Υπάρχουν κάποιες προσωπικότητες τόσο συγκλονιστικά επιδραστικές που ξεπερνούν το χρόνο και τον χώρο και είναι πάντα παρούσες, αιώνες ολόκληρους μετά το θάνατό τους. Πολλές φορές – τις περισσότερες μάλλον – με τρόπο που σίγουρα θα ξεπερνούσε και τις μεγαλύτερες εξάρσεις μεγαλομανίας τους.
Σε αυτή την κατηγορία ανθρώπων ανήκει αδιαμφισβήτητα ένας άνδρας που γεννήθηκε πριν 21 ολόκληρους αιώνες, στην καρδιά του καλοκαιριού του μακρινού 100 π.Χ. και άκουγε στο όνομα Γάιος Ιούλιος Καίσαρας. Προερχόταν από την Ιουλία γενιά, που ήταν μια από τις αριστοκρατικότερες της Ρώμης. Σύμφωνα με το μύθο, ο ιδρυτής της γενιάς, ο Ίουλος, ήταν γιος του Αινεία, του γιού της Αφροδίτης.
Τα νεανικά χρόνια του Καίσαρα σημαδεύτηκαν από την εμφύλια διαμάχη μεταξύ Μάριου και Σύλλα. Η οικογένειά του τάχθηκε στο πλευρό του Μάριου, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδερφή του πατέρα του Καίσαρα. Τελικά όμως νικητής από τη διαμάχη αναδείχθηκε ο Σύλλας, ο οποίος απαίτησε από τον Καίσαρα να χωρίσει τη γυναίκα του, που ήταν κόρη του διαδόχου του Μάριου. Ο Καίσαρας αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να καθαιρεθεί από το ιερατικό αξίωμα που κατείχε, να δημευθεί και η περιουσία του και η προίκα της γυναίκας του και να εκδιωχθεί από τη Ρώμη, όπου επέστρεψε έξι χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του Σύλλα.
Λίγο αργότερα αποφάσισε να πάει στη Ρόδο προκειμένου να παρακολουθήσει μαθήματα ρητορικής. Αιχμαλωτίστηκε όμως από πειρατές, οι οποίοι ζήτησαν 20 τάλαντα για να τον απελευθερώσουν. Ο Καίσαρας τότε τους χλεύασε, λέγοντάς τους ότι δεν ήξεραν ποιόν είχαν συλλάβει, και απαίτησε να ανεβάσουν τα λύτρα στα 50 τάλαντα (!!!). Τον περίπου ενάμισι μήνα που πέρασε πάνω στο πειρατικό πλοίο μέχρι να συγκεντρωθεί το ποσό για την απελευθέρωσή του, ο Καίσαρας τον πέρασε γράφοντας ποιήματα που απήγγειλε στους πειρατές, στους οποίους φερόταν εντελώς περιφρονητικά ενώ τους έλεγε ανενδοίαστα ότι μόλις απελευθερωνόταν θα τους σκότωνε. Εκείνοι τον άκουγαν γελώντας. Δεν μπορούσαν να φανταστούν πόσο σοβαρά μιλούσε. Όταν τελικά μαζεύτηκαν τα λύτρα ο Καίσαρας, ελεύθερος πια, εξόπλισε πλοία, κυνήγησε τους πειρατές και τους σκότωσε όπως τους είχε προειδοποιήσει. Μάλιστα, επικαλούμενος ότι του είχαν φερθεί καλά κατά τη διάρκεια της ομηρίας του, διέταξε πρώτα να τους σκοτώσουν και ύστερα να τους σταυρώσουν, ώστε να υποφέρουν λιγότερο.
Στα 32 του χρόνια ο Καίσαρας κατείχε το αξίωμα του ταμία και στάλθηκε στην Ισπανία. Εκεί, αντικρίζοντας ένα άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε ένα ιερό του Ηρακλή, αναφώνησε : «Στην ηλικία μου ο Αλέξανδρος ήταν κοσμοκράτορας, ενώ εγώ δεν έχω κάνει ακόμη τίποτα που να αξίζει». Αυτό θα άλλαζε πολύ σύντομα.
Ο Καίσαρας ήταν ένας άνθρωπος που δεν έγραψε ιστορία μόνο με τη ζωή του αλλά και με το θάνατό του. Ένας από τους τρεις σπουδαιότερους στρατηλάτες του Αρχαίου Κόσμου (μετά τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Αννίβα), ο Ιούλιος Καίσαρας είναι πασίγνωστος για την κατάκτηση της Γαλατίας, της περιοχής της κεντρικής Ευρώπης που σήμερα αποτελούν η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Ελβετία και μέρος της Γερμανίας, αλλά κι επειδή ήταν ο πρώτος που πραγματοποίησε εισβολή στις βρετανικές νήσους.
Στρατιωτική ιδιοφυία, τόλμη και ακόρεστη φιλοδοξία συνυπήρχαν στο πρόσωπο του Καίσαρα, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό κράμα. Φρόντισε μάλιστα να εξασφαλίσει τόσο τη δόξα όσο και την υστεροφημία του καταγράφοντας ο ίδιος όσα συνέβαιναν κατά τη διάρκεια των Γαλατικών πολέμων αλλά και αργότερα. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή μιας στρατιωτικής του νίκης, την οποία κατέγραψε με μόλις τρεις λέξεις : «Veni, vidi, vici» – «Ήρθα, είδα, νίκησα».
Η δόξα, η δύναμη, ο πλούτος αλλά και η αγάπη του ρωμαϊκού λαού που συγκέντρωνε ο Καίσαρας τρόμαξε τα μέλη της Συγκλήτου. Δύο φορές προσπάθησαν να τον εξουδετερώσουν. Η πρώτη ήταν μετά το τέλος των Γαλατικών Πολέμων, όταν του μήνυσαν να παραιτηθεί από τη στρατιωτική διοίκηση και να επιστρέψει στη Ρώμη, διαφορετικά θα θεωρείτο «εχθρός του κράτους». Ο Καίσαρας, γνωρίζοντας ότι επιστροφή στη Ρώμη υπό αυτές τις συνθήκες θα σήμαινε το πολιτικό του τέλος, πήρε μια απόφαση που θα άλλαζε άπαξ δια παντός τη μοίρα όχι μόνο της Ρώμης αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης.
Στα μέσα Ιανουαρίου του 49 π.Χ. στάθηκε στις όχθες ενός μικρού ποταμού, λίγα χιλιόμετρα βόρεια από τη Ρώμη. Ο ποταμός αυτός ήταν το φυσικό σύνορο που απαγορευόταν στους Ρωμαίους να περάσουν με στρατεύματα, διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτομάτως επίθεση εναντίον της Ρώμης. Ο Καίσαρας εκστόμισε την ιστορική φράση «Alea jacta est» – «Ο κύβος ερρίφθη» και πέρασε τον ποταμό, ακολουθούμενος από τα στρατεύματά του. Ο ποταμός αυτός δεν είναι άλλος από τον Ρουβίκωνα. Αυτή η κομβικής σημασίας ιστορική στιγμή θα άλλαζε μια για πάντα το πρόσωπο της Ρώμης και θα μας κληροδοτούσε και την φράση «διέβην τον Ρουβίκωνα», όταν αναφερόμαστε σε αποφάσεις που δεν μπορούν να αναιρεθούν.
Ο Καίσαρας βγήκε νικητής από τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, όπου κύριος αντίπαλός του ήταν ο πρώην γαμπρός του, ο Πομπήιος ο Μέγας. Η αποφασιστική μάχη ανάμεσά τους μάλιστα δε δόθηκε στην ιταλική χερσόνησο αλλά εδώ, στα δικά μας μέρη – στα Φάρσαλα. Ο Καίσαρας επέστρεψε στη Ρώμη θριαμβευτής, αφού πρώτα είχε γνωρίσει και ερωτευτεί τη βασίλισσα της Αιγύπτου, Κλεοπάτρα, με την οποία έκανε κι ένα εξώγαμο γιο, τον Καισαρίωνα.
Συγκλονιστικά λαοφιλής και δίχως αντίπαλον δέος, ο Καίσαρας ανακηρύχθηκε από τη Σύγκλητο ισόβιος δικτάτορας το 44 π.Χ. Προχώρησε σε λήψη σειράς μέτρων που οδήγησαν σε αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας και της εσωτερικής ασφάλειας. Μοίρασε κρατικές γαίες στους παλαίμαχους στρατιώτες και σε φτωχούς, εγκαινίασε πρόγραμμα υποδομών και εποικισμών ενώ μείωσε χρέη, φόρους και τόκους. Ένα από τα πιο γνωστά του κληροδοτήματα είναι η καθιέρωση ημερολογίου που φέρει το όνομά του – πρόκειται για το Ιουλιανό ή αλλιώς Παλαιό Ημερολόγιο, το οποίο στην Ελλάδα ίσχυε μέχρι τις αρχές του 1923! Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο σπουδαίος ρήτορας Κικέρων είχε σχολιάσει ότι ο Καίσαρας ήθελε, μετά τη γη, να κυβερνά και τον ουρανό.
Η συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια ενός και μόνο άνδρα όμως ήταν κάτι το οποίο έτρεμαν οι Ρωμαίοι από την εποχή που κατήργησαν τη βασιλεία. Δεν άργησε λοιπόν να δημιουργηθεί συνομωσία εναντίον του Καίσαρα με στόχο να τον σκοτώσουν ώστε να προστατεύσουν το πολίτευμα. Έτσι, στις 15 Μαρτίου 44 π.Χ., ημερομηνία που ήταν γνωστή ως οι Είδοι του Μαρτίου, ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε μέσα στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε η Σύγκλητος. Τον μαχαίρωσαν ο ένας μετά τον άλλον όλοι οι συνωμότες, ώστε να έχουν όλοι συμμετοχή στο φόνο. Ανάμεσά τους ήταν και ο Βρούτος, γιος μιας ερωμένης του Καίσαρα και προστατευόμενός του.
Επειδή όμως η Ιστορία έχει χιούμορ, ενίοτε δε δηλητηριώδες, η δολοφονία του Καίσαρα που έγινε για να διαφυλαχτεί το πολίτευμα, ήταν αυτή ακριβώς που πυροδότησε τις εξελίξεις για την κατάλυση της Res Publica – της Ρωμαϊκής Πολιτείας – και τη γέννηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πρώτος Αυτοκράτορας θα γινόταν o ανιψιός του Ιουλίου Καίσαρα Οκταβιανός, τον οποίο άφησε κληρονόμο του, και θα έπαιρνε το προσωνύμιο «Αύγουστος», που σημαίνει μεγαλοπρεπής, σεβαστός.
Η κληρονομιά του Ιουλίου Καίσαρα παραμένει ολοζώντανη μέχρι τις μέρες μας. Ο μήνας της γέννησής του πήρε το όνομά του – Ιούλιος, ενώ η λέξη «Καίσαρας» έγινε συνώνυμο του απόλυτου μονάρχη. Καίσαρες ονομάζονταν όλοι οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες, ενώ ο τίτλος μεταφράστηκε και σε άλλες γλώσσες διατηρώντας την ίδια ακριβώς σημασία : Κάιζερ (Kaiser) στα Γερμανικά, Τσάρος (Czar) στα Ρωσικά.
Ο Ιούλιος Καίσαρας, ο άνθρωπος που κυριολεκτικά έγραψε Ιστορία και με τη ζωή αλλά και με τον θάνατό του, αποτελεί μια από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες στην Ιστορία της ανθρωπότητας – σε τέτοιο βαθμό που ούτε στην μεγαλύτερη έξαρση της αχαλίνωτης φιλοδοξίας του δε θα μπορούσε να διανοηθεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News