Ενας βρικόλακας με τη μορφή τού θρυλικού Μπόρις Καρλόφ εισβάλλει σε ένα σπίτι και… βαμπιρίζει όλη την οικογένεια. Ανέπαφη μένει μόνο μια όμορφη κοπέλα. Που έχει τη μορφή της Σταρ Ελλάς του 1954 και της πέμπτης επιλαχούσας στον Διαγωνισμό για τη Μις Υφήλιο της ίδιας χρονιάς, Ρίκας Διαλυνά.
Οπως και στα «Τέρατα», πλάι στον Βιτόριο Γκάσμαν ή ως φάντασμα στην «Ιουλιέτα των Πνευμάτων» του Φεντερίκο Φελίνι, η ελληνίδα ηθοποιός, ζωγράφος και συγγραφέας θυμάται ακόμη τον Καρλόφ στο «Black Sabbath» (για την ιστορία: από την ταινία του 1963 πήρε το όνομά του το ροκ συγκρότημα). «Αν δεν είχα τις φωτογραφίες στο βιβλίο μου “Ισως ήταν μόνο όνειρο” με όλους αυτούς», λέει σαν να μονολογεί, «θα πίστευα ότι ήταν όνειρο όλα».
Ενα όνειρο που κρατάει σαν θησαυρό, ύστερα από ενενήντα χρόνια ζωής, που τα γιορτάζει σήμερα, Τρίτη, 13 Αυγούστου. Ζωής γεμάτης. Ζωής μέσα σε κάποιο είδος τέχνης. Ζωής… my way. Όπως την ήθελε. Κι όπως την έφερε. «Έφερα τη ζωή μου ως εδώ / Στο σημάδι ετούτο που παλεύει / Πάντα κοντά στη θάλασσα (…) / Έφερα τη ζωή μου ως εδώ / Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο / Πιο πέρα απ’ τα νησιά / Πιο χαμηλά απ’ το κύμα», όπως έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης στους «Προσανατολισμούς» του.
Τη Ρίκα Διαλυνά την είχα βρει το καλοκαίρι του 2014. Στην Ερμιόνη, να ετοιμάζεται να επιστρέψει στην Αθήνα για ένα σχέδιο του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο την ξανάφερε ύστερα από πολλά χρόνια, στα 80 της τότε, στο σανίδι (Νοέμβριος 2014): «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» του μεγάλου Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (που το 1972 είχε κάνει το άστρο της Χάνα Σιγκούλα να λάμψει εκτυφλωτικά και πολλούς να δακρύσουν), σε θεατρική πλέον σκηνοθεσία της Αντζελας Μπρούσκου, με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στη διανομή.
Ομως η συμμετοχή της Ρίκας Διαλυνά ήταν που προκάλεσε. Εκπληξη και σχόλια. «Παρότι είχα σταματήσει από πολλά χρόνια το θέατρο, όταν μου έκαναν την πρόταση από το Εθνικό συγκινήθηκα. Είχα βγάλει και τη Σχολή του Εθνικού. Πραγματικά κολακεύτηκα. Το θεώρησα τιμητικό και δεν μπόρεσα να αρνηθώ», σχολίαζε η ηθοποιός, την οποία στα 70 της την είχαμε δει σε ρόλο τρελούτσικης μάνας στη σειρά «Η ώρα η καλή» του Mega.
Από την τελευταία φορά που θέλει να θυμάται το σανίδι, το 1972 με το «Τι 30, τι 40, τι 50» δίπλα στο Λάμπρο Κωνσταντάρα, όπως και στην ομότιτλη ταινία από την οποία της… έμεινε η ατάκα «Γιατί, Λαμπρούκο μου», έχει αρνηθεί πολλάκις να επιστρέψει στη μικρή οθόνη ή στο θέατρο. «Με μεγάλη ευκολία. Ηλπιζα ότι οι άλλοι θα μπορούσαν να με δουν διαφορετικά. Ομως δυστυχώς δεν σε βλέπουν διαφορετικά. Παίρνουν από αυτό που έχεις κάνει στο παρελθόν και σου ζητούν το ίδιο, γι’ αυτό και μου πρότειναν ρόλους σαχλούς τους οποίους αρνιόμουν».
Στο θέατρο και στον –ελληνικό –κινηματογράφο, τότε, παλιά, είχε υποκύψει, είναι η αλήθεια. Δεν είναι εκείνο για το οποίο περηφανεύεται ο «Λόρδος Βύρωνας», που παίχτηκε στο Λυκαβηττό. Ή οι ταινίες «Και το πρώτο καμάκι» και «Περάστε, φιλήστε, τελειώσατε» τη δεκαετία του 1980 και των αχαλίνωτων βιντεοταινιών.
Και τότε, με τα «Πικρά δάκρυα»; «Είναι σαν να αρχίζω από την αρχή την καριέρα μου με την ίδια αγωνία», μού έλεγε τότε, με ύφος συνεσταλμένης κοπέλας. Είπε το ναι στα «Δάκρυα», διότι είναι ένα «έργο με πολύ ενδιαφέρον. Δεν το είχα ξαναδεί όταν είχε ξανανέβει με μεγάλη επιτυχία. Η ηρωίδα προφανώς από κάποια απογοήτευση που πέρασε με τον άντρα της αλλάζει το είναι της και πάνω σε αυτή την αλλαγή της έρχεται πιο φυσικό να αγαπήσει μια κοπέλα».
Δεν είναι πολύ δραματικό αυτό; «Είναι μέσα στην πραγματικότητα όμως. Οταν φτάνεις στα άκρα, όπως φτάνει αυτή η γυναίκα που έχει αγαπήσει και ερωτευθεί τον άντρα της, περνάς σε κάτι σαν τρέλα. Κάπου θέλει να δώσει την αγάπη της με την ελπίδα ότι θα περάσει τη ζωή της πιο καλά», μού είχε πει σαν μια γυναίκα, ώριμη πια, που ξέρει από αυτά…
Το θέατρο ήταν πάντα η μεγάλη της αγάπη. Κι όμως το άφησε. «Με είχαν συνδέσει με λάθος ρόλους. Με έβλεπαν περισσότερο εξωτερικά παρά σαν δουλειά στο θέατρο. Και δεν ήθελα να το συνεχίσω. Εκτοτε προτιμούσα να βλέπω κακές παραστάσεις παρά καλές, για να μην μελαγχολώ. Είχα κάνει μια προσευχή να με βοηθήσει να μην πονάω που δεν ασχολούμαι πια με το θέατρο».
Από μικρή, στην Κρήτη, δεν την ενδιέφερε όμως μόνο αυτό. Πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τη συγκινούσε η ζωγραφική.
Οι διόλου έγκυρες διαδικτυακές πληροφορίες τη θέλουν μαθήτρια του Πάμπλο Πικάσο. «Είναι λάθος. Τον είδα μια φορά τον Πικάσο στην Αμερική επειδή ήταν φίλος του Μπότη Θαλασσινού, αλλά… καμία σχέση. Δάσκαλός μου ήταν ο Γιάννης Μόραλης και έφτασα να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη ζωγραφική». Μέχρι και πριν από καμιά δεκαριά χρόνια εξέθετε έργα της σε αίθουσες τέχνης.
Στη Σχολή Καλών Τεχνών, θυμάται, έφτασε με ένα… κόλπο.
«Είχα δώσει εξετάσεις και είχα μπει στη Σχολή, αλλά δεν το ήξεραν οι δικοί μου. Δεν το άντεχε αυτό η κοινωνία της εποχής. Προφασίστηκα ότι πονάει διαρκώς το κεφάλι μου και πήγαινα στους γιατρούς. Ετσι ήρθα στην Αθήνα με τη μητέρα μου και είπα στον θείο μου, που βοηθούσε πάντα τα ανίψια, ότι οι πονοκέφαλοι είναι ψέματα και τους προφασίζομαι επειδή θέλω να σπουδάσω.
»Ανέλαβε να το πει στους γονείς μου και με βοήθησε. Την ίδια περίοδο, ένας γνωστός της θείας μου πήρε μια φωτογραφία μου δίχως να το ξέρουμε και την έδωσε στην “Απογευματινή”. Δεν περίμενα ότι από εκεί θα κατέληγα στα Καλλιστεία. Ως παιδί ήμουν πολύ άσχημο. Ετσι κατέληξα στον διαγωνισμό και στη συνέχεια στην Αμερική, ως Σταρ Ελλάς. Στην Αμερική, που ήταν όνειρό μου».
Άλλωστε, από μικρή, η Ειρήνη ήθελε να την φωνάζουν Αμέρικα. Τέτοια αγάπη! Και η μητέρα της το έκοψε και το έκανε… Ρίκα.
Οσο σπούδαζε ακόμη στη Σχολή Καλών Τεχνών, η Ρίκα Διαλυνά έγραφε επιστολές στον Μενέλαο Λουντέμη (ήταν και το «Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα» μπεστ σέλερ της εποχής, βλέπετε) και τα φύλαγε σε ένα συρτάρι.
«Στη σχολή έλεγα συνέχεια για τον Λουντέμη και τον Λουντέμη. Μια μέρα μου λέει ένας συμφοιτητής μου ότι γίνεται μια κλειστή συγκέντρωση απέναντι από το Πολυτεχνείο και εκεί θα είναι και ο Λουντέμης και μπορεί να μου τον γνωρίσει. Περίμενα απ’ έξω όταν ήρθε ένας καλοντυμένος κύριος και με ρώτησε “Τι κάνεις εδώ;”. “Περιμένω τον κύριο Λουντέμη” του αποκρίθηκα και έφυγε. Οταν με φώναξε ο συμφοιτητής μου και μου γνώρισε τους δέκα συνδαιτυμόνες, ανακάλυψα ότι ο κύριος ήταν ο Μενέλαος Λουντέμης!
»Κάποια στιγμή, όταν του εξήγησα ότι ζωγραφίζω, μου είπε: “Βγαίνει το βιβλίο μου «Κραυγή στα πέρατα» και θέλω να μου σχεδιάσετε εσείς το εξώφυλλο. Αρχικά λέγαμε να κάνω μόνο ένα περίγραμμα. Του λέω: “Να προσθέσουμε κι ένα χέρι με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο”.
»Ολο το βράδυ το ετοίμαζα. Είχα το χέρι της εξαδέλφης μου για μοντέλο. Του το πήγα στην Ομόνοια όπου είχε το γραφείο του και έβγαλε 500 δραχμές να μου δώσει. Ηταν πάρα πολλά εκείνη την εποχή. Του είπα: “Ευχαριστώ, αλλά δεν θα τα πάρω, η τέχνη δεν θέλει λεφτά. Το μόνο που θέλω είναι να μπει το όνομά μου”. Και όντως μπήκε “από τη δεσποινίδα Ρίκα Διαλυνά” στην ποιητική συλλογή»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News