Οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών στις ΗΠΑ είναι τόσο καταιγιστικές και πρωτοφανείς που κάλλιστα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ο παράδεισος του ψεκασμένου συνωμοσιολόγου. Ακαιρα και άκυρα ντιμπέιτ προτού καν δοθούν χρίσματα υποψηφίων προέδρων, απόπειρες δολοφονίας του Τραμπ, καμπάνιες απαξίωσης του Μπάιντεν από το ίδιο το κόμμα του, απόσυρση του προέδρου από την κούρσα επανεκλογής και τώρα μια εκστρατεία αποκατάστασης του πολιτικού προφίλ της Κάμαλα Χάρις, η οποία μέχρι πρότινος αντιμετωπιζόταν ως η πλέον αδιάφορη αντιπρόεδρος στην Ιστορία.
Την ίδια στιγμή που ο Τραμπ εμφανίζεται ως αδιαφιλονίκητο φαβορί, επιχειρείται να δοθεί μια ένεση ενδιαφέροντος σε μια αντιπαράθεση για την προεδρία των ΗΠΑ, που ομολογουμένως είναι κρισιμότερη από ποτέ. Ή τουλάχιστον έτσι θεωρείται.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Τα νερά έχουν θολώσει κάπως έπειτα από την απόπειρα δολοφονίας του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου. Εκείνος εμφανίζεται πλέον μετριοπαθής – όσο γίνεται και για οποιονδήποτε λόγο. Είτε επειδή πραγματικά φοβήθηκε και δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα έχει πάντα «τον Θεό στο πλευρό του», είτε επειδή –κατά προφανή τρόπο– δεν θέλει να τρομάξει και να προκαλέσει άλλο με τις ακρότητές του και επιλέγει ένα σχετικά ασφαλές μονοπάτι επιστροφής στον Λευκό Οίκο.
Ως συνήθως, όποτε επίκεινται εκλογές καλό είναι να αποφεύγει κανείς τις προφητείες και τις βεβαιότητες. Πολλά μπορούν να γίνουν στις λίγο περισσότερες από 100 ημέρες που απομένουν έως τις εκλογές του Νοεμβρίου.
Μπορεί όμως κανείς να κάνει ορισμένες βάσιμες υποθέσεις. Η αντιπαράθεση του Τραμπ και (κατά πάσα πιθανότητα) της Κάμαλα Χάρις θα είναι πολύ διαφορετική από εκείνη με τον Μπάιντεν. Κατά έναν περίεργο τρόπο, θα έχει περισσότερα πολιτικά στοιχεία και λιγότερα προσωπικά. Και πάντως έχει μια ιστορική διάσταση η εκλογική αναμέτρηση μιας νέας, μη λευκής γυναίκας, με έναν πολιτικό με τα χαρακτηριστικά του Τραμπ.
Οσο όμως θα πρέπει να αποφεύγονται οι προφητείες, άλλο τόσο θα πρέπει να αποφευχθούν και οι αυταπάτες. Πίσω από όλα αυτά, και επειδή δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι μιλάμε για τις ΗΠΑ, βρίσκονται τα πολύ σκληρά πολιτικό-οικονομικό-στρατιωτικά λόμπι της ισχυρότερης χώρας του πλανήτη και δυο κομματικοί οργανισμοί με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Από τη μία οι πολύ πιο συγκροτημένοι και μεθοδικοί Δημοκρατικοί, από την άλλη οι Ρεπουμπλικανοί, που θέλοντας και μη έχουν παραδοθεί στον Τραμπ.
Πολιτικοί παρατηρητές με καλή γνώση των όσων συμβαίνουν στην Ουάσινγκτον και στις ΗΠΑ γενικότερα σημειώνουν κάποιες ενδεχομένως ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Στις 5 Νοεμβρίου δεν θα διεξαχθούν μόνο προεδρικές εκλογές, αλλά και αναμετρήσεις για 33 έδρες της Γερουσίας, και παράλληλα για την εκλογή μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων σε 435 εκλογικές περιφέρειες και στις 50 Πολιτείες.
Το αποτέλεσμα αυτών των αναμετρήσεων είναι, σε συνδυασμό με την προεδρική εκλογή, εξαιρετικά σημαντικό. Και σε ορισμένα πεδία, ίσως και να διαφεύγει σε πολλούς στην Ευρώπη ότι οι συμβιβασμοί ή τα αδιέξοδα στο αμερικανικό Κογκρέσο είναι κρισιμότερες παράμετροι από τις εξαλλότητες ή τη μετριοπάθεια του εκάστοτε προέδρου. Το γνωρίζουν αυτό καλά όμως και οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί.
Πίσω από όλα αυτά εξακολουθεί να υπάρχει ένα ακόμη πιο κρίσιμο στοιχείο. Είναι ο κοινωνικός, οικονομικός, γεωγραφικός και συνακόλουθα πολιτικός διχασμός της Αμερικής.
Υπό αυτό το πρίσμα και υπό τις σημερινές συνθήκες, οι γνώστες των όσων συμβαίνουν στις ΗΠΑ επισημαίνουν κάτι όχι αδιάφορο. Αν μετά το σχετικά οριακό αποτέλεσμα των εκλογών του 2020 οι εξαγριωμένοι οπαδοί του Τραμπ είχαν εισβάλει στο Καπιτώλιο, τι θα μπορούσε να συμβεί σε μια αντίστοιχη περίπτωση σήμερα; Πιθανώς κάτι πολύ χειρότερο δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Η επισήμανση αυτή είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οφείλει κανείς να δει με διαφορετικό μάτι και τις εκλογές στις ΗΠΑ και την ενδεχόμενη νίκη του Τραμπ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News