Πόσο πάει η ξαπλώστρα; Το ερώτημα ταλανίζει το πανελλήνιο αυτόν τον καιρό. Στα κοινωνικά δίκτυα, οι αναρτήσεις σε ενημερώνουν για τις εξωφρενικές τιμές στα ελληνικά θέρετρα. Φωτογραφίες με αποδείξεις από μπαρ και εστιατόρια πάνε κι έρχονται στους διαδικτυακούς τοίχους, με κυκλωμένα τα ποσά που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό.
Δεκαπέντε ευρώ η χωριάτικη, τριάντα ευρώ μια μερίδα καλαμαράκια, δέκα ευρώ ο καφές επειδή τον πήρες στο τρέντι beach bar με τις αναπαυτικές μαξιλάρες δίπλα στο κύμα. Τα ποσά για αγαθά και υπηρεσίες ανεβαίνουν ανεξέλεγκτα, ανάλογα με το προφίλ του κάθε προορισμού. Σε κάποια μέρη πληρώνεις τη ναπολιτέν όσο την αστακομακαρονάδα.
Για την ξαπλώστρα, δεν το συζητώ, μπορεί να τη βρεις και εκατό ευρώ. Οχι μόνο στη Μύκονο και τη Σαντορίνη, και στο Κάτω Παρτάλι ακόμα. Σου λένε ελάχιστη κατανάλωση τριάντα, σαράντα, πενήντα ευρώ το άτομο, αν διαβείς το κατώφλι τους. Και δεν βρίσκονται στα καυτά σημεία της τουριστικής λίστας, αλλά σε άλλα που δεν το πιστεύεις ότι θα μπορούσαν να κοστολογήσουν τόσο ακριβά το προϊόν τους.
Βέβαια, δεν είναι όλη η Ελλάδα ένας κατάλογος με τιμές που αγγίζουν τα όρια της τρέλας. Υπάρχουν και κάποια μέρη τα οποία σου προσφέρουν ένα λογικό, έως και φθηνό κόστος διακοπών και σε κάνουν να νιώθεις σαν να βρίσκεσαι στο γαλατικό χωριό του τουριστικού χάρτη. Μου συμβαίνει κάθε καλοκαίρι σε μια γωνιά της Ροδόπης, σε έναν παραθαλάσσιο οικισμό που βλέπει τελευταία τις μετοχές του να ανεβαίνουν από την προσέλευση βαλκάνιων τουριστών, όπως συμβαίνει σε πολλές περιοχές της βόρειας Ελλάδας.
Τρεις ατομικές πίτσες, έξι μπάλες παγωτό και τρία νεράκια, σούμα δεκαπέντε ευρώ. Κοιτάω την απόδειξη ξανά, δεν το πιστεύω. Πάω στο ταμείο και ρωτάω μήπως έχει γίνει λάθος. «Οχι», μου λέει η κοπέλα που κρατάει το μαγαζί. Δίνω την κάρτα μου διστακτικά, γιατί έχω ξεσυνηθίσει αυτή την αίσθηση του να πληρώνεις κάτι τόσο φθηνά. Δυσπιστείς, νιώθεις ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι σου κάνουν πλάκα. Καμία πλάκα, απλώς είναι μια επιχείρηση, οικογενειακή όπως με ενημερώνει η κοπέλα, που έχει αποφασίσει να κρατήσει τις τιμές της χαμηλά.
Δεν είναι η μόνη στη συγκεκριμένη περιοχή. Και δεν είναι η μόνη περιοχή στην Ελλάδα όπου μπορείς να κάνεις διακοπές χωρίς να ξοδεύεις μια περιουσία. Το θέμα είναι αν εμείς επιλέγουμε και αυτές τις περιοχές, αν τις καταδεχόμαστε να γίνουν έδρες των διακοπών μας. Υπάρχει ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που τις απαρνείται.
«Σιγά μην πάω στο σκατοχώρι», έλεγε ένας στον φίλο του, σε διπλανό τραπέζι. «Χίλιες φορές να μείνω στην πόλη να ψήνομαι». Το σκατοχώρι του, όπως άθελα μου άκουσα από τη συζήτηση που έκαναν, ήταν ο παραθαλάσσιος Πλαταμώνας στην κεντρική Μακεδονία. Λίγες μέρες πριν, μια γνωστή μου περιέγραφε πόσα έδωσε για ένα ταξίδι μιας βδομάδας στην Πάρο, μέσα στον Ιούλιο. Που ήταν και κουραστικό, γιατί το πλοίο, το νησί, το ξενοδοχείο, οι παραλίες, όλα τέλος πάντων, βούλιαζαν από κόσμο.
«Γιατί πήγες Πάρο;», τη ρώτησα.
«Γιατί δεν βρήκα Σαντορίνη» απάντησε.
Αυτό είναι το προφίλ του μέσου έλληνα τουρίστα, όπως το δείχνουν και τα στοιχεία κάθε καλοκαίρι. Παρά την κρίση, την ακρίβεια και την οικονομική ανασφάλεια, επιμένει σε δημοφιλείς προορισμούς. Θα κάνει το σκατό του παξιμάδι για να πάει στο Τop 10 των νησιών και θα προτιμήσει να κάνει εκεί διακοπές μερικών ημερών, παρά να βρει ένα πιο ταπεινό μέρος, στο οποίο θα μπορεί να κάτσει τρεις βδομάδες με το ίδιο μπάτζετ.
Ο μέσος Ελληνας δεν θέλει να εξερευνήσει, δεν θέλει να γνωρίσει, δεν θέλει να ανακαλύψει τόπους. Θέλει να πάει στα γνωστά και μη εξαιρετέα, θέλει να στριμωχτεί με μιλιούνια μέσα σε γραφικά στενά, θέλει να πληρώνει χρυσάφι τον καφέ που πίνει. Σνομπάρει και απορρίπτει την εναλλακτική επιλογή, μερικές φορές δεν τη βλέπει καν στον χάρτη. Αλλά ξέρει να γκρινιάζει για το πόσο βαθιά έβαλε το χέρι στην τσέπη στο νησάκι όπου πήγε, εκεί που πάνε όλοι και όπου η αισχροκέρδεια βασιλεύει.
Αμα η πυξίδα σου δείχνει μόνο στο δημοφιλές, τι περιμένεις;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News