Φορώντας κάποιο από τα 150 κατά παραγγελία ραμμένα κοστούμια του, με τους υπέροχους τρόπους και την ηρεμία του, που κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να διαταράξει, με το ευγενικό του χαμόγελο και τις πνευματώδεις «ατάκες» του, μόνο με προπονητή ποδοσφαίρου δεν έμοιαζε. Ισως, με αρχιτέκτονα. Με διπλωμάτη. Με «γαλαζοαίματο». Σίγουρα, ήταν ένας μπον βιβέρ κοσμοπολίτης, αποφασισμένος να ρουφήξει μέχρι το μεδούλι κάθε λεπτό της ζωής του. Ακόμη και αυτούς τους μήνες, που οι γιατροί του είχαν πει πως θα ήταν οι τελευταίοι του.
Ο Σβεν-Γκόραν Ερικσον, που «έφυγε» τη Δευτέρα στα 76 του χρόνια νικημένος από τον καρκίνο, υπήρξε σπουδαίος τεχνικός. Τόσο, ώστε να γίνει ο πρώτος ξένος στον οποίο οι Αγγλοι εμπιστεύθηκαν την εθνική τους ομάδα (2001-2006). Στα 42 χρόνια της καριέρας του κατέκτησε 18 τρόπαια, δόξα, χρήματα, τον σεβασμό των παικτών του και την αγάπη των οπαδών. Το ποδόσφαιρο το αγάπησε και το υπηρέτησε με πάθος. Ποτέ, όμως, δεν το θεώρησε πιο σημαντικό από τη ζωή: τη δική του και των άλλων.
Οταν κατέκτησε τον πρώτο του διεθνή τίτλο (το Κύπελλο UEFA με τους ερασιτέχνες της Γκέτεμποργκ), ήταν μόλις 34 ετών. Τα αθλητικά media της Ευρώπης υποκλίνονταν στην προπονητική του αυθεντία, όμως ο ίδιος δήλωνε πως εκείνος ο θρίαμβος δεν ήταν παρά το «εισιτήριό» του για να ταξιδέψει πέρα από τα σύνορα της Σουηδίας. Να γνωρίσει τον Κόσμο. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε στη Λισσαβόνα, στη Ρώμη, στη Φλωρεντία, στη Γένοβα, στο Λονδίνο, στο Μάντσεστερ, στο Λέστερ, στο Μεξικό, στην Ακτή Ελεφαντοστού, στην Κίνα και στις Φιλιππίνες. Την εθνική Αγγλίας την ανέλαβε «επειδή είναι η εθνική Αγγλίας». Ολες οι υπόλοιπες επιλογές του ήταν σταθμοί στον γύρο της Γης που από μικρός ονειρευόταν να κάνει.
Στο βιβλίο που έγραψε ο θρύλος του ιταλικού ποδοσφαίρου, Τζιανλούκα Βιάλι, μαζί με τον δημοσιογράφο, Γκαμπριέλε Μαρκότι, περιγράφεται το πόσο διαφορετικός ήταν ο Σουηδός σε σχέση με τους άλλους top προπονητές της εποχής του. Ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον δεν έφευγε από το αθλητικό κέντρο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μέχρι να… τον διώξει ο νυχτοφύλακας. Ο Αρσέν Βενγκέρ… κυνηγούσε τους παίκτες της Αρσεναλ στο πάρκινγκ, καθώς έφευγαν από την προπόνηση, για να τους πει «κάτι τελευταίο» πριν μπουν στα αυτοκίνητά τους. Ο Ερικσον παρέδιδε το μάθημά του με προθυμία και επαγγελματισμό, αλλά μετά τη δουλειά μιλούσε για εστιατόρια, ταξιδιωτικούς προορισμούς, ένα μπουκάλι καλό κρασί που έτυχε να γευτεί, ωραία μέρη για να περάσει κάποιος μια βραδιά ή το Σαββατοκύριακο. Για τις ανθρώπινες σχέσεις, για τον έρωτα, για τέχνη, για ένα ωραίο αμπαζούρ που είδε σε κάποια βιτρίνα.
Απολάμβανε τους θριάμβους του σαν αυτοκράτορας που επέστρεψε νικητής από την εκστρατεία του. Αλλά δεν έχανε το κέφι του για ζωή, ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές της καριέρας του. Τη μέρα που ανακοινώθηκε ότι η «εποχή Ερικσον» στην εθνική Αγγλίας έφτασε στο τέλος της (2006), γράφουν οι λονδρέζικοι Times, ένα στέλεχος της αγγλικής ομοσπονδίας ποδοσφαίρου τον συνόδευε στο αυτοκίνητο που τον πήγαινε στην αποχαιρετιστήρια συνέντευξη Τύπου. Του εξηγούσε ότι θα αντιμετώπιζε βιτριολικές ερωτήσεις, και τον συμβούλευε τι έπρεπε να απαντήσει. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκε ότι ο Σουηδός δεν τον άκουγε. Κάτι που είδε από το παράθυρο, είχε τραβήξει την προσοχή του.
«Τη γνωρίζεις αυτή;», ρώτησε ο Ερικσον. «Ποια, Σβεν;». «Εκείνη», είπε ο προπονητής, δείχνοντας με τα μάτια την αφίσα μιας καλλίγραμμης κοπέλας που διαφήμιζε ένα καλσόν. «Τη γυναίκα της διαφήμισης; Οχι, πώς να τη γνωρίζω;», αποκρίθηκε γεμάτος απορία ο παράγοντας. «Πιστεύεις πως θα μπορούσες να βρεις τον αριθμό του τηλεφώνου της;»…
Η περιπετειώδης ερωτική ζωή του Ερικσον ήταν αγαπημένο θέμα στα πρωτοσέλιδα των σκανδαλοθηρικών ταμπλόιντ. Οταν αφίχθη στο Λονδίνο (2001), είχε ήδη χωρίσει από την Ανν-Κριστίν Πέτερσον, τη σύζυγο με την οποία απέκτησε τα δυο του παιδιά: τον Γιόχαν, ατζέντη ποδοσφαιριστών, και τη Λίνα, εθελόντρια σε φιλανθρωπικές δράσεις. Στη βρετανική πρωτεύουσα τον συνόδευε η Νάνσι Ντελ Ολιο, μια ιταλο-αμερικανίδα δικηγόρος που διέλυσε τον γάμο της για να ακολουθήσει τον 53χρονο, τότε, Σουηδό. Εμεινε στο πλάι του (έως το 2007), ακόμη κι όταν έμαθε από τις εφημερίδες για τους δυο παράλληλους δεσμούς του: πρώτα με τη συμπατριώτισσά του τηλεπαρουσιάστρια, Ούλρικα Γιόνσον, που ήταν κατά 19χρόνια νεότερή του, κι έπειτα με τη Φάρια Αλαμ, η οποία εργαζόταν ως γραμματέας στην αγγλική ομοσπονδία ποδοσφαίρου.
«Η φήμη μου πληγώθηκε από αυτές τις σχέσεις, όμως δεν νιώθω ότι έκανα κάτι κακό», εκμυστηρεύτηκε ο Ερικσον στο ντοκιμαντέρ της Amazon για τη ζωή του. «Το σεξ είναι ένα από τα πιο ωραία πράγματα στη ζωή του ανθρώπου». Δεν έπαψε να ερωτεύεται μέχρι τα βαθιά γεράματα. Τελευταία του σύντροφος ήταν η Γιανισέ Αλτσίντες, παναμέζα χορεύτρια σε club του Μεξικού. Τη γνώρισε όταν δούλευε εκεί και, φεύγοντας (2009), την πήρε μαζί του. Οταν τον ρώτησαν, πώς κρατάει κοντά του μια γυναίκα 35 χρόνια μικρότερή του, απάντησε: «Ναι, είναι άτυχη. Αργησε πολύ να με γνωρίσει».
Δεν τον ένοιαζε, που κατασκόπευαν την προσωπική του ζωή. Που τον ακολουθούσαν και τον φωτογράφιζαν κρυφά σε πολυτελή ξενοδοχεία και σε πανάκριβα εστιατόρια για να παρουσιάσουν ως σκάνδαλο την καλοπέρασή του. Δεν θύμωνε, ούτε όταν τον αδικούσαν. Οπως τότε (2007), που τον «συνέλαβαν» να χορεύει σφιχταγκαλιασμένος με μια νεαρή και τον… κρέμασαν στα μανταλάκια. Στην επόμενη συνέντευξη Τύπου -ήταν προπονητής της Μάντσεστερ Σίτι εκείνη την εποχή- εμφανίστηκε στην αίθουσα με χαμόγελο και ρώτησε τους δημοσιογράφους: «Τι λέτε, δεν έχω πολύ όμορφη κόρη;».
Είχε αγοράσει ένα υπέροχο παραλιακό σπίτι στη Λισαβόνα. Πήγαινε συχνά, και γευμάτιζε πάντα στο ίδιο εστιατόριο, το «Mar do Inferno». Ο αρθρογράφος των Times, Μάρτιν Σάμιουελ, θυμάται μια τυχαία τους συνάντηση εκεί. Ετρωγε με τη γυναίκα του, όταν ο Ερικσον πέρασε την πόρτα και τον είδε. Ο δημοσιογράφος τον είχε στενοχωρήσει με κάποια άρθρα του, όμως ο Σουηδός τους πλησίασε κεφάτος και χαμογελαστός. Συστήθηκε στην κυρία Σάμιουελ με την ευγένεια βρετανού αριστοκράτη, και τους κάλεσε να μοιραστούν τη βραδιά μαζί του. «Τέτοια πολιτισμένη συμπεριφορά δεν τη συναντάς συχνά στις μέρες μας», σχολιάζει.
Την επιτυχία του στο ποδόσφαιρο την εξαργύρωσε για να ζήσει όπως ονειρευόταν: να ταξιδέψει, να γευτεί τις χαρές της ζωής, να κάνει φίλους, να δημιουργήσει υπέροχες αναμνήσεις και εκτός γηπέδων. «Είχα μια καλή ζωή», εξομολογήθηκε στο ντοκιμαντέρ της Amazon. «Ισως, πολύ καλύτερη από αυτή που άξιζα. Σίγουρα, μια που δεν θα μπορούσε να φανταστεί ο γιος ενός εισπράκτορα λεωφορείων και μιας νοσοκόμας, που γεννήθηκε σε ένα χωριουδάκι της Σουηδίας, όπως εγώ».
Προσπάθησε να ενθαρρύνει και τους γύρω του, να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Νοιαζόταν για όλους. Γι’ αυτό αγαπήθηκε περισσότερο, κι όχι για τους θριάμβους του. Από τις 11 Ιανουαρίου, που ανακοίνωσε σε ραδιοφωνική του συνέντευξη ότι του μένουν λίγοι μήνες ζωής, μέχρι χθες, πνίγηκε σε ένα πρωτοφανές κύμα αγάπης. Αρκετοί από τους παλιούς του παίκτες και συνεργάτες του, τον επισκέφθηκαν στο σπίτι του για να του συμπαρασταθούν. Να τον αποχαιρετήσουν. Ο Ντέιβιντ Μπέκαμ, αρχηγός της εθνικής Αγγλίας στα χρόνια του Ερικσον, του χάρισε ένα σπάνιο μπουκάλι κρασί του 1948: της χρονιάς που γεννήθηκε. Ο Σουηδός το άνοιξε και το ήπιαν μαζί.
Μόλις ένιωσε το τέλος να πλησιάζει, έγραψε τον δικό του επιτάφιο: «Ελπίζω να με θυμάστε ως έναν καλό άνθρωπο, που προσπάθησε για το καλύτερο. Μη λυπάστε, χαμογελάστε. Σας ευχαριστώ για όλα, προπονητές, παίκτες, το κοινό. Ηταν όλα φανταστικά. Προσέξτε τον εαυτό σας, φροντίστε τη ζωή σας και ζήστε την. Αντίο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News