Τον Ιούλιο του 1974, ο βρετανός δημοσιογράφος Κόλιν Σμιθ ήταν ανταποκριτής του Observer στην Κύπρο. Πέντε δεκαετίες αργότερα θυμάται αλεξιπτωτιστές που έπεφταν από τον ουρανό και ένα μεγάλο ξενοδοχείο υπό πολιορκία.
Το Free Paphos Radio το μετέδωσε και στα ελληνικά και στα αγγλικά. «Χαιρετισμούς, Ελληνοκύπριοι», ξεκίνησε. «Ξέρετε τη φωνή που ακούτε. Ξέρετε ποιος μιλάει. Είμαι ο Μακάριος. Το πραξικόπημα της χούντας απέτυχε. Ημουν ο στόχος της χούντας και όσο είμαι ζωντανός η χούντα δεν θα τα καταφέρει. Προβάλλετε αντίσταση με κάθε τρόπο. Μη φοβάστε». Ο Σμιθ θυμάται την ανακοίνωση αυτή μέχρι το σημείο εκκίνησης της τουρκικής εισβολής.
Πριν από 50 χρόνια, γράφει στον Guardian ο Σμιθ, η στρατιωτική χούντα της Αθήνας πίστευε για λίγο ότι μετά από τρεις αποτυχημένες απόπειρες, είχε επιτύχει τελικά να δολοφονήσει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τον ελληνοκύπριο πρόεδρο από το 1960, όταν η Βρετανία παραχώρησε ανεξαρτησία στην Κύπρο και στην τουρκοκυπριακή της μειονότητα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Μακάριος, πνευματικός και πολιτικός ηγέτης του λαού του, ήταν σταθερός υποστηρικτής τόσο της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα όσο και των ένοπλων ανταρτών που έως ότου οι Βρετανοί συμφώνησαν σε επίσημη κατάπαυση του πυρός, πολέμησαν ως ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Μαχητών). Ομως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά την ανεξαρτησία, τόσο μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας αλλά ακόμη περισσότερο στην ίδια την Κύπρο, άρχισαν να επιδεινώνονται.
Ενα από τα βασικά προβλήματα, κατά τον δημοσιογράφο, ήταν οι πολύ πρόσφατες αναμνήσεις αυτού που ουσιαστικά ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος. Σε αυτόν οι Βρετανοί στρατολόγησαν Τουρκοκύπριους, ενώ ορισμένοι Ελληνοκύπριοι πίστευαν ακράδαντα στο όνειρό τους για την ένωση με την Ελλάδα, που υποστηριζόταν από την Αθήνα.
Προς φρίκη του Μακαρίου, εμφανίστηκε μια οργάνωση που αυτοαποκαλείτο ΕΟΚΑ Β. Οι απαγωγές και οι δολοφονίες έγιναν διαδεδομένη πρακτική. Ο αρχιεπίσκοπος άρχισε να ξεκαθαρίζει ότι η Κύπρος ήταν υπερβολικά κοντά στην Τουρκία για να κάνει την ένωση με την Ελλάδα κάτι περισσότερο από ένα επικίνδυνο όνειρο.
Τότε οι εχθροί του προσπάθησαν να τον σκοτώσουν. Πρώτα έστησαν ενέδρα στο αυτοκίνητό του, και όταν αυτή απέτυχε, επιχείρησαν να καταρρίψουν το ελικόπτερό του, επίθεση κατά την οποία τραυματίστηκε ο πιλότος του. Οι αποτυχίες απλώς έκαναν τους εχθρούς του πιο αποφασιστικούς, σημειώνει ο Κόλιν Σμιθ στον Guradian.
Τον Ιούλιο του 1974 το προεδρικό μέγαρο στη Λευκωσία δέχτηκε μια -ενορχηστρωμένη από την Αθήνα και υπό την καθοδήγηση του αχυρανθρώπου της, Νίκου Σαμψών– επίθεση από σοβιετικά τεθωρακισμένα, τα οποία είχε δωρίσει στο παρελθόν η ΕΣΣΔ στον Μακάριο. Μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, τα πληρώματά τους είχαν χρησιμοποιήσει εμπρηστικά πυρομαχικά από πολύ μικρή απόσταση, προκειμένου να προκαλέσουν πυρκαγιά. Αμέσως κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο Μακάριος είχε καεί ζωντανός.
Αντίθετα, ο καπνός μπορεί να του έσωσε τη ζωή, καλύπτοντας την πίσω έξοδο του μεγάρου για τον ίδιο και τους σωματοφύλακές του επί αρκετή ώρα, ώστε να φτάσουν στο αυτοκίνητο που τον μετέφερε στη γενέτειρά του Πάφο. Εκεί, ενώ βρισκόταν υπό σποραδικά πυρά πυροβολικού από ένα περιπολικό σκάφος της χούντας του Σαμψών, είχε σκεφτεί να στρατολογήσει αρκετούς οπαδούς για να αντιπαρατεθεί, αλλά πείστηκε από τους Αγγλοαμερικανούς να μην το κάνει.
Τελικά, ένα βρετανικό ελικόπτερο τον μετέφερε με ασφάλεια στη βάση της RAF στο Ακρωτήρι, μέρος της περιοχής που η Κύπρος επέτρεψε στη Βρετανία να κρατήσει μετά την ανεξαρτησία της. Εκεί επιβιβάστηκε σε μια πτήση προς Λονδίνο και εν συνεχεία Νέα Υόρκη, όπου ανέβηκε στο βήμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Στην Αγκυρα, ο τούρκος διανοούμενος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ, πρώην δημοσιογράφος και μεταφραστής των έργων του Τ.Σ. Ελιοτ στα τουρκικά, ήταν «φρέσκος» στην εξουσία και ήθελε να δείξει στη συντηρητική αντιπολίτευση ότι έπαιρνε την τουρκοκυπριακή ασφάλεια τόσο σοβαρά όσο και εκείνοι.
Ο Ετζεβίτ, γράφει ο Κόλιν Σμιθ στον Guardian, προειδοποίησε τη χούντα στην Κύπρο ότι αν δεν αποσυρθεί αμέσως και αν η Κύπρος δεν επανέλθει στην προηγούμενη κατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης του Μακαρίου, ο τουρκικός στρατός θα παρέμβει.
Στις 19 Ιουλίου η Αθήνα απάντησε ανακοινώνοντας ότι ως πρώτο βήμα άνοιγε εκ νέου το αεροδρόμιο Λευκωσίας και επέτρεπε στον διεθνή Τύπο να εισέλθει στην Κύπρο. Κατά την άφιξη των δημοσιογράφων στο νησί, θυμάται ο Σμιθ, «μας υποδέχτηκαν νεαροί Ελληνες, αγγλόφωνοι εθνοφύλακες με καλοσιδερωμένα πουκάμισα και σορτς, που κρατούσαν ημιαυτόματα όπλα Thompson. “Καλώς ήρθατε” είπε ο ένας. “Τώρα όλα είναι εντάξει. Τώρα είναι ελληνικό νησί”. “Τι ήταν πριν;” “Ενα μπερδεμένο νησί”».
Ο δημοσιογράφος γράφει στον Guardian για τη συνέντευξη Τύπου που διοργάνωσε ο Νίκος Σαμψών, πρώην μέλος της ΕΟΚΑ τη δεκαετία του 1950, τον οποίο, ελλείψει οποιουδήποτε καλύτερου, η χούντα διόρισε υπηρεσιακό πρόεδρο. Κατά την τελευταία δεκαετία της βρετανικής διακυβέρνησης ο Σαμψών είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως ρεπόρτερ για τους Cyprus Times. Οι άλλοι δημοσιογράφοι πάντα αναρωτιούνταν εκείνη την εποχή πώς βρισκόταν πάντα πρώτος σε κάθε σκηνή πολιτικής βίας στους δρόμους.
Στη συνέχεια, η βρετανική αποικιακή αστυνομία υποστήριξε ότι αυτό δεν ήταν τυχαίο. Κατά την προσπάθειά του να διαφύγει, συνελήφθη με την κατηγορία της κατοχής πυροβόλου όπλου, ένα αδίκημα που έφερε την ποινή του απαγχονισμού, η εκτέλεσή του όμως αναβλήθηκε και τελικά εξέτισε μόλις 18 μήνες (αντί μιας υποτιθέμενης ισόβιας κάθειρξης). Αφέθηκε ελεύθερος βάσει της συμφωνίας της Ζυρίχης, του 1959, που προηγήθηκε της ανεξαρτησίας.
Εκτός από αυτόν, οι άλλοι πρωταγωνιστές της συνέντευξης Τύπου του ήταν πρώην κρατούμενοι της τακτικής αστυνομικής εφεδρείας, της πραιτωριανής φρουράς του Μακαρίου, οι οποίοι διηγήθηκαν ιστορίες φρικαλέων ανακρίσεων. Εμφάνισαν εκθέματα αντάξια της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης, με εξαίρεση έναν δονητή από καουτσούκ που λειτουργούσε με μπαταρία, τον οποίο μια γαλλίδα φωτογράφος έδωσε στον Σαμψών και εκείνος τον κράτησε ψηλά για τους φωτογράφους – μέχρι να συνειδητοποιήσει τι έκανε.
Ακολούθως, οι δημοσιογράφοι αναζήτησαν την τουρκική πλευρά. Ο Ραούφ Ντενκτάς, δικηγόρος με σπουδές στο Λονδίνο, ήταν ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας και είχε στο γραφείο του ένα σπάνιελ που επιτίθετο στους επισκέπτες. «Ακριβώς όπως ο Μακάριος, αυτός ο σκύλος», είπε ο Ντενκτάς, «επιτίθεται στους φίλους του και δεν αναγνωρίζει τους εχθρούς του».
Ο Ντενκτάς είχε τη βάση του σε ένα γραφείο κοντά σε αυτό που είχε γίνει ήδη γνωστό ως Πράσινη Γραμμή της Λευκωσίας. Η ονομασία, γράφει ο Guardian, χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν, τρία χρόνια μετά την ανεξαρτησία και την έναρξη της διακοινοτικής αμοιβαίας σφαγής, ένας βρετανός αξιωματικός του ΟΗΕ πήρε έναν πράσινο μαρκαδόρο και τράβηξε τις γραμμές στον χάρτη του.
Οσο οι δημοσιογράφοι βρίσκονταν στο γραφείο του Ντενκτάς, ένας βοηθός του μπήκε μέσα φωνάζοντας. «Αυτό είναι!» μετέφρασε ο Ντενκτάς. «Το BBC αναφέρει ότι μια τουρκική αρμάδα κατευθύνεται προς την Κύπρο. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη στιγμή για την Τουρκία να έρθει εδώ. Ολος ο κόσμος θα μας υποστηρίξει. Καλύτερα να βρείτε ένα κρεβάτι».
Το πενταόροφο «Ledra Palace», το πιο διάσημο ξενοδοχείο της ανατολικής Μεσογείου, όπου ο εξόριστος βασιλιάς Φαρούκ έπινε κάποτε μπράντι, ήταν μόλις λίγα λεπτά με τα πόδια από τα ενετικά τείχη της παλιάς πόλης της Λευκωσίας. Πίσω από το καλογυαλισμένο μαόνι της ρεσεψιόν, ένας από τους υποδιευθυντές, ντυμένος με το πρωινό του κοστούμι χειμώνα-καλοκαίρι, σε πόλεμο και σε ειρήνη, κοίταξε τους δημοσιογράφους με εμφανή περιφρόνηση, περιγράφει στον Guardian ο Κόλιν Σμιθ.
Πολλά ναυλωμένα λιβανέζικα ψαροκάικα από τη Βηρυτό, γεμάτα με άλλους δημοσιογράφους, είχαν αγκυροβολήσει από την προηγούμενη ημέρα στην Αμμόχωστο. Η ζήτηση ήταν τεράστια. Εφόσον όμως οι δημοσιογράφοι ήταν πρόθυμοι να μοιραστούν μονόκλινα δωμάτια, θα έβλεπε τι θα μπορούσε να κάνει. Τελικά, ήταν οι τελευταίοι πελάτες που θα πλήρωναν στο «Ledra».
Μερικοί από τους δημοσιογράφους όχι μόνο μοιράζονταν τα δωμάτια, αλλά και «παίρναμε έναν υπνάκο στο πάτωμα περιμένοντας τη σειρά μας στον τηλετυπωτή, αν είχαμε κάτι να μεταδώσουμε». Θα μπορούσε να μη συμβεί ποτέ, σκέφτονταν. Θα μπορούσε ο τουρκικός στόλος απλώς να περιφέρεται πάνω-κάτω στη βόρεια ακτή της Κύπρου για μέρες ατελείωτες, έως ότου η Αθήνα και η Αγκυρα συνέλθουν και όλοι πάνε στα σπίτια τους.
Ακόμα κι έτσι, η Κύπρος είχε μια σημαντική τουρκοκυπριακή μειονότητα και τις τουρκικές ακτές μόλις 60 χιλιόμετρα μακριά, πολύ πιο κοντά από την Ελλάδα. Επίσης, δεν υπήρχε μεγαλύτερος στρατός από αυτόν της Τουρκίας σε όλη την Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου.
Εν τω μεταξύ, το «Ledra» προσπαθούσε να κρατήσει τα στάνταρ ψηλά, διηγείται ο Σμιθ. Ενα μουσικό τρίο (πλήκτρα, μπάσο και ντραμς) έστησε ένα μικρόφωνο και δυο μεγάλα ηχεία πίσω από τα γήπεδα τένις και την πισίνα. Ο πιανίστας, βετεράνος του Βιετνάμ, ξεκίνησε συνοδεύοντας τον εαυτό του στην επιτυχία των Paper Lace «Billy Don’t Be a Hero». «Σερβίρονταν ποτά. Μετά τη συναυλία, η διεύθυνση του ξενοδοχείου ανακοίνωσε ότι είχε επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας και δεν μας επιτρεπόταν να φύγουμε από εκεί μέχρι νεωτέρας».
Οι πρώτοι πυροβολισμοί της τουρκικής επιχείρησης «Αττίλας» ξύπνησαν τους δημοσιογράφους λίγο μετά το ξημέρωμα, ακολουθούμενες από το «εκπληκτικό θέαμα Τούρκων αλεξιπτωτιστών να πέφτουν από τα μεταγωγικάς που έκαναν κύκλους, για να ενισχύσουν την τουρκοκυπριακή πολιτοφυλακή στον βόρειο τομέα της πόλης. Ταυτόχρονα, ήρθε η πρώτη –σύντομη– γεύση της τουρκικής αεροπορικής υποστήριξης, καθώς τα Skyhawks βουτούσαν αφήνοντας πίσω τους μαύρο καπνό. Αργότερα αποδείχθηκε ότι σε μία περίπτωση ο καπνός προερχόταν από ένα φλεγόμενο ψυχιατρικό νοσοκομείο» γράφει ο Σμιθ στον Guardian.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας περίπου 20 ελληνοκύπριοι εθνοφρουροί είχαν εγκατασταθεί στην οροφή του Ledra και έφτιαχναν αυτοσχέδια οχυρά με σάκους άμμου, για δύο πολυβόλα 0,50 Browning, που συνήθως τοποθετούνταν σε τεθωρακισμένα οχήματα. Με τη βοήθεια διοπτρών άρχισαν να εκτοξεύουν μεγάλες ριπές σε ύποπτους στόχους στην πόλη, εμποδίζοντας την είσοδο σε άλλους δημοσιογράφους, όταν συνειδητοποίησαν ότι η παρουσία τους θα μπορούσε να προδώσει τη θέση τους.
Ωστόσο, μέχρι τις 8 το πρωί οι Τούρκοι τους είχαν εντοπίσει και με εκπληκτική ακρίβεια έστειλαν έναν όλμο που σκότωσε έναν από τους εθνοφρουρούς, τραυμάτισε σοβαρά έναν άλλον και προκάλεσε ελαφρύτερα τραύματα σε πολλούς ακόμη.
Με τους ανελκυστήρες του ξενοδοχείου να μη λετουργούν, θύματα και εξοπλισμός μεταφέρθηκαν με τις σκάλες στο λόμπι, πέντε ορόφους πιο κάτω. Εκεί περίμεναν οι κάμερες. Το γεγονός ότι οι τραυματίες μετατράπηκαν σε τηλεοπτικό θέαμα σε όλον τον κόσμο εξόργισε τους εθνοφρουρούς, ένας από τους οποίους απείλησε τους δημοσιογράφους τραβώντας περίστροφο. μέχρι που αφοπλίστηκε από τους συντρόφους του.
Οσο συνέβαιναν όλα αυτά, ο Βρετανός Ντόναλντ Γουάιζ, πρώην αξιωματικός και ρεπόρτερ της Daily Mirror, παρά τα πυρά, μετέφερε τον τραυματισμένο εθνοφρουρό στο νοσοκομείο με το Mini που είχε μισθώσει. Την επόμενη μέρα μια γαλλοκαναδική μονάδα που υπηρετούσε στην ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών άδειασε το «Ledra» από τους ενόπλους και τους εκπροσώπους του Τύπου, καθώς το ξενοδοχείο έγινε μέρος της ουδέτερης ζώνης που οι Καναδοί προσπαθούσαν να εγκαταστήσουν μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών.
Οι μάχες διήρκεσαν για σχεδόν έναν μήνα, καταλήγει ο Σμιθ. Αρκετά αξιόπιστες πηγές αναφέρουν από 4.500 έως 6.000 ελληνοκύπριους νεκρούς, τραυματίες ή αγνοούμενους. Για τους Τούρκους, οι οποίοι, εκτός από τη στενή αεροπορική υποστήριξη, διέθεταν 180 σύγχρονα άρματα μάχης –σε σύγκριση με τα σκουριασμένα λείψανα του Στάλινγκραντ της ελληνικής πλευράς– οι νεκροί ήταν μεταξύ 1.500 και 3.800. Ο εκτοπισμός υπήρξε τεράστιος: περίπου 200.000 Ελληνοκύπριοι πήγαν προς τον Νότο και 50.000 Τουρκοκύπριοι προς Βορρά.
Ο πόλεμος του 1974 στην Κύπρο κράτησε λίγο λιγότερο από έναν μήνα. Συνεχίστηκε μέσω αναρίθμητων παραβιασμένων εκεχειριών, ειρηνευτικών συνομιλιών στη Γενεύη υπό την αιγίδα του αμερικανού ΥΠΕΞ Χένρι Κίσινγκερ και, σχεδόν τις τελευταίες ώρες, μια τουρκική επίθεση αρμάτων μάχης που κατέλαβε την Αμμόχωστο, το μοναδικό λιμάνι βαθέων υδάτων.
Σε λίγο λιγότερο από έναν μήνα, λοιπόν, ο Ετζεβίτ είχε χτίσει τα θεμέλια για μια Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, όπως την αποκαλεί η Αγκυρα, που κατείχε λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο του νησιού, στο όνομα μιας τουρκοκυπριακής κοινότητας μικρότερης από το ένα πέμπτο του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου.
Το «Ledra Palace» πέρασε τον τελευταίο μισό αιώνα στη νεκρή ζώνη, χρησιμεύοντας ως στρατώνας για τα βρετανικά στρατεύματα του ΟΗΕ και ως ραντεβού για διαπραγματεύσεις υψηλού επιπέδου, που δεν κατέληξαν πουθενά.
Παραφράζοντας τον Λένιν, «υπάρχουν δεκαετίες που δεν συμβαίνει τίποτα και υπάρχουν εβδομάδες που συμβαίνουν δεκαετίες». Φαίνεται ότι η Κύπρος περιμένει ακόμη τη «δεκαετία» της, καταλήγει o Κόλιν Σμιθ στον Guardian.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News