Ο Ιούλιος του 1974 ήταν ένας μήνας γεμάτος πολιτικά γεγονότα. Πριν από ακριβώς 50 χρόνια, στις 24 Ιουλίου, η δικτατορία που είχε επιβληθεί με στρατιωτικό πραξικόπημα στις 21 Απριλίου 1967, έπεσε και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο οποίος είχε επιστρέψει από το Παρίσι τα χαράματα εκείνης της ημέρας σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, αποκαθιστώντας τη Δημοκρατία στη χώρα, μετά από εφτά χρόνια χούντας.
Στο μεταξύ, λίγο νωρίτερα, στις 15 Απριλίου 1974, η Πορτογαλία είχε επίσης οδηγηθεί στη δημοκρατία. Με την αναίμακτη Επανάσταση των Γαρυφάλλων, αριστεροί αξιωματικοί ανέτρεψαν το ακροδεξιό καθεστώς του Εστάντου Νόβου («Νέο Κράτος»), τη δικτατορία που είχαν εγκαταστήσει το 1926 στην Πορτογαλία πραξικοπηματίες στρατιωτικοί με επικεφαλής τον Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ. Εναν χρόνο αργότερα, εξάλλου, στην Ισπανία, με τον θάνατο του Φρανθίσκο Φράνκο θα έμπαινε τέλος στη δικτατορία που είχε εγκαθιδρύσει το 1939 ο ισπανός στρατηγός και απόλυτος ηγέτης της εθνικιστικής παράταξης μετά τη νίκη της στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, και ο πρίγκιπας Χουάν Κάρλος θα στεφόταν βασιλιάς.
Σχεδόν ταυτόχρονα, δηλαδή, κατέρρευσαν και τα τρία τυπικά δικτατορικά καθεστώτα της νότιας Ευρώπης. Με αφορμή αυτά τα κορυφαία πολιτικά γεγονότα, η Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου διοργανώνει (από τις 11 Ιουλίου 2024 μέχρι και τις 2 Φεβρουαρίου 2025) μια νέα, επίκαιρη έκθεση με τίτλο «Δημοκρατία», η οποία ανιχνεύει τη σχέση της τέχνης με την πολιτική ιστορία στη Νότια Ευρώπη. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη, διεθνή έκθεση που πραγματεύεται τη σχέση της τέχνης με την δημοκρατία κατά την διάρκεια μιας από τις πιο καθοριστικές περιόδους για την ιστορία της Νότιας Ευρώπης, καθώς και οι τρεις χώρες, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία μετέβησαν από ένα απολυταρχικό καθεστώς στο δημοκρατικό πολίτευμα.
Με άξονα την τέχνη της αντίστασης και της διαμαρτυρίας στις τρεις χώρες, η έκθεση αντιμετωπίζει συγκριτικά για πρώτη φορά σε διεθνές επίπεδο την πολιτική λειτουργία της τέχνης στα δικτατορικά καθεστώτα του Ευρωπαϊκού Νότου και διερευνά την ποικιλομορφία των καλλιτεχνικών αναζητήσεων, τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις, τις καλλιτεχνικές πρακτικές που γεννήθηκαν μέσα από τον αγώνα για ελευθερία, καθώς και την ενεργή κληρονομιά τους.
Η Συραγώ Τσιάρα, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης από το 2022 και επιμελήτρια της έκθεσης, θέλησε να εξετάσει τους κοινούς παράγοντες και τις διαφορές που υπάρχουν στην καλλιτεχνική παραγωγή των τριών χωρών. «Συνειδητοποίησα ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ έκθεση που να εξέταζε συγκεκριμένα την εικαστική τέχνη που παρήχθη κατά τη διάρκεια των δικτατοριών του ευρωπαϊκού νότου», λέει στους Financial Times, «Και, φυσικά, βγήκαν τα ίδια θέματα που είχαν κοινά: εξορία, καταπίεση, ανάγκη αντιμετώπισης των ανθρώπινων και δημοκρατικών αξιών».
Η «Δημοκρατία» έρχεται σε συνέχεια της αμέσως προηγούμενης έκθεσης της Εθνικής Πινακοθήκης με τίτλο «Αστυγραφία/URBANOGRAPHY. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970», επίσης σε επιμέλεια της κυρίας Τσιάρα. Και κατά κάποιον τρόπο την ολοκληρώνει. Παρακολουθώντας τρεις δεκαετίες ραγδαίου μετασχηματισμού της μεταπολεμικής Ελλάδας, η «Αστυγραφία» επικεντρώθηκε στην αστικοποίηση και τον τρόπο που ο άνθρωπος συμμετέχει ή αντιστέκεται στη νέα συνθήκη που του υπαγορεύει το ολοένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον του.
Παρουσιάζοντας 79 δημιουργούς, 202 εικαστικά έργα και 21 ταινίες, και φέρνοντας σε συνομιλία τις εικαστικές τέχνες –ζωγραφική, γλυπτική, χαρακτική, εγκαταστάσεις, φωτογραφία, σχέδια και αφίσες– με αποσπάσματα από τον δημοφιλή ελληνικό κινηματογράφο, τις ταινίες κριτικού ρεαλισμού και τις έκκεντρες αφηγήσεις, η «Αστυγραφία» επιχείρησε να χαρτογραφήσει το συνολικό εύρος της έννοιας «αστικό βίωμα».
Σε συνέχειά της, η «Δημοκρατία» είναι ένα συνολικό εγχείρημα στο οποίο συμμετέχουν πάνω από 55 καλλιτέχνες και ομάδες καλλιτεχνών, με 140 εικαστικά έργα, από μεγάλα μουσεία και ιδιωτικές συλλογές των χωρών Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία, ενώ περιλαμβάνει, επίσης, αφίσες, βιντεοπροβολές και performances. Στο πλαίσιο, δε, της έκθεσης θα πραγματοποιηθεί ένα κινηματογραφικό αφιέρωμα, καθώς και ένα συνέδριο με θέμα τη δημοκρατία και τις εικαστικές τέχνες.
Το αφήγημα της έκθεσης «Δημοκρατία» είναι συγκλονιστικό καθώς εστιάζει στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Καταγράφει τα παθιασμένα και επαναστατικά ταξίδια της εποχής, τη μετάβαση από τα αυταρχικά καθεστώτα στα δημοκρατικά πολιτεύματα και τον ρόλο των καλλιτεχνών στη διεκδίκηση των πολιτικών ελευθεριών, και δημιουργεί εικόνες ριζικής κοινωνικής αλλαγής που αποδείχτηκαν πολύ επιδραστικές στη λαϊκή κουλτούρα, με κύριους θεματικούς άξονες «Το Πρόσωπο του Εχθρού», την «Αντίσταση», την «Εξέγερση» και τη «Διέγερση».
Να σημειωθεί ότι λίγα από τα έργα που εκτίθενται παρουσιάστηκαν στις χώρες προέλευσής τους τη στιγμή της δημιουργίας τους. Γιατί οι καλλιτέχνες είτε ήταν εξόριστοι, είτε έκρυβαν –για ευνόητους λόγους- τα έργα τους σε υπόγεια και σοφίτες.
Η εκθεσιακή δραστηριότητα, η συγκρότηση καλλιτεχνικών ομάδων, ο κριτικός λόγος, ο ρόλος της αφηρημένης τέχνης, η ανάδειξη του κριτικού ρεαλισμού, η τέχνη της διαμαρτυρίας μέσω της αφίσας, της χαρακτικής και της performance, η διεκδίκηση της ορατότητας του σώματος σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, καθώς και η συνολικότερη εμπλοκή της τέχνης στη δημόσια σφαίρα επισφραγίζουν το αίτημα του εκδημοκρατισμού και αποτελούν σημαντικά πεδία έρευνας και εικαστικής δραστηριότητας.
Ο «εχθρός», γράφει ο Πίτερ Ασπντεν στους Financial Times, ορίζεται με μια ποικιλία μορφών, μερικές από τις οποίες είναι ξεκάθαρα σατιρικές, όπως η καρτουνίστικη απεικόνιση του «Φράνκο» (1986) από τον Φερνάντο Μποτερό, που ατενίζει τους επισκέπτες στην είσοδο της έκθεσης, ενώ άλλες μορφές εκφράζουν την ανησυχητική απρόσωπη εμφάνιση των πολιτικών ανταγωνιστών των καλλιτεχνών. Πλάι στον παραφουσκωμένο «Φράνκο» είναι τοποθετημένος ο «Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος» σε μια σύνθεση του Γιάννη Ψυχοπαίδη. Στην πρώτη αίθουσα εντυπωσιάζει επίσης ο pop «Καταδότης» (1974) του Γιώργου Ιωάννου αλλά και η εγκατάσταση του Γιάννη Γαΐτη «Πέντε μ’ έξι» (1970) με τους ταυτόσημους ριγέ καταπιεστές.
Ακριβώς απέναντι τους κάθεται ακίνητος στην καρέκλα του ο απειλητικός –και γελοίος ταυτόχρονα- «Θεατής των Θεατών» (1972) από πολύχρωμο παπιέ-μασέ της καλλιτεχνικής κολεκτίβας από τη Βαλένθια Equipo Crónica (1964-1981). Πρόκειται για μια από τις 100 φιγούρες μυστικών αστυνομικών που είχαν τοποθετηθεί ανάμεσα στο κοινό στις «Συναντήσεις της Παμπλόνα», το πιο εκτεταμένο και σημαντικό διεθνές φεστιβάλ τέχνης avant-garde που πραγματοποιήθηκε στην Ισπανία στις αρχές του καλοκαιριού του 1972, στο οποίο ήταν αφιερωμένη και η έκθεση «Los encuentros de Pamplona 25 años después» («Οι συναντήσεις της Παμπλόνα 25 χρόνια μετά»), του Εθνικού Μουσείου Τέχνης Βασίλισσα Σοφία. Και προκαλεί μια σχεδόν κωμική αντιπαράθεση, διαψεύδοντας την απαίσια πρόθεση του ανώνυμου ωτακουστή στις αυταρχικές κοινωνίες. Να σημειωθεί ότι και η «Υψηλή Κοινωνία» («Alta sociedad», 1966) που παρουσιάζεται σε άλλο σημείο της «Δημοκρατίας» είναι έργο της Equipo Crónica.
Στην ενότητα «Αντίσταση», τα «Γαρύφαλλα σε γύψο» (1968) του Βλάσση Κανιάρη, είναι και τα δύο σύμβολα (πρακτικών χειραγώγησης) που χρησιμοποιήθηκαν επίσης στην Πορτογαλία. Σε αυτή την ενότητα εκτίθενται επίσης κάποια από τα χαρακτικά του Α. Τάσσου, που δημιούργησε ο καλλιτέχνης της περίοδο της χούντας. Με αναφορές στις βυζαντινές αγιογραφίες, οι εμβληματικές γυναικείες φιγούρες του που θρηνούν αποτυπώνουν τη θλίψη, τον πόνο, την οργή και την αντίσταση ενάντια στις σύγχρονες μορφές τυραννίας.
Τα έργα του Τάσσου ήταν από τα πρώτα που παρουσιάστηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη κατά τη μεταπολίτευση, σε μια έκθεση του 1975 με 75 χαρακτικά. Ηταν μια έκθεση αξιοσημείωτη για δύο λόγους, λέει στους Financial Times η Συραγώ Τσιάρα: πρώτον, για τη δραματική και τόσο αναγκαία απεικόνιση του «συλλογικού τραύματος» που είχε βιώσει η χώρα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και για την έκφραση της αλληλεγγύης της έκθεσης προς τα ευρωπαϊκά κινήματα διαμαρτυρίας που είχαν στο μεταξύ ανθίσει. Ηταν, λέει, «ένας αναστεναγμός ανακούφισης … μια πράξη δημοκρατικού επιτεύγματος» από μόνη της.
Στην ίδια ενότητα κυριαρχούν οι σπαρακτικές εγκαταστάσεις του Δημήτρη Αληθεινού, τα πρόσωπα του Παπαδόπουλου και του Πατακού στα κολάζ του Αλέκου Λεβίδη, οι φωτορεαλιστικές συνθέσεις με διώξεις και συλλήψεις του Δήμου Σκουλάκη, τα χαρακτικά της Βάσως Κατράκη, και των Τσιστόμπαλ Αγκίλαρ και Μανουέλ Κάλβο, η αποδόμηση των συμβόλων στο «La Grece Originale» (1967), του Αλέξη Ακριθάκη, οι περφόρμανς της Μαρίας Καραβέλα που ανακαλούν στη μνήμη τα βασανιστήρια της χούντας, αλλά και το «Απειρο» (1969), μια σύνθεση μεικτής τεχνικής σε ξύλο του στρατευμένου εικαστικού Δημήτρη Περδικίδη, που έζησε και εργάστηκε στη Μαδρίτη.
Η ενότητα της έκθεσης «Εξέγερση» στην Ελλάδα ταυτίζεται ουσιαστικά με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, που βρίσκονται στο επίκεντρο της πολυεπίπεδης αφηγηματικής σύνθεσης του Μάριου Βατζιά «Πολυτεχνείο» (1975). Εδώ ο καλλιτέχνης αποτίνει ρητά φόρο τιμής στη βυζαντινή αγιογραφία, καθώς οι ψυχές των χτυπημένων διαδηλωτών μεταφέρονται στους ουρανούς από αγγέλους, και το σύνθημά τους «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» γίνεται ουράνιο όραμα του πρώην τόπου σπουδών τους. Εξίσου υπερβατικό είναι και το μνημειακό γλυπτό «Αρχάγγελος Νο2» (1976) του Μανώλη Τζομπανάκη, στο οποίο μια κυβιστική ανθρώπινη μορφή εκτοξεύεται μέσα από το ξύλινο πλαίσιο ενός παραθύρου.
Ξεχωρίζουν επίσης οι στολές στρατιωτικών του Λεωνίδα Κανακάκη, αλλά και μια σειρά pop συνθέσεων του Γιώργου Ιωάννου. Ακόμη, τα έργα του Τάσσου που αναφέρονται σε επαναστατικές προσωπικότητες όπως ο Τσε Γκεβάρα και η Αντζελα Ντέιβις, το κολάζ της Βάσως Κυριάκη «Βιετνάμ» (1968) αλλά και η αναφορά του Κυριάκου Κατζουράκη στον Τσε Γκεβάρα συνδέουν τα διεθνή κινήματα με την ελληνική εμπειρία αποδεικνύοντας ότι η τέχνη της επανάστασης ήταν παγκόσμια, αν και με δυσνόητους ρυθμούς. Επιπλέον, σε ιδιαίτερο χώρο της ενότητας παρουσιάζεται η ιστορική έκθεση «Alternativa Zero» που οργάνωσε ο Ερνέστο ντε Σόουζα στην Πορτογαλία το 1977 αποτυπώνοντας τον πλούτο των πειραματικών τάσεων της σύγχρονης πορτογαλικής τέχνης.
Το τελευταίο μέρος της έκθεσης έχει τον απίθανο τίτλο «Διέγερση», δίνοντας στη «μυώδη» γλώσσα της «Εξέγερσης» κάτι σαν απαλή προσγείωση. Υπάρχει μια γιορτή εδώ, όπως λέει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης στον κατάλογο της έκθεσης, για «την ευχαρίστηση, τη σεξουαλικότητα, την απελευθέρωση και τον παλλόμενο αισθησιασμό της άνοιξης της δημοκρατίας».
Τα τολμηρά χρώματα του ελληνοπορτογάλου Νικία Σκαπινάκη στις pop «Λουόμενες» (1971) και τα σουρεαλιστικά, παραμορφωμένα και κατακερματισμένα σώματα της Πάουλα Ρέγκο, μοιάζουν σαν να ανήκουν σε μια διαφορετική έκθεση, ωστόσο παρέχουν έναν αξιόπιστο κώδικα για το κλίμα της καταστολής και των απαγορεύσεων μιας μακρόχρονης δικτατορίας, που είχε προηγηθεί.
«Εχουμε το ανδρικό βλέμμα [στην έκθεση], και ακόμα κι αν ήταν κρυμμένο εκείνη την εποχή, είναι μέρος της κουλτούρας μας και της οπτικής μας ταυτότητας», λέει η Συραγώ Τσιάρα μιλώντας στους Financial Times. Και προσθέτει: «Τη γυναικεία προσέγγιση, η οποία είναι πιο ευαίσθητη, πιο κριτική, όχι τόσο στιβαρή, νομίζω ότι τη χρειαζόμαστε».
Και τονίζει, ότι πάνω από οτιδήποτε άλλο, θέλει η έκθεση να λειτουργήσει ως σημείο εκκίνησης για τη συζήτηση για τη δημοκρατία στη σημερινή εποχή: «Εμείς [στην Ελλάδα] είχαμε 50 χρόνια αδιάκοπης δημοκρατικής ζωής. Αλλά υπάρχουν απειλές για τη δημοκρατία παντού. Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι κάτι στο οποίο δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας. Πιστεύω ότι τα πολιτιστικά ιδρύματα έχουν, στο DNA τους, την προστασία πολιτιστικών αξιών. Και η δημοκρατία είναι μια από αυτές».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News