων και υποβρυχίων. Στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσαμε να εισερχόμαστε σε μια εποχή μη δομημένου πυρηνικού ανταγωνισμού.
Ολα αυτά δημιουργούν μια επικίνδυνη περίσταση. Το ταμπού που σχετίζεται με τα πυρηνικά όπλα έχει εξασθενήσει με τον καιρό. Λίγοι ήταν ζωντανοί όταν οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν πυρηνικά όπλα δύο φορές εναντίον της Ιαπωνίας για να επισπεύσουν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πράγματι, Ρώσοι αξιωματούχοι υπαινίχθηκαν έντονα την ετοιμότητά τους να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα στο πλαίσιο του πολέμου στην Ουκρανία.
Τα πυρηνικά όπλα διαδραμάτισαν σταθεροποιητικό ρόλο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αναμφισβήτητα η ύπαρξή τους συνέβαλε στο να παραμείνει ψυχρός. Υπήρχαν όμως μόνο δύο παίκτες και ο καθένας είχε ένα οπλοστάσιο που του επέτρεπε να επιβιώσει, έπειτα από ένα πρώτο χτύπημα από τον άλλο, και να απαντήσει με παρόμοιο τρόπο, γεγονός που ενίσχυε την αποτροπή. Και αμφότερες οι πλευρές ενεργούσαν κατά το πλείστον σχετικά προσεκτικά, ούτως ώστε ο ανταγωνισμός τους να μην κλιμακωθεί σε άμεση σύγκρουση και οδηγήσει σε μια καταστροφική πυρηνική ανταλλαγή.
Τριάντα πέντε χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ένας νέος κόσμος αναδύεται, ένας κόσμος που χαρακτηρίζεται από κούρσες εξοπλισμών, πιθανούς νεοεισερχόμενους σε μια ολοένα λιγότερο αποκλειστική λέσχη κρατών με πυρηνικά όπλα και έναν μακρύ κατάλογο σοβαρών διαφωνιών σχετικά με τις πολιτικές ρυθμίσεις στη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη και την Ασία. Δεν πρόκειται για μια κατάσταση που προσφέρεται για λύση, αλλά στην καλύτερη περίπτωση για αποτελεσματική διαχείριση. Μπορεί κανείς μόνο να ελπίζει ότι οι ηγέτες αυτής της εποχής θα ανταποκριθούν στην πρόκληση.
Ο Richard Haass, επίτιμος πρόεδρος του Council on Foreign Relations, είναι ανώτερος σύμβουλος στο Centerview Partners, συγγραφέας του «The Bill of Obligations: The Ten Habits of Good Citizens» (Penguin Press, 2023) και συντάκτης του εβδομαδιαίου newsletter Home & Away. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News