Ο Γουόρχολ την ειδωλοποίησε, η Θάτσερ την αντέγραψε και για τον συγγραφέα Κίνγκσλεϊ Ειμις ο μεγαλύτερος φόβος ήταν μην «αεριστεί» παρουσία της. Ενα νέο βιβλίο, το «A Voyage Around the Queen» (Ενα Ταξίδι Γύρω από τη Βασίλισσα) του βρετανού κριτικού και αρθρογράφου Κρεγκ Μπράουν, επιχειρεί να εξερευνήσει την προσωπικότητα της πραγματικής Ελισσάβετ, πίσω από τη βασίλισσα.
«Οταν οι άνθρωποι κοιτούσαν τη βασίλισσα, τι έβλεπαν;» αναρωτιέται ο ίδιος γράφοντας στον Guardian.
Σε ένα επίπεδο η απάντηση είναι προφανής, εξηγεί: έβλεπαν μια ζωντανή αναπαράσταση του προσώπου που είχαν απορροφήσει, συχνά χωρίς να δίνουν σημασία, σχεδόν κάθε μέρα της ζωής τους: στην τηλεόραση, σε νομίσματα και σε καρτ ποστάλ, σε εφημερίδες, βιβλία και περιοδικά, στο διαδίκτυο, σε τοίχους, σε γκαλερί και σε γραμματόσημα. Ηταν το πιο πολυφωτογραφημένο πρόσωπο στην ανθρώπινη Ιστορία.
Ετσι, το να γνωρίσεις από κοντά τη βασίλισσα μπορούσε να σε κάνει να νιώσεις ζαλισμένος – σαν να ζωντάνευε ξαφνικά μπροστά σου ένα πολυαγαπημένο οικογενειακό πορτρέτο, οικείο από την παιδική ηλικία, που μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά. Για τους περισσότερους η εμπειρία ήταν ανησυχητική, ακόμη και τρομακτική.
Ο συγγραφέας Κίνγκσλεϊ Ειμις προσκλήθηκε σε ένα μεσημεριανό γεύμα στο Μπάκιγχαμ το 1975. «Ηταν τρομοκρατημένος επί μέρες για την πιθανότητα μιας απρογραμμάτιστης κλανιάς ή ρεψίματος μπροστά της και έκανε αυστηρή δίαιτα, χωρίς φασόλια και κρεμμύδια» είπε ένας παλιός του φίλος. Ο φόβος του αναζωπυρώθηκε 15 χρόνια αργότερα. Πριν πάει στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ για να λάβει τον τίτλο του ιππότη, ο Ειμις φοβήθηκε τόσο πολύ μήπως αφοδεύσει κατά λάθος μπροστά στη βασίλισσα, που, σύμφωνα με τα λόγια του γιου του Μάρτιν, «έβαλε τον γιατρό του να τον προστατεύσει με τόσο πολύ Imodium (φάρμακο κατά της διάρροιας) που μετά ήταν αμφίβολο αν θα πήγαινε ξανά στην τουαλέτα».
Πόσο ανταποκρίνονταν όμως όλα αυτά στην πραγματικότητα; Με τις συνομιλίες της να περιορίζονται από το πρωτόκολλο, η Ελισάβετ έγινε ένας ανθρώπινος καθρέφτης: αντανακλούσε τη φήμη που ήδη είχε. Στον αισιόδοξο φαινόταν αισιόδοξη. Στον απαισιόδοξο, απαισιόδοξη. Σε κάποιους έμοιαζε οικεία, σε άλλους απόμακρη, στους κυνικούς πεζή και σε κάποιους άλλους χαρισματική.
Εχοντας καθίσει δίπλα της σε ένα δείπνο στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ το 1956, ο τότε σοβιετικός γενικός γραμματέας Νικίτα Χρουστσόφ έφυγε με την εντύπωση ότι ήταν «το είδος της νεαρής γυναίκας που πιθανότατα θα συναντούσατε περπατώντας στην οδό Γκόρκι ένα γαλήνιο καλοκαιρινό απόγευμα».
Οταν οι άνθρωποι μιλούσαν για αυτήν, μιλούσαν για τον εαυτό τους, και όταν την ονειρεύονταν, ονειρεύονταν τον εαυτό τους, γράφει ο Μπράουν στον Guardian. Αντανακλούσε τις ελπίδες και τις αγωνίες τους. «Η πριγκίπισσα Ελισάβετ και ο Φίλιππος είναι στην πόλη απόψε» έγραψε η νεαρή συγγραφέας Πατρίσια Χάισμιθ, που βρισκόταν στη Ρώμη τη νύχτα της 19ης Απριλίου 1951. «Η κίνηση μπλόκαρε και όλοι είναι θυμωμένοι και σαστισμένοι».
Ο Μπράουν συνάντησε την Ελισάβετ μία φορά, σχεδόν τυχαία. Ηταν 20 ετών και ένας φίλος τον κάλεσε στην 25η επέτειο του γάμου των γονιών του. Οι γονείς του ανήκαν στην αριστοκρατία και ήταν ασυνήθιστα πλούσιοι: το σπίτι τους στο Κένσινγκτον είχε μια ψεύτικη πόρτα στο καθιστικό, η οποία οδηγούσε σε μια αίθουσα χορού. Ο Μπράουν γνώριζε ότι η βασίλισσα ήταν εκεί, αλλά δεν είχε σκεφτεί ότι θα τη συναντούσε. Ηταν, λοιπόν, έκπληξη για τον ίδιον όταν, περνώντας από τη μια πλευρά του πολυσύχναστου δωματίου στην άλλη, έπεσε πάνω στον πατέρα του φίλου του, έναν πολύ ευγενικό άντρα. «Α, Κρεγκ» είπε. «Θα θέλατε να σας παρουσιάσουν στη βασίλισσα;»
Ενα δευτερόλεπτο αργότερα έδινε το χέρι του στην Ελισάβετ. «Ο Κρεγκ έχει γράψει μερικά διασκεδαστικά άρθρα για το περιοδικό Punch» είπε ο οικοδεσπότης. «Οντως; Αυτό πρέπει να είναι διασκεδαστικό» απάντησε εκείνη. Ο Μπράουν το θεώρησε ως ένδειξη ότι ήθελε να μάθει τα πάντα γι’ αυτόν και τη δουλειά του και άρχισε να της μιλάει ακατάπαυστα.
«Οπως οι περισσότεροι άνθρωποι που συναντούσε, έπιασα τον εαυτό μου να λέει ασυναρτησίες. Της είπα τα πάντα για το αγγλικό χιούμορ και τους Μόντι Πάιθον, χωρίς να ξεχάσω τον Εντουαρντ Λιρ και τον Λούις Κάρολ. “Τι ενδιαφέρον”, έλεγε κάθε τόσο ή μερικές φορές, “πολύ διασκεδαστικό”.
»Καθώς συνέχιζα να μιλάω, παρατήρησα ότι κάθε τόσο έκανε ένα βήμα πίσω. Ετσι, εγώ έκανα ένα βήμα μπροστά και εκείνη ένα βήμα πίσω και ούτω καθεξής. Μπορεί να είχαμε συνεχίσει έτσι για πάντα –η Τζίντζερ Ρότζερς και ο Φρεντ Αστέρ– αν ο οικοδεσπότης δεν είχε παρέμβει εκ μέρους της, να την “κλέψει” για να μιλήσει σε κάποιον άλλο και να με αφήσει να επιστρέψω στην πραγματικότητα».
Η σύνθετη σχέση με τον Αντι Γουόρχολ
Ο Αντι Γουόρχολ και η βασίλισσα ήταν σχεδόν σύγχρονοι: η Ελισάβετ γεννήθηκε στο Μέιφερ του Λονδίνου στις 21 Απριλίου 1926 και ο Γουόρχολ στο Πίτσμπουργκ της Πενσιλβάνια στις 6 Αυγούστου 1928.
Είχαν και άλλα κοινά, παρατηρεί ο συγγραφέας. Και οι δύο είχαν συναντήσει έναν υπερβολικό αριθμό ανθρώπων (ο ένας από επιλογή, η άλλη από καθήκον). Και οι δύο χρησιμοποίησαν μια παρόμοια άμυνα στις αλληλεπιδράσεις, ώστε με κάποιον τρόπο να φαινόταν ότι συμμετέχουν στη συζήτηση χωρίς να παραδώσουν τίποτε από τον εαυτό τους. Για τη βασίλισσα η φράση «πόσο ενδιαφέρον» ή «αλήθεια;» ήταν συνήθως επαρκής για να παραμείνει σε μια συνομιλία. Ο Γουόρχολ λάτρευε επίσης το «ενδιαφέρον», αλλά πιο συχνά χρησιμοποιούσε το υπερατλαντικό του ισοδύναμο: «Gee» ή «Gee, αυτό είναι υπέροχο».
Η δουλειά των διασημοτήτων του 20ού αιώνα ήταν να αντικατοπτρίζουν τις προσδοκίες αυτών που συνάντησαν. Ο Γουόρχολ και η βασίλισσα προτίμησαν να κρατούν τα συναισθήματα και τις απόψεις τους για τον εαυτό τους. «Τείνει να λέει λιγότερα παρά περισσότερα», παρατήρησε κάποτε ο πρίγκιπας Φίλιππος για τη γυναίκα του. Η Πόλι Τόινμπι την περιέγραψε κάποτε ως την «ερωμένη του τίποτα». Παρόμοιες παρατηρήσεις γίνονταν συχνά και για τον Γουόρχολ, αν και στον ζοφερό κόσμο της σύγχρονης τέχνης το «τίποτα» συχνά θεωρούνταν έπαινος.
Η βασίλισσα πήρε τη φήμη της ως δεδομένη, γράφει ο Μπράουν στον Guardian. Ηταν κομμάτι της, κάτι με το οποίο έπρεπε να ζήσει, σαν ένα σημάδι εκ γενετής. Ομως ο Γουόρχολ, άγνωστος μέχρι τα 30 του, δεν σταμάτησε ποτέ να λαχταρά περισσότερα. «Θέλω να γίνω τόσο διάσημος όσο η βασίλισσα της Αγγλίας» είπε κάποτε.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο εμπορικός του εκπρόσωπος έγραψε στη βασίλισσα ζητώντας την άδεια να χρησιμοποιήσει το πορτρέτο της σε μια σειρά από πίνακες. Μετά από δέκα μέρες έλαβε την εξής επιστολή:
«Αγαπητέ κύριε Μόλντερ,
Εχω εντολή από τη Βασίλισσα να απαντήσω στην επιστολή σας της 6ης Σεπτεμβρίου σχετικά με τα σχέδια του κ. Γουόρχολ να ζωγραφίσει πορτρέτα της βασίλισσας της Μεγάλης Βρετανίας, της Δανίας και της Ολλανδίας. Ενώ η βασίλισσα σίγουρα δεν θα ήθελε να βάλει κανένα εμπόδιο στον κύριο Γουόρχολ, δεν θα σκεφτόταν καν να σχολιάσει αυτή την ιδέα.
Με εκτίμηση»
Μέχρι το 1985 οι πίνακες του Γουόρχολ ήταν έτοιμοι. Ο ίδιος πήγε στα εγκαίνια της έκθεσής του, αλλά έφυγε νωρίς, γεμάτος απέχθεια για τον εαυτό του. «Εχω πιάσει πάτο» εξομολογήθηκε στο ημερολόγιό του. Ωστόσο το προσωπικό ενδιαφέρον του Γουόρχολ για τη βασιλική οικογένεια παρέμεινε σταθερό. Κάποια στιγμή ενθουσιάστηκε με τον δεύτερο γιο της βασίλισσας, αλλά με τον καιρό το ενδιαφέρον του έσβησε.
«Ο πρίγκιπας Αντριου έχει γίνει τόσο άσχημος, μοιάζει με τη μητέρα του» σημείωσε στο ημερολόγιό του στις 11 Φεβρουαρίου 1987. Αυτή θα ήταν μια από τις τελευταίες του καταχωρήσεις: έντεκα μέρες αργότερα υποβλήθηκε σε μια εγχείρηση ρουτίνας στη χοληδόχο κύστη και πέθανε. Ομως ένα τέταρτο του αιώνα μετά τον θάνατό του, ο Γουόρχολ εξασφάλισε στον εαυτό του μια μόνιμη κατοικία στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ. Για ένα άγνωστο ποσό, η Βασιλική Συλλογή αγόρασε το πορτρέτο της βασίλισσας.
«Ο Γουόρχολ απλοποίησε το πορτρέτο, έτσι ώστε το μόνο που μένει είναι ένα πρόσωπο που μοιάζει με μάσκα» αναφέρεται στην επίσημη καταχώριση του καταλόγου της Βασιλικής Συλλογής. «Ολος ο χαρακτήρας έχει αφαιρεθεί και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα σύμβολο της βασιλικής εξουσίας».
Η πρωθυπουργός που ήθελε να γίνει Ελισάβετ
Μια άλλη σύγχρονη της Ελισάβετ, μόλις έξι μήνες μεγαλύτερή της, ήταν η Μάργκαρετ Θάτσερ. Η 23χρονη Μάργκαρετ Ρόμπερτς είδε για πρώτη φορά τη μελλοντική της βασίλισσα στους αγώνες του Νιουμάρκετ το 1949. Αμέσως υπέκυψε σε μια κοινή αυταπάτη. «Είδα την πριγκίπισσα Ελισάβετ και με είδε και εκείνη!» έγραψε με ενθουσιασμό στο ημερολόγιο ενός φίλου.
Δεκατρία χρόνια αργότερα και παντρεμένη, η συντηρητική βουλευτής του Φίντσλεϊ προσκλήθηκε σε μια δεξίωση στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ. «Η βασίλισσα έχει πολύ πιο ισχυρή προσωπικότητα από ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι και σίγουρα δεν επισκιάζεται από τον δούκα του Εδιμβούργου» έγραψε στον πατέρα της.
Μόλις έγινε πρωθυπουργός η Θάτσερ επισκεπτόταν τη βασίλισσα κάθε Τρίτη για την εβδομαδιαία ακρόασή της στο Παλάτι. Εκείνες οι ακροάσεις ήταν, λέει ο εξουσιοδοτημένος βιογράφος της Θάτσερ, Τσαρλς Μουρ, «σπανίως ήταν παραγωγικές, επειδή η Θάτσερ ήταν νευρική». Η βασίλισσα σημείωσε ότι η πρωθυπουργός της δεν μπορούσε ποτέ να χαλαρώσει μπροστά της. «Γιατί κάθεται πάντα στην άκρη του καθίσματός της;» αναρωτιόταν.
Η σχέση μεταξύ των δύο πιο διάσημων και ισχυρών γυναικών στη χώρα ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του ιδιωτικού γραμματέα της βασίλισσας, Γουίλιαμ Χέζελτάιν, «απόλυτα σωστή και ίσως όχι πολύ άνετη». Ο ίδιος θεωρούσε ότι αυτό μπορεί να ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, λάθος της βασίλισσας, «που όταν έμπαινε η Θάτσερ δεν μετέτρεπε την ομιλία σε συζήτηση». Από την πλευρά της, η βασίλισσα φαίνεται να ήταν ιντριγκαρισμένη για τα όσα συνέβαιναν στο κεφάλι της πρωθυπουργού της.
«Πιστεύετε ότι η κυρία Θάτσερ θα αλλάξει ποτέ;» ρώτησε κάποτε τον Λόρδο Κάρινγκτον, τον πρώτο υπουργό Εξωτερικών της Θάτσερ. «Ωχ όχι, κυρία» απάντησε ο Κάρινγκτον. «Δεν θα ήταν η κυρία Θάτσερ αν το έκανε».
Το πώς αλληλεπιδρούσαν οι δυο γυναίκες έγινε θέμα εικασιών. Η Σουζάνα Κονσταντάιν, για κάποιο διάστημα σύντροφος του γιου της πριγκίπισσας Μάργκαρετ, έγινε κάποτε μάρτυρας ενός καβγά μεταξύ της βασίλισσας και της Θάτσερ, στο Μπαλμόραλ. Οι Θάτσερ ήταν φιλοξενούμενοι εκεί, όπως και η Κονσταντάιν. «Ενώ ο Ντένις ήταν πραγματικά πολύ χαλαρός, η Θάτσερ αισθανόταν άβολα» θυμάται.
Το απόγευμα, στις έξι ή επτά, μαζεύτηκαν δίπλα στο ποτάμι για τσάι και σάντουιτς σε μια καλύβα. Μια μεγάλη τσαγιέρα, γνωστή ως Brown Betty, ήταν έτοιμη στο τραπέζι, «όπως η ίδια η βασίλισσα, απέριττη, στιβαρή και πρακτική. Κατάλληλη για τον σκοπό». Η βασίλισσα σήκωσε την τσαγέρα για να σερβίρει. «Ως διά μαγείας, μια περιττή Θάτσερ εμφανίστηκε στο πλευρό της σαν φάντασμα: “Αφήστε με να το κάνω εγώ, Μεγαλειοτάτη”».
Χωρίς καθυστέρηση, η Θάτσερ έβαλε το χέρι της κάτω από την τσαγέρα για να πάρει το βάρος της, αλλά «η προσφορά της αντιμετωπίστηκε με απροσδόκητη αντίσταση από τη βασίλισσα». Μην ξέροντας τι να κάνει, η Κονσταντάιν κατέβασε λίγο το φλιτζάνι της, οπότε η Θάτσερ «έσφιξε τα δάχτυλα γύρω από τη βάση και προσπάθησε για άλλη μια φορά να πάρει την τσαγιέρα από την ιδιοκτήτη της, αλλά δεν τα κατάφερε. Προφανώς η βασίλισσα δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει το χοντρό καφέ δοχείο. Μια περαιτέρω, πιο αποφασιστική έλξη από τη Θάτσερ αντιμετωπίστηκε με εξίσου αποφασιστικό κράτημα από την Αυτής Μεγαλειότητα».
«Δεν φαντάστηκα ότι η βασίλισσα θα σκότωνε τη Θάτσερ, αλλά η σκηνή ήταν αρκετά τεταμένη. Τότε ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, η τσαγέρα αφέθηκε πίσω στον νόμιμο ιδιοκτήτη της. Η Θάτσερ είχε ρίξει λευκή πετσέτα» διηγήθηκε η Κόνσταντάιν.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1985 ο Κένεθ Ρόουζ έγραψε στο ημερολόγιό του ότι η βασίλισσα είχε παραπονεθεί για τη Θάτσερ στη λαίδη Τράμπινγκτον: «Μένει πολλή ώρα και μιλάει πάρα πολύ. Εχει ζήσει πολύ καιρό ανάμεσα σε άνδρες».
Ακόμα και μετά από μια δεκαετία ως πρωθυπουργός, το παλιομοδίτικο δέος της Μάργκαρετ Θάτσερ στην παρουσία της βασίλισσας δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Την ημέρα των Χριστουγέννων θα συνέχιζε να φροντίζει να τελειώσει εγκαίρως το μεσημεριανό γεύμα ώστε να παρακολουθήσει την ομιλία της βασίλισσας στην τηλεόραση.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια της στην Ντάουνινγκ Στριτ, ορισμένοι άρχισαν να παρατηρούν ότι η Θάτσερ άρχιζε, με έναν περίεργο τρόπο, να μεταμορφώνεται στη μονάρχη. Αντέγραψε τα παχιά τακούνια της από λουστρίνι, την τσάντα της και, σε επίσημες περιστάσεις, τις κάπες και τα φορέματά της.
Αρχισε μάλιστα να υιοθετεί το βασιλικό «εμείς», χρησιμοποιώντας το με ολοένα και πιο περίεργους τρόπους. «Είμαστε γιαγιά» δήλωσε στους δημοσιογράφους μετά τη γέννηση του αγοριού του γιου της Μαρκ. Από την πλευρά της, η βασίλισσα ήταν γνωστό ότι θεωρούσε τους Θάτσερ λίγο κωμικούς στις προσπάθειές τους να την ευχαριστήσουν. Μια φορά είχε πει ενόσω τους περίμενε στο παλάτι: «Μη με κάνετε να γελάσω όταν ο Ντένις υποκλίνεται».
Μετά τον πόλεμο στα Φόκλαντ το 1982, κάποιοι ένιωσαν ότι η Θάτσερ είχε σφετεριστεί τον ρόλο της βασίλισσας. Η επίσκεψή της στα Φόκλαντ τον επόμενο Ιανουάριο έμοιαζε με βασιλική περιοδεία. «Οι συνεχείς αναφορές στα στρατεύματά “της” διακηρύσσουν ότι πρόκειται για μια βασιλική επίσκεψη» έγραψε τότε ένας σχολιαστής στους Times. Μετά από εθνικές καταστροφές δεν έχανε χρόνο για να επισκεφθεί τα θύματα. «Σε περίπτωση θανάτου ή σοβαρού τραυματισμού» έλεγε ένα αστείο δημοφιλές στους αντιπάλους της: «Δεν θέλω να με επισκεφτεί η Μάργκαρετ Θάτσερ».
«Εχουμε γίνει ένα έθνος με δύο μονάρχες» παρατήρησε ο πολιτικός σχολιαστής (και αργότερα μυθιστοριογράφος) Ρόμπερτ Χάρις το 1988. «Οσον αφορά την πρόοδο της νοικοκυράς/σούπερ σταρ σε όλον τον κόσμο, η Μάργκαρετ Θάτσερ μοιάζει σταθερά περισσότερο με τη βασίλισσα της Αγγλίας παρά με αυτό που πραγματικά είναι».
Αλλά αν υπήρχε τριβή μεταξύ τους, εξαφανίστηκε με την αποχώρηση της Θάτσερ από το γραφείο. Οταν ειδοποίησε τη βασίλισσα για την παραίτησή της «ήταν βαθιά αναστατωμένη» θυμάται ο Λόρδος Φέλοους. «Ηταν σε πολύ ταλαιπωρημένη κατάσταση και δεν μπορούσε να μιλήσει». Πίσω στην Ντάουνινγκ Στριτ «ανέβηκε κατευθείαν στο διαμέρισμα, έτρεξε στο μπάνιο και έκλαψε» θυμάται η προσωπική της βοηθός. Είπε: «Οταν οι άνθρωποι είναι ευγενικοί μαζί σου, το νιώθεις. Η βασίλισσα ήταν τόσο ευγενική μαζί μου».
Το 2005 οργανώθηκε ένα πάρτι για τα 80ά γενέθλια της Μάργκαρετ Θάτσερ στο ξενοδοχείο Mandarin Oriental, στο Νάιτσμπριτζ. Μέχρι τότε, μια σειρά από εγκεφαλικά επεισόδια είχε κάνει το μυαλό της θολό. Καθώς είδε τη βασίλισσα να πλησιάζει, ρώτησε: «Είναι εντάξει αν την αγγίξω;» Απλωσε το χέρι της και η βασίλισσα το πήρε και τη στήριξε.
«Αυτό ήταν ασυνήθιστο για τους Βρετανούς, αφού ξέρουν ότι δεν πρέπει να αγγίζεις τη βασίλισσα» παρατήρησε ο πρώην ιδιωτικός γραμματέας της για τις εξωτερικές υποθέσεις, Τσαρλς Πάουελ. «Αλλά πιάστηκαν χέρι-χέρι και η βασίλισσα την οδήγησε στο δωμάτιο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News