1180
| Shutterstock / CreativeProtagon

Τα βιβλία ως ανάχωμα στο ψηφιακό «ναρκοπέδιο»

Αννα Αθανασιάδου Αννα Αθανασιάδου 23 Αυγούστου 2024, 14:56

Τα βιβλία ως ανάχωμα στο ψηφιακό «ναρκοπέδιο»

Αννα Αθανασιάδου Αννα Αθανασιάδου 23 Αυγούστου 2024, 14:56

Μέσα στον καθημερινό ίλιγγο της αστραπιαίας επικοινωνίας το βιβλίο φαντάζει ξεπερασμένο, φλύαρο και χρονοβόρο, τουλάχιστον για τους μη βιβλιόφιλους. Οι ενέσεις ψηφιακής τεχνολογίας δεν το έκαναν ιδιαίτερα ελκυστικό στο νεότερο κοινό, το οποίο προτιμά να περιδιαβάζει στα κοινωνικά μέσα. Το τέλος του βιβλίου φαίνεται να πλησιάζει, καθώς το αναγνωστικό κοινό συρρικνώνεται διαρκώς. Και να που ανάμεσα στις προσπάθειες αντιστροφής του φαινομένου, ώστε να κερδίσει το βιβλίο την αιώνια ζωή, εμφανίστηκε ο πάπας

Από τον ιστότοπο του Βατικανού, σε πρόσφατη 12σέλιδη δημόσια επιστολή του, ο πάπας, παθιασμένος αναγνώστης ο ίδιος, συμβουλεύει όχι μόνο τους ιερείς αλλά και όλους τους χριστιανούς να διαβάζουν συστηματικά. Ο Φραγκίσκος συνιστά εμφατικά στους συνεργάτες και πιστούς του την ανάγνωση κυρίως λογοτεχνικών και ποιητικών συγγραμμάτων. Κατ’ αυτόν ένα βιβλίο βοηθά να βρούμε γαλήνη στις κρίσεις της ζωής, ιδίως «όταν δεν μπορούμε να βρούμε γαλήνη ούτε στην προσευχή»!

Λογοτεχνία και ποίηση για ανάγνωση κατά παπική συμβουλή

Την ανάγνωση ποιοτικών βιβλίων τη θεωρεί ο ίδιος αναγκαία για την διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ιδίως τα λογοτεχνικά αναγνώσματα αποτελούν όαση στη μοναξιά, αλλά και συντροφεύουν τον άνθρωπο στα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Κανένας ιερός καταναγκασμός, βέβαια, δεν τα επιβάλλει, όπως στο παρελθόν η χριστιανική Εκκλησία, αντίθετα, επέβαλε την απαγόρευση ή και καταστροφή των πιο επικίνδυνων (για το δόγμα της ) γραπτών έργων.

Η ανάγνωση δεν παρουσιάζεται ως καταναγκαστική ασχολία –ιδίως για τους ιερείς–, αλλά γίνεται ελεύθερα, με προσωπική επιλογή των κατάλληλων έργων: «Ο καθένας θα βρει τα βιβλία που αντιστοιχούν στην ζωή του και θα γίνουν οι αληθινοί συνοδοί του στον δρόμο της» τονίζει ο Φραγκίσκος.

Πίσω από τα λόγια του ποντίφικα, συναισθηματικά και βιωματικά φορτισμένα, διακρίνεται το θεωρητικό του υπόβαθρο. Οι συμβουλές του απορρέουν από τις προσωπικές του εμπειρίες ανάγνωσης –με αναφορές στους Μαρσέλ Προυστ, Πολ Σελάν, Τ. Σ. Ελιοτ και Χόρχε Λουίς Μπόρχες, τα έργα του οποίου και απολαμβάνει ιδιαίτερα– αλλά βασίζονται και στις γνώσεις του από τη θεωρία της Λογοτεχνίας.

Καθόλου τυχαία, ο ίδιος δίδασκε λογοτεχνία σε ένα κολλέγιο Ιησουιτών τον προηγούμενο αιώνα, κατά τη δεκαετία του ’60. Εκμυστηρεύεται, μάλιστα, ο βιβλιόφιλος πάπας πόσο σημαντική θεωρεί τη λογοτεχνία για τη ζωή του: προτιμά κάποιους «τραγικούς καλλιτέχνες» επειδή στα έργα τους ανακαλύπτει την έκφραση των δικών του εσωτερικών δραμάτων.

Ο πάπας δίνει έμφαση στην προσωπική μεταμόρφωση που απολαμβάνουν οι βιβλιόφιλοι όταν αντιλαμβάνονται τη ζωή τους και την πραγματικότητα από πλατύτερη σκοπιά. Μέσα από την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου βλέπει κανείς έξαφνα τον κόσμο με τα μάτια των άλλων, των προσώπων της ιστορίας, η οποία και τον παρασέρνει στον κόσμο της. Ο αναγνώστης διαπιστώνει πως τα αφηγηματικά πρόσωπα, με όλες τις αδυναμίες τους, δεν το βάζουν κάτω μπροστά στις δυσκολίες της ζωής τους, τις οποίες αντιπαλεύουν με κάθε διαθέσιμο μέσο.

Οι αναγνώστες, λοιπόν, αντλούν από τα βιβλία την δύναμη να αντιμετωπίσουν σθεναρότερα και τα δικά τους προβλήματα. Επιπλέον, καθώς αλληλεπιδρούν με το κάθε έργο, προβάλλουν σε αυτό τις προσωπικές τους εμπειρίες, σκέψεις και συναισθήματα, ώστε έτσι να αποκτούν καλύτερη αυτοσυνείδηση. Με τα λόγια του Πάπα: «Με την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος ή ενός ποιητικού έργου ο αναγνώστης πραγματικά βιώνει πως διαβάζεται από τις λέξεις που διαβάζει».

Ο Μαρσέλ Προυστ για την ανάγνωση βιβλίων

Αυτή η διαπίστωση του Φραγκίσκου απηχεί την πεποίθηση του μεγάλου γάλλου λογοτέχνη Μαρσέλ Προυστ. Εχοντας συγγράψει το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο», ένα από τα πιο υποβλητικά και μακροσκελή έργα του 20ού αιώνα, ο Προυστ υποστηρίζει παρόμοια, πως η ανάγνωση μυθιστορημάτων εμπλουτίζει την ύπαρξη και την αυτοσυνείδηση των αναγνωστών τους: «Στην πραγματικότητα, κάθε αναγνώστης, τη στιγμή που διαβάζει, μελετά τον εαυτό του. Το πόνημα του κάθε συγγραφέα είναι απλώς ένα οπτικό όργανο που προσφέρει στον αναγνώστη για να του επιτρέψει να διακρίνει εντός του κάτι που χωρίς το βιβλίο αυτό ίσως να μην το βίωνε ποτέ».

Για τον Προυστ, ιδιαίτερα όταν διαβάζουμε ένα αριστουργηματικό έργο, συντονιζόμαστε διανοητικά και συναισθηματικά μαζί του, ώστε η ναρκωμένη ευαισθησία μας ξαναζωντανεύει. Τελικά ανακαλύπτουμε έναν άλλο εαυτό, αλλά και αντιμετωπίζουμε έναν εμπλουτισμένο κόσμο: «Διαβάζοντας το νέο αριστούργημα κάποιου μεγαλοφυούς, χαιρόμαστε όταν ανακαλύπτουμε σε αυτό τις σκέψεις μας, τις οποίες απεχθανόμαστε, χαρές και λύπες που απωθήσαμε, ένα ολόκληρο σύμπαν συναισθημάτων το οποίο περιφρονούσαμε…»

Ο αναγνώστης τέτοιων βιβλίων, λοιπόν, συνειδητοποιεί σε βάθος τη ζωή του, καθώς ανακαλύπτει στις αφηγήσεις πρόσωπα, σχέσεις και εμπειρίες που του θυμίζουν τον εαυτό του

Η συμβουλή ενός μεγάλου σκηνοθέτη: «Διαβάστε!»

Ο πάπας Φραγκίσκος και ο Μαρσέλ Προυστ θεωρούν την ανάγνωση καταλυτική για την προσωπικότητα του αναγνώστη. Ενας σύγχρονος καλλιτέχνης με εντυπωσιακή συνεισφορά στον χώρο του κινηματογράφου, ο γερμανός σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτσογκ, προσθέτει τη δική του βιβλιόφιλη φωνή στις δικές τους.

Ο Χέρτσογκ συνιστά την ανάγνωση βιβλίων ως προσωπικό αλλά και κοινωνικό αντίδοτο, ως προστασία απέναντι στο «ναρκοπέδιο» των ψηφιακών εικόνων που αναπαριστούν πειστικά τις «ψευδείς ειδήσεις» και ιδίως τις «βαθιά ψευδείς ειδήσεις « (deep fakes). Τέτοια ψέματα επιβάλλονται στο κοινό των κοινωνικών μέσων με αληθοφανείς εικόνες κατασκευασμένες με την συνέργεια της Τεχνητής Νοημοσύνης, όπως η φωτογραφία με το φιλί που ανταλλάζουν μεταξύ τους οι άσπονδοι πολιτικοί αντίπαλοι Ντόναλντ Τραμπ και Κάμαλα Χάρις.

Στο πρόσφατο βιβλίο του «Το Μέλλον της Αλήθειας», ο Χέρτσογκ τονίζει πως αν δεν θέλουμε να εγκαταλείψουμε την αυτονομία μας για να χαθούμε στους εικονικούς λαβυρίνθους μιας «εποχής μετα-αλήθειας», πρέπει να διαβάζουμε περισσότερο. Δεν είναι δυνατό να εκφράσει κανείς μια πολύπλοκη πραγματικότητα μέσα από tweets και άλλα μηνύματα και απλοποιημένα κειμενάκια μετρημένων λέξεων. Μόνο τα βιβλία (εννοείται επιλεγμένα με κάποια ποιοτικά κριτήρια) βοηθούν να διαμορφώσει κανείς τις κατάλληλες έννοιες, ώστε με τη βοήθειά τους να συνειδητοποιήσει τα «μεγάλα γεγονότα» στον κόσμο μας.

Ο Χέρτσογκ, ιδιαίτερα γλωσσομαθής, που γνωρίζει ακόμα και αρχαία ελληνικά και σπούδασε ξανά λογοτεχνία καθώς σκηνοθετούσε ταινίες, παρατηρεί πως εδώ και δεκαετίες έχει ξεκινήσει η τάση να μη διαβάζει κανείς βιβλία. «Τους νέους σκηνοθέτες», μας πληροφορεί, «οι οποίοι μου ζητούν μια συμβουλή, τους σφυροκοπώ: διαβάστε, διαβάστε, διαβάστε, διαβάστε, διαβάστε. Αν δεν διαβάζετε τίποτα, μάλλον θα κάνετε και πάλι ταινίες, αλλά μέτριες στην καλύτερη περίπτωση. Χωρίς ανάγνωση δεν θα κάνετε ποτέ σπουδαίες ταινίες».

Τι χάνουν οι μη-αναγνώστες βιβλίων

Τα βιβλία, ιδίως τα λογοτεχνικά, μεταφέρουν μέσα από τις αφηγήσεις τους κάποια πρότυπα ηθικής συμπεριφοράς και κάποια κοσμοθεωρία, διευκολύνοντας με την πλοκή τους τον αναγνώστη να κατανοήσει τον πολύπλοκο κόσμο. Τα μυθιστορήματα τον παρασέρνουν με την αφηγηματική τους ένταση μακριά από τον εαυτό του, για να τον φέρνουν αντιμέτωπο με τα ηθικά διλήμματα και τις ψυχολογικές συγκρούσεις των αφηγηματικών προσώπων, με τα οποία συντονίζεται, καθώς ταυτίζεται λίγο-πολύ. Ετσι οξύνεται η ενσυναίσθησή του, αλλά και η κριτική ικανότητά του να αναλύει ψυχολογικά τον εαυτό του.

Η οπτική επικοινωνία με το κείμενο γίνεται σιωπηρά και μοναχικά. Η ανάγνωση απαιτεί περισυλλογή και ησυχία, δηλαδή έναν «ιδιωτικό» χώρο, απρόσιτο σε παρατηρητές – άλλους. Η ικανότητα για συγκέντρωση αυξάνει εξαιρετικά – αντίθετα από τη διάσπαση προσοχής των σοσιαλμιντιακών χρηστών. Ταυτόχρονα, η φαντασία των σωματικά καθηλωμένων αναγνωστών φτερουγίζει ελεύθερα, όπως και οι στοχασμοί τους, που ξεδιπλώνονται απρόβλεπτα.

Οσοι αποφεύγουν συστηματικά τα βιβλία, ιδίως τα λογοτεχνικά και ποιητικά, δύσκολα θα βρουν άλλους τρόπους για να αναπτύξουν τις δεξιότητες που καλλιεργεί η συστηματική ανάγνωση. Και είναι οξύμωρο ότι, ενώ στην εποχή μας οι δεξιότητες που καλλιεργούνται με το διάβασμα (φαντασία, ενσυναίσθηση, επίλυση προβλημάτων, συγκέντρωση της προσοχής, διαχείριση του εαυτού και, πάνω απ’ όλα, δημιουργικότητα) βρίσκονται στο επίκεντρο των επιθυμητών δεξιοτήτων, το διάβασμα φαίνεται ξεπερασμένο.

Από την άλλη πλευρά, η υποκατάσταση του διαβάσματος από τα ψηφιακά κοινωνικά μέσα οδηγεί σε μια έρημο νοηματικών κόκκων, που ξεπετάγονται ασύνδετα από λακωνικά και προχειρογραμμένα κειμενάκια.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...