1276
Επάνω (από αριστερά): Νίτσε, Σαίξπηρ, Γουάιλντ, Μπέκετ. Κάτω: Κάφκα, Φρόιντ, Ντοστογιέφσκι | CreativeProtagon

Τα καλοκαίρια του Σαίξπηρ, του Νίτσε, του Κάφκα…

Protagon Team Protagon Team 25 Αυγούστου 2024, 13:05
Επάνω (από αριστερά): Νίτσε, Σαίξπηρ, Γουάιλντ, Μπέκετ. Κάτω: Κάφκα, Φρόιντ, Ντοστογιέφσκι
|CreativeProtagon

Τα καλοκαίρια του Σαίξπηρ, του Νίτσε, του Κάφκα…

Protagon Team Protagon Team 25 Αυγούστου 2024, 13:05

Ο Νίτσε ταξιδεύει

Το καλοκαίρι του 1881 ο Φρειδερίκος Νίτσε έχει φτάσει στις ψυχρές αλπικές περιοχές, αλλά μόλις αισθάνεται το κρύο στα βουνά, με την εκτυφλωτική λαμπρότητα του πρώτου χιονιού να απειλεί την ήδη επιβαρυμένη όρασή του, ξεκινάει ταξίδια με το τρένο αναζητώντας τη ζέστη της γαλλικής Ριβιέρας ή της Ιταλίας. Τελικά, τον Ιούλιο του 1881 βρίσκει έναν «ιδιωτικό παράδεισο» στο περίφημο Ζιλς-Μαρία, ένα από τα πολλά όμορφα χωριουδάκια στο μαγευτικό τοπίο του Ανω Ενγκαντίν, γύρω από το Σεν Μόριτς της Ελβετίας.

Το χωριό αιχμαλωτίζει την ψυχή του όπως δεν είχε πετύχει ποτέ μέχρι τότε η Βενετία. «Θα έπρεπε να πάω στα υψίπεδα του Μεξικού που έχουν θέα στον Ειρηνικό για να βρω κάτι παρόμοιο (για παράδειγμα στην Οαχάκα), και φυσικά εκεί η βλάστηση θα ήταν τροπική» έγραψε στον φίλο του Πέτερ Γκαστ.

Ο Σαίξπηρ θρηνεί τον γιο του

Το καλοκαίρι του 1596 ο θίασος του Σαίξπηρ ξεκινάει περιοδεία στο Κεντ και την 1η Αυγούστου παίζουν στην αγορά του Φάβερσαμ. Λίγες μέρες μετά την παράσταση ο άγγλος βάρδος δέχεται ένα σκληρό προσωπικό πλήγμα. Ο 11χρονος μοναχογιός του Αμνετ, τον οποίο είχε αποκτήσει με την Αν Χάθαγουεϊ, πεθαίνει. Ο βιογράφος του, Πίτερ Ακρόιντ, ακολουθώντας τις πηγές υποθέτει λογικά ότι στις 11 Αυγούστου ο Σαίξπηρ σπεύδει από το Κεντ στο Στράτφορντ για την κηδεία.

Ο θάνατος ενός νεαρού γιου μπορεί να είχε πολλές και ποικίλες συνέπειες. Ενιωθε άραγε ο πατέρας ένοχος ή υπεύθυνος για το γεγονός ότι είχε αφήσει την οικογένειά του στο Στράτφορντ; Πώς ανταποκρίθηκε στη βαθιά λύπη της γυναίκας του, η οποία είχε αναγκαστεί να φροντίσει τα παιδιά χωρίς την παρουσία του; «Ο Αμλετ, ο σκοτεινός πρίγκιπας, είναι ο Αμνετ Σαίξπηρ. Πράγματι, δεν μπορεί να είναι τελείως συμπτωματική η κατοπινή έλξη του Σαίξπηρ προς την τραγωδία του πρίγκιπα της Δανίας, ο οποίος κατατρύχεται από το φάντασμα του νεκρού πατέρα του».

Ο Οσκαρ Γουάιλντ ερωτεύεται

Την άνοιξη του 1892 ο Οσκαρ Γουάιλντ γνωρίζεται με τον λόρδο Αλφρεντ Ντάγκλας, γόνο ενός μαρκήσιου που έχει την τάση να σπαταλά πολλά χρήματα στη διασκέδαση και στο ντύσιμο. Η έλξη είναι αμοιβαία και ο Γουάιλντ, παντρεμένος τότε με δύο παιδιά, παρασύρεται από τον «Μπόζι», όπως θα τον αποκαλεί έκτοτε. Τον Ιούνιο του 1892 έχει πλέον «κατακτηθεί».

Περνούν μαζί μεγάλο μέρος του καλοκαιριού, γεγονός που επιβεβαιώνει ένα γράμμα προς τον φίλο του Ρόμπερτ Ρος, ο οποίος δεν διεκδίκησε ποτέ ερωτικά τον ιρλανδό λογοτέχνη: «Αγαπημένε μου Μπόμπι, ο Μπόζι επέμενε να σταματήσουμε εδώ για σάντουιτς. Είναι πραγματικά σαν νάρκισσος – τόσο λευκός και χρυσός. Θα περάσω από το διαμέρισμά σου την Τετάρτη ή την Πέμπτη το βράδυ. Στείλε μου δυο λόγια. Ο Μπόζι είναι τόσο κουρασμένος· είναι ξαπλωμένος στον καναπέ σαν υάκινθος, και τον λατρεύω».

Ο Μπέκετ έχει πρεμιέρα

Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» είχε κάνει πρεμιέρα στο Παρίσι, στο «Theatre de Babylone», στις 5 Ιανουαρίου 1953. Στοίχημα, ωστόσο, αποτελούσε και η αγγλόφωνη πρεμιέρα του στο Λονδίνο, η οποία ορίστηκε για τις 3 Αυγούστου 1955. Βλαντίμιρ ήταν ο ηθοποιός Πολ Ντέινμαν και Εστραγκόν ο Πίτερ Γούντθορπ. Ο Πίτερ Μπουλ, πάλι, υποδύθηκε τον μεγαλόσωμο βάναυσο νταή Πότσο. Αυτός ήταν που περιέγραψε ζωηρά την αντίδραση του κοινού της πρεμιέρας: «Κύματα εχθρότητας ξεσπούσαν στα φώτα της ράμπας και η μαζική αποχώρηση, που έμελλε να γίνει ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του έργου, άρχισε πολύ γρήγορα μετά το ανέβασμα της αυλαίας. Τα γρυλίσματα που ακούγονταν έως εμάς ήταν επίσης πολύ ανησυχητικά… Η αυλαία έπεσε με μέτριο χειροκρότημα, ίσα που καταφέραμε να κάνουμε τρεις εξόδους, και μια αίσθηση θλίψης και ματαίωσης μας κυρίεψε όλους».

Ακολούθησε η σχεδόν ομόφωνα αρνητική κριτική στις καθημερινές εφημερίδες. Ωστόσο τα πάντα άλλαξαν την Κυριακή 7 Αυγούστου με τις κριτικές του Κένεθ Τάιναν και του Χάρολντ Χόμπσον στον «Observer» και στους «Sunday Τimes» αντιστοίχως. Ο συγγραφέας του έργου, Σάμιουελ Μπέκετ, έκτοτε ένιωθε ευγνωμοσύνη προς τους δύο κριτικούς για την υποστήριξή τους. «Λίγο νοιάζομαι για την τεράστια επιτυχία του στην Ευρώπη τα τελευταία τρία χρόνια», έγραφε ο Τάιναν, «αλλά νοιάζομαι πολύ για τον τρόπο με τον οποίο κέντρισε και ερέθισε το ίδιο το νευρικό μου σύστημα. Κλήτευσε το μιούζικ-χολ και την παραβολή προκειμένου να παρουσιάσει μια άποψη της ζωής που εξοστράκισε τον συναισθηματισμό του μιούζικαλ και την κακόγουστη παρατραβηγμένη ηθική ανάταση της παραβολής».

Ο Κάφκα μετακομίζει

Τον Αύγουστο του 1914 ξεκινούσε ουσιαστικά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, με την Αυστροουγγαρία να έχει ήδη (τον Ιούλιο) κηρύξει τον πόλεμο στη Σερβία. Ο πόλεμος είχε άμεσες συνέπειες στην οικογένεια Κάφκα, καθώς ότι οι σύζυγοι των αδελφών του, της Ελι και της Βάλι, κατετάγησαν στον στρατό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η οικογένεια να παίζει το παιχνίδι με τις μουσικές καρέκλες, όπως γράφει ο βιογράφος του Φραντς Κάφκα, Νίκολας Μάρεϊ.

Η Ελι και τα δυο παιδιά της μετακόμισαν στο διαμέρισμα του μεγάρου Οπελτχάους της Πράγας, καταλαμβάνοντας το δωμάτιο του Φραντς. Εκείνος μετακόμισε στο διαμέρισμα της Βάλι, αργότερα στο διαμέρισμα της Ελι, έπειτα πάλι στην οικία Μπίγκελγκάσε και τελικά, τον Μάρτιο του 1915, βρήκε το πολυπόθητο δικό του σπίτι στη Λάνγκε Κάσε. Ο πόλεμος έδωσε παράλληλα στον τσέχο συγγραφέα άλλον ένα λόγο για να νιώθει απολύτως απόβλητος: «Δεν ανακαλύπτω μέσα μου τίποτε άλλο παρά μικρότητα, αναποφασιστικότητα, φθόνο και μίσος για αυτούς που πολεμούν και με πάθος τούς εύχομαι κάθε κακό». Ως γνωστόν, οι πατριωτικές παρελάσεις που διέσχιζαν την Πράγα τον απωθούσαν.

Ο Φρόιντ αυτοεξορίζεται

Στις 4 Ιουνίου 1938 ο Ζίγκμουντ Φρόιντ, μαζί με τη γυναίκα του Μάρτα και την κόρη τους Αννα, εφοδιασμένοι με όλα τα αναγκαία έγγραφα και τις άδειες εξόδου, αποχαιρετούν οριστικά τη Βιέννη, την πόλη όπου ο μετρ της ψυχανάλυσης είχε ζήσει επί 79 χρόνια και με την οποία ένιωθε τόσο δεμένος. Μαζί τους έρχονται δυο οικιακές βοηθοί. Η μία είναι η Πόλα Φιχτλ, η οποία θα παραμείνει έκτοτε η βασική οικονόμος της οικογένειας.

Στις 3 η ώρα ξημερώματα της 5ης Ιουνίου περνούν τα σύνορα και μπαίνουν στη Γαλλία με το Οριεντ Εξπρές, βγάζοντας αναστεναγμό ανακούφισης με τη σκέψη ότι δεν θα ξαναδούν μπροστά τους Ναζί. Εκεί μένουν για δέκα ώρες στο σπίτι της ελληνίδας πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη, η οποία μάλιστα αναθέτει στην ελληνική πρεσβεία στη Βιέννη να στείλει τα χρυσά νομίσματα του Φρόιντ με ταχυδρόμο στον τότε Βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο Β’. Ο τελευταίος τα μεταβίβασε αργότερα στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου, την πόλη όπου κατέληξε η οικογένεια Φρόιντ.

Ο Ντοστογιέφσκι κρατάει ημερολόγιο

Η τελευταία χρονιά της παραμονής του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι στην Ευρώπη ήταν μια από τις σημαντικότερες στιγμές της νεότερης Ιστορίας της. Η επεκτατική πολιτική της Πρωσίας είχε οδηγήσει στο ξέσπασμα πολεμικών συγκρούσεων τον Ιούλιο του 1870, μετατρέποντας τον ευρωπαϊκό πόλεμο σε μια υπόθεση άμυνας των Γάλλων υπέρ της εδαφικής κυριαρχίας και της ελευθερίας του έθνους τους.

Ο Ντοστογιέφσκι καταγράφει στα τετράδια του ημερολογίου του τα πολεμικά γεγονότα: «Τέλη Ιουλίου: όλα τα μεταφορικά μέσα επιτάχθηκαν από τον στρατό. Ούτε το ταχυδρομείο λειτουργεί. Χθες δεν ήρθαν οι εφημερίδες από το Βερολίνο. Η σύγκρουση προφανώς θα ξεσπάσει σε μια βδομάδα… Τα νομίσματα χάνουν την αξία τους. Τα πάντα ακριβαίνουν». Στις 11 Αυγούστου σημειώνει ότι οι Γάλλοι συνετρίβησαν στις 6 του μηνός και στις 10 Οκτωβρίου ότι «το Παρίσι πολιορκείται».


Το σημείωμα βασίζεται στις εξής βιογραφίες: «Φρίντριχ Νίτσε» της Sue Prideaux (εκδ. Πατάκης, μτφ. Νίνα Μπούρη, 2021), «Σαίξπηρ – η βιογραφία» του Πίτερ Ακρόιντ (εκδ. Μικρή Αρκτος, μτφ. Σπύρος Τσούγκος, 2010), «Οσκαρ Ουάιλντ» του Ρίτσαρντ Ελμαν (εκδ. Πατάκης, μτφ. Ελεάννα Πανάγου, 2009), «Κάφκα» του Νίκολας Μάρεϊ (εκδ. Ινδικτος, μτφ. Ξενοφών Κομνηνός, Αλέξανδρος Κυπριώτης, 2005), «Σάμουελ Μπέκετ – η κατάρα της δόξας» του Τζέιμς Νόλσον (εκδ. Scripta, μτφ. Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης, 2001), «Ο Σίγκμουντ Φρόιντ» της Ελιζαμπέτ Ρουντινεσκό (εκδ. Πατάκης, μτφ. Μήνα Γαρέφη-Πατεράκη, 2017),  «Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι» του Λεονίντ Γκρόσμαν (εκδ. Αρμός, μτφ. Δ.Τριανταφυλλίδης, 2008)

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...