1580
| Creative Protagon

Οι τόποι, οι ατάκες και ο «τρελός» της Αρλέτας

Οι τόποι, οι ατάκες και ο «τρελός» της Αρλέτας

Πάμε πίσω, στον Ιανουάριο του 1980. Στη Θεσσαλονίκη και στη θρυλική μπουάτ «Λιόγερμα» του Ματθαίου Αγγελίδη, στην οδό Λώρη Μαργαρίτη.

Εκείνη, με την κιθάρα της βουτάει, λυτρωτικά, στις καλές στιγμές του Νέου Κύματος, που είχε και η ίδια ζωγραφίσει με τις ερμηνείες της (αν και δεν το πολυπίστευε αυτό το «Νέο Κύμα»).

Από κάτω, μια παρέα από… μάγκες θορυβούν ασταμάτητα. Εκείνη, κουβαλώντας ήδη στους ώμους της τον… αστικό μύθο ότι μπορεί και να σπάσει κιθάρες όταν παρεμβαίνουν στο τραγούδι της, κάνει παύση και τούς ζητάει από σκηνής: «Είτε σταματήστε, είτε φύγετε».

Η ενόχλησή της ήταν ακόμη πιο εμφανής, από σκηνής. Οπου, για να το διευκρινίσω απλώς, έτυχε να βρίσκομαι ως αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας. Ενας φίλος μουσικός μού είχε ζητήσει να βοηθήσω για δυο τρεις βραδιές με την κιθάρα μου, με λίγα ακόρντα, καθώς ο δεύτερος κιθαρίστας είχε πλευριτωθεί… Αλλα χρόνια τότε, που γυρνούσα με την κιθάρα, ως μέλος του ΦΟΘΚ, της Φοιτητικής Ομάδας Θεάτρου-Κινηματογράφου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στις καταλήψεις για το διαβόητο εκπαιδευτικό νόμο 815.

«Είτε σταματήστε, είτε φύγετε», ξανά! Πολύ εκνευρισμένη πια. «Αντε ρε, που θα μας πεις να μη μιλάμε εδώ μέσα. Εμείς φταίμε που τα ακουμπάμε σ’ όλους εσάς τους πεθαμένους», αντέδρασε ο ένας… μάγκας (έτσι για την ιστορία, μού το θύμισε πρόσφατα ο καλός φίλος της Αρλέτας, Αντώνης Μποσκοΐτης).

Η απόκρισή της έμεινε ως ένας ακόμη μύθος: «Εντάξει, εμείς είμαστε πεθαμένοι. Εσύ τι είσαι κι ήρθες εδώ; Νεκρόφιλος;»!

Αν οι σκέψεις, οι αντιδράσεις και τα λόγια λένε κάτι για έναν άνθρωπο, πόσω μάλλον για έναν καλλιτέχνη, σκεφθείτε πόσα λέει τούτο το περιστατικό για την Αρλέτα. Διότι για την Αργυρώ – Νικολέτα Τσάμπρα ή απλά Αρλέτα μιλάμε εδώ. Επτά χρόνια μετά το φευγιό της.

Δεν είναι αυτό το μόνο περιστατικό που «μιλάει» για τον αδάμαστο χαρακτήρα της. Και αυτό θα το πιστοποιήσουν όσοι μέσα στα χρόνια της ζωής της έγιναν φίλοι της.

Καταρχάς σκεφτείτε πού έμενε, στα αγαπημένα της Εξάρχεια (πριν την Κυψέλη). Αν κι αυτό, ο τόπος, λέει κάτι για την προσωπικότητα: Έμενε, λοιπόν, στην πολυκατοικία στη διασταύρωση των οδών Δεληγιάννη και Τσαμαδού. Στο ισόγειο της οποίας έμενε ο Θεσσαλονικιός ποιητής Γιώργος Ιωάννου. Εκεί που κάποτε ήταν η περίφημη ταβέρνα του Μιχαλάκου. Την οποία ο Γιάννης Τσαρούχης  με τον Μιχάλη Κακογιάννη μεταποίησαν, το 1955, στο κέντρο «Παράδεισος» για τα γυρίσματα της ταινίας «Στέλλα».

Δίπλα, στη συμβολή των οδών Καλλιδρομίου, Ιουστινιανού, Οικονόμου και Δεληγιάννη, γυρίστηκε και η θρυλική σκηνή «Στέλλα, φύγε, κρατάω μαχαίρι» με τη Μελίνα Μερκούρη και το Γιώργο Φούντα!

Εκεί κοντά οι φίλοι της τίμησαν τη μνήμη της, τον Ιούνιο του 2020, με ένα μονολιθικό μαρμάρινο γλυπτό από τον συμφοιtητή της στην ΑΣΚΤ Κυριάκο Ρόκο. Πολλοί το έψεξαν, «αισθητικά», στα σόσιαλ μίντια. Λίγοι ξέρουν την ιστορία του. Με το μάρμαρο αυτό, εγχάρακτο με τη φράση «Πατρίδα μου, τα Εξάρχεια», η Αρλέτα σκόπευε να φτιάξει ένα σιντριβάνι στο μπαλκόνι της…

Τούτο το αφιέρωμα μπορεί να μην ακολουθεί το δρόμο της βιογραφίας, αλλά μπορεί να αξιοποιήσει την τοπιογραφία στη ζωή της Αρλέτας. Από τη Θεσσαλονίκη, λοιπόν, και τα Εξάρχεια, πάμε στην Ύδρα του 1966. Και στον ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό παραγωγό, αλλά και στιχουργό, Γιώργο Παπαστεφάνου:

«Η Αρλέτα πίστευε πως είχαμε γνωριστεί καλοκαίρι γιατί θυμόταν κάποιον απ’ την παρέα της να ρίχνει τις βουτιές του. Μπα, επέμενα εγώ, μάλλον ο φίλος σου ήταν χειμερινός κολυμβητής ! Φεβρουάριος ήταν τότε που πρωτοσυναντηθήκαμε, σε μια Ύδρα άδεια και μουντή και ήταν Καθαρή Δευτέρα. Μάλιστα, μετά από έρευνες σε ξεχασμένα χαρτιά και ημερολόγια, κατέληξα και στην οριστική ημερομηνία. 21 Φεβρουαρίου του 1966».

Την άκουσε να τραγουδάει με μια παρέα συμφοιτητών της (στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου φοιτούσε). «Ανηφορίζαμε προς τον Μύλο της Σοφίας Λόρεν, όπως ονομαζόταν εκείνο το σημείο από την εποχή που γυριζότανε στην Ύδρα «Το παιδί και το δελφίνι», όταν άκουσα τη φωνή του κοριτσιού να τραγουδά «Με το Λύχνο του Άστρου» από το «Άξιον εστί» (σ.σ.: κατά Οδυσσέα Ελύτη και Μίκη Θεοδωράκη). Μα αυτή είναι έτοιμη τραγουδίστρια, είπα στον φίλο Μπάμπη Γονίδη έκπληκτος. Μετά, το κορίτσι τραγούδησε τον «Σωκράτη» από τους «Όρνιθες» (κατά Αριστοφάνη και Μάνο Χατζιδάκι)», έλεγε ο Γιώργος Παπαστεφάνου στον Σιδερή Πρίντεζη για το musicpaper.

«Δεν ξέρει μόνο να τραγουδά, έχει και καλό γούστο. Θα την πάω στον Αλέκο Πατσιφά (σ.σ.: της δισκογραφικής Lyra), είπα ξανά στον Μπάμπη, σίγουρος πια πως είχα ανακαλύψει την Ελληνίδα Τζόαν Μπαέζ (σ.σ.: η Αρλέτα δήλωνε, συχνά, πως αυτός ο χαρακτηρισμός δεν της άρεσε. Προτιμούσε να είναι «η Ελληνίδα Αρλέτα», όπως μού είχε πει σε κάποια από τις – δημοσιογραφικές – κουβέντες μας).

»Στο καράβι της επιστροφής τής μίλησα, ανταλλάξαμε τηλέφωνα, αλλά δεν την είδα να ενθουσιάζεται με την ιδέα να γίνει τραγουδίστρια. Εγώ πηγαίνω για ζωγράφος, μού είπε».

Την πήγε, όμως, στον Αλέκο Πατσιφά της πανίσχυρης τότε Lyra. «Και κείνος τής είπε: «Καλή είσαι, αλλά σαν την Μοσχολιού μπορείς να τραγουδάς;». Αγρίεψα. «Κύριε Πατσιφά, σάς φέρνω κάτι εντελώς καινούριο και ζητάτε κάτι που ήδη υπάρχει ;».

Κάπως έτσι γεννήθηκε ο πρώτος της δίσκος, υπό τον τίτλο «Τραγουδά η Αρλέτα», που έκανε το μεγάλο «μπαμ». Και κάπως έτσι «πάτησε» πάνω στις νότες του μεγάλου Γιάννη Σπανού και τους στίχους του – φοιτητή Νομικής, τότε – Γιώργου Παπαστεφάνου στο «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες / Τώρα βροχή / Μια φορά θυμάμαι μου μιλούσες / Τώρα σιωπή». Ύμνος!

«Πριν από κάποια χρόνια, μού ζήτησε να πάμε στην Ύδρα εκδρομή», θυμάται ο Γιώργος Παπαστεφάνου. «Μόνοι μας, εκεί που την πρωτάκουσα. «Για να θυμηθούμε», μού είπε. Κάποια φορά, την ρώτησα αν τελικά τής έκανα καλό που την έβγαλα στο τραγούδι. Τον πρώτο καιρό στη σχέση της με το κοινό είχε νιώσει πολύ άβολα. «Α, όχι, μού αρέσει τώρα» μού απάντησε. Η Αρλέτα είχε επιλέξει το κοινό της κι ο κόσμος αυτός την λάτρεψε».

Το 1967, ηχογράφησε τον δεύτερο δίσκο «Αρλέτα 2», που περιείχε πρώτη φορά και τρία δικά της τραγούδια – ανάμεσά τους το αγαπημένο «Τα μικρά παιδιά».

Ελα που δεν υπολόγισε ότι θα την κυνηγούσαν οι λογοκριτές της Χούντας, οι οποίοι αργότερα θα φρόντιζαν κάθε τόσο να την κλείνουν την μπουάτ που απέκτησε, το 1971, τα «Ταβάνια» στην Πλάκα, και να τής κάνουν τη ζωή δύσκολη (μέχρι και για τη θέση της… σφουγγαρίστρας τής έκλεισαν την μπουάτ!).

Τής απαγόρευσαν το τραγούδι «Ο τρελός του χωριού» — διότι στην Ελλάδα της Χούντας όλα ήταν καθαρά και πανέμορφα και οι «τρελοί του χωριού» έβγαζαν… κακό όνομα στην χώρα. Ποιο ήταν το πρόβλημα και κυνηγούσαν τον «τρελό» της; Οι στίχοι «Ήτανε ο τρελός του χωριού, / Ο τρελός που όλοι τον κερνούσαν / Καρπαζιές και ούζο / Του χωριού ο τρελός», όπως έχει καταγραφτεί στις σελίδες της χουντικής λογοκρισίας!

Ακριβώς πριν το χουντικό πραξικόπημα, τον Μάρτιο του 1967, η Αρλέτα είχε αρχίσει πρόβες για το σαγηνευτικό «Romacero Gitano» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, πατημένο εξαιρετικά στις νότες του Μίκη. Η ηχογράφηση δεν πρόλαβε καν να ξεκινήσει και η μουσική του Μίκη απαγορεύτηκε, εξ ολοκλήρου και δια… ροπάλου.

Ο κύκλος τραγουδιών παρουσιάστηκε, τελικά, από τη Μαρία Φαραντούρη στο Παρίσι και εκεί ηχογραφήθηκε. Η Αρλέτα, όμως, συνέχισε να τον τραγουδάει στις μπουάτ, καθώς οι λογοκριτές δεν ήξεραν ακόμη ότι η μουσική είναι του Μίκη. Ακολούθησε δε με χαρά μια ιδέα του φίλου της πια Γιώργου Παπαστεφάνου να ολοκληρώσει, το 1971 πια, την ηχογράφηση, κεκλεισμένων των θυρών και με άκρα μυστικότητα, στο στούντιο Echo, έτσι για να υπάρχει έστω το ηχογραφημένο πειστήριο…

Σε δίσκο, το «Romacero Gitano» κυκλοφόρησε τελικά από τη Lyra το 1978, με εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από την ίδια, όπως πολλά από τα εξώφυλλά της.

Ένα χρόνο μετά, όπως θυμάται ο φίλος μουσικός παραγωγός Γιώργος Τσάμπρας, η Αρλέτα κατέγραφε σπάνια ανέκδοτα διαμάντια, που έφτασαν στα χέρια του αγαπημένου της «γιου» – καλλιτεχνικά – Γιώργη Χριστοδούλου: Το «Suzanne» του Λίοναρντ Κοέν (ηχογραφημένο ζωντανά στην Κέρκυρα τον Ιούλιο του 1979), το «Sisters of Mercy» του ίδιου τραγουδοποιού που λάτρεψε την Ύδρα (άλλη σύμπτωση κι αυτή;), το παραδοσιακό «Scarborough Fair», που μάς σύστησαν οι Σάιμον και Γκαρφάνκλ, αλλά και το συγκλονιστικό (στην ερμηνεία της) «Ne me quittes pas» του μεγάλου Ζακ Μπρελ.

Για το φινάλε αυτής της αναδρομής σε αναμνήσεις κρατάω, σαν μουσική υπόκρουση, ένα ξεχασμένο διαμάντι που ελάχιστοι πρόσεξαν στην εποχή του (1977). Τον κύκλο τραγουδιών «Παιδί της γης», με ποιήματα του αξέχαστου Μάνου Χατζιδάκι, μελοποιημένα από το Νότη Μαυρουδή, σε ερμηνείες από την Αρλέτα και τον Ηλία Λιούγκο (τη μελωδία από «Το ποτάμι» του δίσκου, επανέφερε ο Σταύρος Ξαρχάκος στο «Τραγούδι της γκιλοτίνας» από το θρυλικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο»).

Από εκεί κρατάω την «Κρίση» από την Αρλέτα: «Κρίση την είπαν την στιγμή / σαν εκοιμήθης πλάι μου, με χάρη / την ώρα που ξεχύθηκαν μ’ ορμή / χίλια πουλιά να σκίσουν το φεγγάρι».

Όμως, μιλάμε για την Αρλέτα. Και πιστεύω ότι, μαζί με την θωπευτική της ερμηνεία στην «Κρίση», πιστεύω ότι είναι σωστό να κρατήσω και κάποια μετέπειτα λόγια της για την κρίση (σε μια χορταστική συνέντευξη για το tralala, το 2011, στην Αλεξία Χαμόδρακα): «Η  σημερινή κρίση, για την οποία όλοι συζητάμε, δεν ξεκίνησε πριν δυο-τρία χρόνια. Ξεκίνησε από τη «μεταπολίτευση» του 1821! Από εκείνη τη «μεταπολίτευση»!

»Όταν χτίζεις ένα σπίτι, το κυριότερο πράγμα που θα του βάλεις είναι τα θεμέλια. Αν δεν του βάλεις καλά θεμέλια, το σπίτι θα έχει πάντα προβλήματα. Το να το βάψεις είναι εύκολο, το να του βάλεις κουφώματα είναι εύκολο. Το να του φτιάξεις τα θεμέλια είναι σχεδόν αδύνατο. Πρέπει να το γκρεμίσεις και να το ξαναχτίσεις από την αρχή.

»Ένα κράτος, λοιπόν, είναι πολύ δύσκολο να γκρεμιστεί. Κι εμείς, όταν γκρεμίστηκε το κράτος μας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – όπως άλλωστε και στον Α’ Παγκόσμιο – δεν πήραμε την ευκαιρία να το ξαναχτίσουμε. Ήμασταν πολύ απασχολημένοι με το να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας και να στέλνουμε στην εξορία την καλύτερη μερίδα της νεολαίας! Θεωρώ ότι τότε χάθηκε μία γενιά, η οποία βγήκε πικρή, καθημαγμένη, τραυματισμένη, και η οποία ουδέποτε δικαιώθηκε. Και δεν μιλάω μόνο για τους αριστερούς, μιλάω για όλους!».

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...