Ολοσέλιδο αφιέρωμα έκανε η Repubblica στο κλείσιμο ενός μπαρ. Οχι κάποιου ονομαστού ρωμαϊκού –του βάρους ενός «Καφέ Γκρέκο» της Βία Κοντότι, ας πούμε–, αλλά… μοσχοβίτικου. Τι το ιδιαίτερο είχε το μπαρ «Propaganda», που το πρωί έψηνε τσάγια σε σαμοβάρια και σερβίριζε μπίρες αλλά το βράδυ γινόταν ντίσκο, για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του ιταλικού μέσου;
Πρώτον, ότι ιδρύθηκε επί προεδρίας Μπόρις Γιέλτσιν, το 1997, όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ διαφήμιζε μετασοβιετικές πίτσες για να βγάλει το καπιταλιστικό μεροκάματο.
Δεύτερον, ότι συν τω χρόνω κατέστη «σύμβολο της απόψυξης των σχέσεων με τη Δύση και την κουλτούρα της», αφού εκεί συνέρρεαν ρώσοι νεολαίοι «που γεννήθηκαν μετά την κατάρρευση του βερολινέζικου Τείχους και τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης» και μάθαιναν την αλφαβήτα της ποιοτικής Δυτικής ζωής: «Εκεί η αμερικανική και ευρωπαϊκή χορευτική μουσική ακουγόταν μέχρι τις 6 το ξημέρωμα».
Τρίτον, ότι «τις Κυριακές διοργάνωνε και ΛΟΑΤΚΙ+ πάρτι, τα οποία δεν ταιριάζουν με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της σήμερον».
Τέλος εποχής, λοιπόν, που θα στενοχωρούσε πολύ τον μακαρίτη Γιέλτσιν αν ζούσε, καθώς υπήρξε δεινός πότης της παραδοσιακής βότκας μεν, αλλά και όψιμος θαυμαστής του αμερικανικού μπέρμπον. Επίσης, δεν είχε ιδέα πού θα οδηγούσε τη Ρωσία ο διάδοχός του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Η ανταποκρίτρια της Repubblica πήγε «στο τελευταίο πάρτι, το αποχαιρετιστήριο» και απέστειλε ρεπορτάζ: «Ο τελευταίος χορός δεν είναι ξέφρενος, είναι απαλός, κυματισμός. Ενα κούνημα του κεφαλιού, μια ταλάντευση των χεριών. Σαν αποχαιρετισμός σε ένα πλοίο που έχει λύσει κάβο. Τζιν τόνικ υψώνονται σε προπόσεις για το ‘‘Propaganda’’. Γλυκόπικρη γεύση νοσταλγίας».
Η ανταποκρίτρια θύμισε ότι το μπαρ υπήρξε «ένα μέρος καλτ και θρυλικό, εξέδρα εκτόξευσης για παγκοσμίου φήμης DJs, όπως η Νίνα Κράβιτς» και συγχρόνως «γειτνίαζε με το Κρεμλίνο». Ε, αυτή η γειτνίαση μπορεί να έφαγε το κλαμπ, είτε άκουγε είτε δεν άκουγε ο Πούτιν τη φασαρία μέχρι τα χαράματα – οι προτεραιότητες της προπαγάνδας του σε επίπεδο κουλτούρας δεν συνάδουν, ασφαλώς, με αυτές του «Propaganda».
Η ανταποκρίτρια έδωσε κάποια στοιχεία για τη λειτουργία του μαγαζιού: «Μπαρ την ημέρα, ντίσκο τη νύχτα, με δωρεάν είσοδο, με χαλαρή ατμόσφαιρα και προσιτές τιμές, περί τα 4 ευρώ η μπίρα, αλλά και με έλεγχο στην πόρτα για να απωθούνται οι μεθυσμένοι». Η 46χρονη Σάσα είπε ότι πήγε στο κλαμπ για τελευταία φορά, για να το αποχαιρετίσει, και θυμήθηκε ότι στα νιάτα της ξημεροβραδιαζόταν εκεί περιμένοντας στην ουρά για να εισέλθει στον μικρό χώρο των 400 ατόμων. Ανέφερε ότι και άλλα μετασοβιετικά κλαμπ της Μόσχας έκλεισαν επίσης. Η «Propaganda» ήταν το τελευταίο του είδους του.
«Ηταν το αγαπημένο μου μέρος» είπε η 20χρονη Ιρίνα «με μια μπίρα στο χέρι και τα μάτια της καρφωμένα στον DJ». Η Ιταλίδα διαπίστωσε ότι «η μουσική που παίζει είναι η ίδια που παίζεται σε όλες τις ντίσκο του κόσμου, τα ποτά είναι τα ίδια που σερβίρονται παντού». Και ανέλυσε το θέμα: «Στη Ρωσία, που βρίσκεται σε πόλεμο με τη συλλογική Δύση και με την Ουκρανία, όλα έχουν αλλάξει ριζικά και τίποτα δεν παραμένει για πάντα. Η καθημερινότητα έχει γίνει ένας αιώνιος αποχαιρετισμός ή ένας αγώνας για τη διαφύλαξη των τελευταίων χώρων αντίστασης».
Ανάφερε ότι κάποια συγκροτήματα «μέταλ» έχουν κατηγορηθεί για νεοναζιστική προπαγάνδα, ότι η αστυνομία κυνηγάει τις «εναλλακτικές» καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, κ.λπ. «Οτιδήποτε εναλλακτικό καταλήγει στο στόχαστρο. Επιβιώνουν μόνον όσοι προσαρμόζονται στην υπερπατριωτική και μιλιταριστική διάθεση της εποχής».
Φινάλε με τους ιδιοκτήτες του μπαρ, οι οποίοι δεν είπαν τίποτα για τον λόγο του λουκέτου. Ομως «πολλοί υποψιάζονται ότι τα κυριακάτικα ΛΟΑΤΚΙ+ πάρτι δεν ταιριάζουν με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News