Τριάντα χρόνια αφότου σάρωσε το box office, συγκέντρωσε 13 υποψηφιότητες για Οσκαρ και τελικά κέρδισε έξι (Α’ ανδρικού ρόλου, καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, διασκευασμένου σεναρίου, μοντάζ, οπτικών εφέ), η ταινία «Φόρεστ Γκαμπ» θεωρείται ένα πολύ σημαντικό επίτευγμα.
Μπήκε στη λίστα των καλύτερων ταινιών όλων των εποχών, «αγιοποιήθηκε» με την καταχώρισή της στο Εθνικό Μητρώο Ταινιών της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών και, σε κάπως μικρότερο βαθμό, χάρη στα δεκάδες εστιατόρια της αλυσίδας Bubba Gump Shrimp Co., παγκοσμίως.
Αλλες υποψήφιες για το Οσκαρ καλύτερης ταινίας εκείνης της χρονιάς μπορεί να αποδείχτηκαν πιο αγαπητές, όπως η «Τελευταία Εξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ», ή πιο επιδραστικές, όπως το «Pulp Fiction», αλλά καμία δεν αιχμαλώτισε τη φαντασία του κοινού όσο ο «Φόρεστ Γκαμπ», παρατηρεί ο κριτικός κινηματογράφου Σκοτ Τομπάιας σε άρθρο του στον Guardian με αφορμή την επέτειο των 30 χρόνων από την πρώτη προβολή της ταινίας. Οπως γράφει, μετά από τόσον καιρό αξίζει να αναρωτηθεί κανείς: πώς τα κατάφερε αυτή η ταινία; Και τι προσπαθεί πραγματικά να πει;
Δεν πρόκειται για ρητορικά ερωτήματα, τουλάχιστον όχι εντελώς. Διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος (1986) του Γουίνστον Γκρουμ, ο «Φόρεστ Γκαμπ» έχει γίνει μια από τις πιο σπουδαίες «κηλίδες» του τέστ Ρόρσαχ (μέθοδος ψυχολογικής διάγνωσης με κηλίδες μελάνης) του αμερικανικού κινηματογράφου, μια ταινία συνειδητά απολιτική, που αντανακλά όποια ιδεολογία θέλετε να προβάλετε πάνω της.
Το National Review την έχει αναφέρει πολλές φορές ως μια από τις καλύτερες συντηρητικές ταινίες όλων των εποχών, αλλά αυτή η ερμηνεία μοιάζει κυρίως με πλήρωση ενός κενού που δεν υπάρχει, ας πούμε, σε μια ταινία του Ολιβερ Στόουν, όπου η άποψη είναι πολύ πιο σφιχτή. Πρόκειται για μια περίεργη περίπτωση, όπου ψάχνεις χωρίς επιτυχία να βρεις έναν λόγο για τον οποίο φτιάχτηκε η ταινία, η οποία ωστόσο συνηχεί βαθιά με εκατομμύρια ανθρώπους.
Η πιο ξεκάθαρη εξήγηση για την επιτυχία του «Φόρεστ Γκαμπ» είναι το πόσο εύκολα εγκλωβίζεται το κοινό στη γλυκιά, αθώα, παράξενη γοητεία του ίδιου του Γκαμπ, ενός ευγενικού τύπου από την αγροτική Αλαμπάμα, που πήρε το όνομά του από τον Νέιθαν Μπέντφορντ Φόρεστ, τον Μεγάλο Μάγο της Κου Κλουξ Κλαν, αλλά διαθέτει πιο ήπιο ταμπεραμέντο από τον συνονόματό του.
Στο μυθιστόρημα του Γκρουμ ο Φόρεστ είναι περισσότερο στο φάσμα, με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης και τεράστιο όγκο, πράγμα που τον κάνει να φαίνεται ηλίθιος. Αλλά του αρέσει ο Μαρκ Τουέιν, είναι φυσικό ταλέντο στο σκάκι και μπορεί να λύνει με το μυαλό του αρκετά μαθηματικά προβλήματα ώστε να στρατολογηθεί από τη Nasa.
Το σενάριο του Ερικ Ροθ τον μετέτρεψε σε έναν λοβοτομημένο χαμαιλέοντα (Zelig) που παρασύρεται σε μια σειρά γεγονότων της αμερικανικής Ιστορίας με ευπρέπεια και αγνές προθέσεις, αλλά με την ταχύτητα επεξεργασίας ενός προϊστορικού υπολογιστή, γράφει ο Τομπάιας στον Guardia.
Ωστόσο, ο Τομ Χανκς, στο απόγειο της καριέρας του, παρουσιάζει τον Φόρεστ ως έναν καλόκαρδο τυχοδιώκτη, ο οποίος διατηρεί την αθωότητά του σε μια εποχή που η χώρα ερωτοτροπεί στα drive-in. Ο Φόρεστ του Ροθ προτιμά τα παιδικά τηλεοπτικά κόμικς («Curious George») από τον Μαρκ Τουέιν και δεν μαθαίνει τόσο πολλά από την εμπειρία, με τη μοίρα να τον οδηγεί όπως το φτερό που προσγειώνεται απαλά στην αγκαλιά του στα πρώτα λεπτά της ταινίας.
«Η ζωή είναι σαν κουτί με σοκολατάκια» λέει σε όποιον τον ακούει σε μια στάση λεωφορείου στη Σαβάνα της Τζόρτζια, το 1981. «Ποτέ δεν ξέρεις τι θα πάρεις». Και έτσι, μέσω flashback, ο Φόρεστ αφηγείται την ιστορία του από τότε που ήταν αγόρι και αγαπούσε τη μητέρα του (Σάλι Φιλντ) και συνέχισε να προσπαθεί παρά τις δυσκολίες που του προκαλούσαν το IQ 75 και οι νάρθηκες στα πόδια για να διορθωθεί μια καμπυλότητα στη σπονδυλική του στήλη. Η μοναδική παιδική φίλη του είναι η Τζένη, ένα κακοποιημένο παιδί που μεγαλώνει και γίνεται νεαρή γυναίκα (την υποδύεται η Ρόμπιν Ράιτ), της οποίας το ταξίδι στη ζωή είναι τόσο ενεργητικό και τραυματικό όσο είναι το δικό του παθητικό και με σύντομες ματιές.
Η αφήγηση του Φόρεστ, γράφει ο Τομπάιας στον Guardian, είναι το πιο αποτελεσματικό εύρημα της ταινίας, προσφέροντας μια γελοία άποψη της αμερικανικής Ιστορίας, ενώ αφήνει ελεύθερους τους Ερικ Ροθ και Ρόμπερτ Ζεμέκις, σεναριογράφο και σκηνοθέτη αντίστοιχα, να πουν την ιστορία του ήρωά τους σε μια σειρά επεισοδίων που τον ταξιδεύουν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, και συχνά τον δείχνουν να εμφανίζεται ξαφνικά σε μεγάλα γεγονότα.
Το σπασμωδικό περπάτημα του Φόρεστ εμπνέει έναν νεαρό Ελβις Πρίσλεϊ και το υπερφυσικό του ταλέντο ως δρομέα τού χαρίζει μια υποτροφία αμερικανικού ποδοσφαίρου στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα με προπονητή τον Μπέαρ Μπράιαντ (θρυλικός ποδοσφαιριστής και ένας από τους κορυφαίους προπονητές σε κολέγια).
Κάνει επίσης ένα σύντομο πέρασμα από το συμβάν στην πύλη του πανεπιστημίου της Αλαμπάμα, όπου ο κυβερνήτης Τζορτζ Γουάλας στήθηκε επί έξι ολόκληρες ώρες στις 11 Ιουνίου 1963 για να εμποδίσει την εγγραφή των δύο πρώτων μαύρων φοιτητών που απέκτησαν το δικαίωμα αυτό, της Βίβιαν Μαλόουν και του Τζέιμς Χουντ, έως ότου διαταχθεί η απομάκρυνσή του από τον πρόεδρο Τζον Κένεντι. (Ο Φόρεστ σηκώνει από κάτω το σημειωματάριο της Τζόουνς και της το δίνει).
Ακόμη, η ανυπομονησία του να ευχαριστήσει τον κάνει καλό στρατιώτη στον στρατό των ΗΠΑ και φίλο με τον ανόητο Μπούμπα (Μάικελτι Γουίλιαμσον), ο οποίος δεν μπορεί να σταματήσει να μιλάει για την επιχείρηση με γαρίδες που έχει στη Λουιζιάνα.
Μεγάλο μέρος της ζωής του Φόρεστ ορίζεται τυχαία, όπως οι περίεργοι (και προσοδοφόροι) θρίαμβοί του στο πινγκ-πονγκ και η τυχαία εμφάνισή του ως ήρωα ανάμεσα στους χίπις, σε μια τεράστια αντιπολεμική διαδήλωση στο εμπορικό κέντρο Washington Mall (ενώ μόλις είχε βγει να κάνει μια βόλτα).
Αλλά τον κατευθύνει επίσης η απαράμιλλη πίστη του: υπόσχεται στον Μπούμπα ότι θα ψαρεύει γαρίδες, προσκολλάται στον θυμωμένο και τραυματισμένο υπολοχαγό Νταν (Γκάρι Σινίζ) και, κυρίως, αναζητά τη φίλη του Τζένη, σε μια αέναη προσπάθεια να ξαναβρούν την εγγύτητα του στυλ «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι» της νιότης τους, ακόμα κι όταν η ζωή της Τζένης αρχίζει να να γίνεται ολοένα πιο σκοτεινή. Αυτός δεν καταλαβαίνει, αλλά εκείνη έχει ζήσει πάρα πολλά. Οπότε… είναι το τέλειο ζευγάρι.
Ο Ζεμέκις σκηνοθετεί τον «Φόρεστ Γκαμπ» συνδυάζοντας την αβίαστη «ποπ» μαγεία των καλύτερων ταινιών του, όπως «I Wanna Hold Your Hand» (1978), «Επιστροφή στο Μέλλον» (1985) και «Ποιος Παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ» (1988) με την ψυχρή εμμονή του στην τεχνική. Η τσαχπινιά που χρειάζεται για να βάλει τον Φόρεστ δίπλα στον Τζον Λένον στην εκπομπή «The Dick Cavett Show» δεν αξίζει το φτηνό αστείο ότι εμπνέει τους στίχους του «Imagine», για παράδειγμα, ούτε το να κατεβάσει τα βρακιά του στον Λίντον Τζόνσον για να του δείξει την πληγή του από σφαίρα πριν παραλάβει το Μετάλλιο της Τιμής.
Ακόμη πιο ενοχλητικό, δε, είναι ότι η κάποτε υπερβολική αντιμετώπιση της αμερικανικής Ιστορίας από τον Ζεμέκις –που μόλις και μετά βίας ταιριάζει σε δημόσιο σχολείο της Οκλαχόμα– υποστηρίζεται από μια επιλογή από τις πιο προφανείς μουσικές επενδύσεις που μπορεί κανείς να φανταστεί. (Σε μια σεκάνς του Βιετνάμ ακούγεται το «Fortunate Son» των Creedence Clearwater Revival και οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις των χίπις συσχετίζονται με το «For What It’s Worth» των Buffalo Springfield.)
Και όμως, ο «Φόρεστ Γκαμπ» περιπλανιέται άσκοπα, κάνοντας απότομες αλλαγές πορείας, όπως η περίεργη εμμονή του με τις πολιτικές δολοφονίες ή η περιπλάνησή του επί τριάμισι χρόνια στις ΗΠΑ, που λειτουργεί σχεδόν σαν μια εθνική άσκηση αποτοξίνωσης του μυαλού μετά από μια δεκαετία μνημειακών αλλαγών. Με πρωταγωνιστή, δε, τον Τομ Χανκς, είναι δύσκολο να μη συνδεθεί κανείς με την παιδιάστικη τρωτότητα και τις ανάγκες του Φόρεστ – για να μην αναφερθούμε στην ανθεκτικότητά του και στην ελπίδα ότι η καλή του φύση θα παραμείνει, παρ’ όλα όσα έχει βιώσει.
Είναι μια ελκυστική φαντασίωση, γράφει ο Σκοτ Τομπάιας στον Guardian. Και αφόρητα ελαφριά σαν φτερό…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News