Προκηρύσσοντας πρόωρες βουλευτικές εκλογές στο πλαίσιο της ήττας του κόμματός του στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ευελπιστούσε να «ξεκαθαρίσει» την πολιτική κατάσταση προς όφελός του. Προφανώς απέτυχε. Οι εκλογές δεν οδήγησαν στον σχηματισμό κάποιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, προκάλεσαν μόνο περισσότερη σύγχυση. Με πολλούς ηττημένους και ελάχιστους νικητές, είναι η πιο εκπληκτική εκλογική αναμέτρηση στη σύγχρονη Ιστορία της χώρας.
Μεταξύ των πολλών ηττημένων συγκαταλέγεται η Εθνική Συσπείρωση (RN), το ακροδεξιό κόμμα που πέτυχε μια κρίσιμη και συγκλονιστική νίκη στις ευρωπαϊκές εκλογές λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Αν και το RN αύξησε τον αριθμό των εδρών του και κατέστη το μεγαλύτερο κόμμα στην Εθνοσυνέλευση, δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες.
Ο δεύτερος γύρος σημαδεύτηκε από μια ισχυρή κινητοποίηση κατά του RN, καθώς οι ψηφοφόροι μετατοπίστηκαν τακτικά από το κέντρο προς την αριστερά και από τη δεξιά προς στο κέντρο. Πολλοί Γάλλοι προφανώς κατέληξαν στο συμπέρασμα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας ότι οι υποψήφιοι του RN δεν ήταν προετοιμασμένοι για να ανέλθουν στην εξουσία.
Οι περισσότεροι ειδικοί είχαν καταλήξει να πιστεύουν ότι η φυσική ανοσία του γαλλικού εκλογικού συστήματος έναντι της Ακροδεξιάς δεν ήταν πια αποτελεσματική. Αλλά οι εκλογές διέψευσαν αυτήν την άποψη. Αν και η Ακροδεξιά είναι πλέον η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της χώρας, δεν μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς συμμάχους και δεν έχει κανέναν σύμμαχο.
Ο δεύτερος χαμένος είναι ο Μακρόν, το κόμμα του οποίου έχασε περίπου 100 έδρες. Πριν από τις εκλογές, η συμμαχία Ensemble του Μακρόν μπορούσε να σχηματίσει μια σχετική πλειοψηφία. Τώρα επισκιάζεται από το αριστερό Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP) το οποίο κέρδισε τις περισσότερες έδρες συνολικά.
Αλλά ενώ ο Μακρόν πιθανότατα θα αναγκαστεί να διορίσει νέο πρωθυπουργό από την Αριστερά, το NFP έχει περίπου 100 έδρες λιγότερες από όσες απαιτούνται για την απόλυτη πλειοψηφία. Επιπλέον είναι ένας χαλαρός συνασπισμός του οποίου τα μέλη διαφωνούν σε πολλά και του οποίου ο ηγέτης, ο Ζαν-Λικ Μελανσόν της Ανυπότακτης Γαλλίας (FI), έχει μόνο έναν στόχο: να ριζοσπαστικοποιήσει τον δημόσιο διάλογο και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια αναμέτρηση μεταξύ του ίδιου και της Μαρίν Λεπέν στις προεδρικές εκλογές του 2027. Επομένως δεν είναι απαραίτητα προς το συμφέρον του Μελανσόν να πετύχει μια αριστερή (με άλλον επικεφαλής) κυβέρνηση.
Για να ωφεληθεί προσωπικά ο Μελανσόν, το NFP θα πρέπει να είναι σε θέση να εφαρμόσει ολόκληρο το εκλογικό του πρόγραμμα, αλλά αυτό δεν θα συμβεί σε καμία περίπτωση χωρίς την απόλυτη πλειοψηφία. Επιπλέον η επόμενη κυβέρνηση –ανεξάρτητα από τη μορφή της– θα πρέπει σύντομα να λογοδοτήσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία πρόσφατα ξεκίνησε τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος (ΔΕΥ) κατά της Γαλλίας.
Ωστόσο το NFP δεν είναι πιθανό να διαλυθεί σύντομα. Ενώ οι Σοσιαλιστές και οι Πράσινοι επικρίθηκαν ευρέως για τη συμμαχία με τον Μελανσόν, παρά τις θεμελιώδεις διαφορές τους, η συμφωνία απέδωσε εκλογικά. Και οι 40 επιπλέον έδρες που κέρδισε η αριστερά πήγαν στους Σοσιαλιστές και τους Πράσινους, ενώ η Ανυπότακτη Γαλλία δεν σημείωσε νέα κέρδη. Θυμίζουμε τον αριστερό συνασπισμό του οποίου ηγήθηκε ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν μετά από την εκλογή του το 1981: σφυρηλατώντας μια συμμαχία με τους κομμουνιστές ήταν σε καλύτερη θέση να τους αποδυναμώσει αργότερα.
Οσον αφορά το μέλλον, το πιο πιθανό είναι να σχηματιστεί μια μετριοπαθής κυβέρνηση μειοψηφίας που θα λειτουργεί υπηρεσιακά κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους (ο πρόεδρος δεν μπορεί να διαλύσει ξανά την Εθνοσυνέλευση μέχρι τον Ιούνιο του 2025). Αλλά με τον Μακρόν σε άμυνα και χωρίς μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η Γαλλία θα πλέει σε αχαρτογράφητα νερά. Συγκεκριμένες πολιτικές προσωπικότητες θα διαδραματίσουν πολύ κρισιμότερο ρόλο από ταμπέλες όπως «Αριστερά», «Δεξιά» ή «Κέντρο». Οπως σε κάθε πολιτικό σύστημα, ορισμένοι Γάλλοι πολιτικοί θέλουν να επιδιώξουν τη σταθερότητα και τον συμβιβασμό, ενώ άλλοι θέλουν να συντρίψουν τους όποιους εχθρούς.
Οπότε το επόμενο έτος θα σηματοδοτηθεί από βαθιά πολιτική αβεβαιότητα, η οποία δεν θα συμβάλει στη βελτίωση των οικονομικών προοπτικών της Γαλλίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να καταλήξει σε συμφωνία για τον προϋπολογισμό του 2025 μέσα στους επόμενους μήνες.
Ίσως η νέα Εθνοσυνέλευση να βρει κάποιο «κοινό έδαφος» για μια εκλογική μεταρρύθμιση. Η τρέχουσα διαδικασία των δύο γύρων είναι κατάλληλη για ένα διπολικό πολιτικό σύστημα, αλλά αυτές οι εκλογές επιβεβαίωσαν περαιτέρω ότι η γαλλική πολιτική είναι πλέον τριπολική. Δεδομένης της εμφάνισης διακριτών αριστερών, δεξιών και κεντρώων μπλοκ, η μόνη λύση είναι η υιοθέτηση της αναλογικής εκπροσώπησης, με κάθε κόμμα να παίρνει το όποιο ποσοστό και στη συνέχεια να επιδιώκει εκούσια τη σύναψη συνασπισμών. Εντός της αριστεράς, για παράδειγμα, οι Σοσιαλιστές δεν θα υποχρεούνταν να συμμαχήσουν με την Ανυπότακτη Γαλλία για να εκλεγούν και θα μπορούσαν να σχηματίσουν συμμαχίες με άλλους – όπως το κόμμα του Μακρόν – αφού εισέρχονταν στη βουλή.
Η κατακερματισμένη πολιτική της Γαλλίας δεν είναι τόσο διαφορετική από εκείνη άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αλλά η πολιτική κουλτούρα και οι θεσμοί της ξεχωρίζουν από την άποψη του βαθμού στον οποίο ευνοούν την αντιπαράθεση έναντι της σύναψης συνασπισμών.
Θα ωθήσει αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα τους γάλλους πολιτικούς να δουν τα πράγματα διαφορετικά ή θα συνεχίσουν να συμπεριφέρονται όλοι όπως πάντα; Στη δεύτερη περίπτωση η Εθνική Συσπείρωση θα χρειαστεί μόνον να περιμένει, ώστε να εκμεταλλευτεί την αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης και, αργά ή γρήγορα, να κερδίσει τα πάντα.
Ο Zaki Laïdi είναι καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού (Sciences Po). Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News