1257
«Σε αγαπάμε, Τζο, ήρθε όμως η ώρα να βάλεις τέλος στην υποψηφιότητά σου» αναγράφεται στο πλακάτ Δημοκρατικού οπαδού έξω από τον Λευκό Οίκο, την Τετάρτη 3 Ιουλίου | Demetrius Freeman/The Washington Post via Getty Images

Ο Μπάιντεν έχει παγιδευτεί σε κάτι που παθαίνουμε όλοι

Protagon Team Protagon Team 7 Ιουλίου 2024, 11:21
«Σε αγαπάμε, Τζο, ήρθε όμως η ώρα να βάλεις τέλος στην υποψηφιότητά σου» αναγράφεται στο πλακάτ Δημοκρατικού οπαδού έξω από τον Λευκό Οίκο, την Τετάρτη 3 Ιουλίου
|Demetrius Freeman/The Washington Post via Getty Images

Ο Μπάιντεν έχει παγιδευτεί σε κάτι που παθαίνουμε όλοι

Protagon Team Protagon Team 7 Ιουλίου 2024, 11:21

Οσοι παίζουν χαρτιά γνωρίζουν έναν βασικό κανόνα της τράπουλας: Οταν το φύλλο δεν σου κάνει, πέτα το και πάρε άλλο ή πήγαινε πάσο. Ξέρουν επίσης ότι η επιμονή σε ένα «κακό» φύλλο δεν οδήγησε ποτέ σε νίκη.

Ο κανόνας είναι οριζόντιος· ισχύει σε σχέσεις, δουλειές, επενδύσεις, γάμους, είναι αυτός που εξηγεί γιατί κάποιοι χάνουν πάρα πολλά χρήματα στον τζόγο, αλλά και γιατί κάποιοι επιμένουν σε μια πολιτική καριέρα που έχει εμφανώς τελειώσει. Εδώ μπαίνει στη σκηνή ο Τζο Μπάιντεν. Σχεδόν άπαντες του λένε πλέον, ανοιχτά ή πλαγίως, να εγκαταλείψει την κούρσα για τις εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου, αλλά εκείνος επιμένει.

Δεν είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί, και στην πραγματικότητα το έχουμε πάθει όλοι. Οχι με την προεδρία των ΗΠΑ, αλλά χάνοντας πολύτιμο χρόνο από τη ζωή μας σε μια δυσλειτουργική σχέση ή πολλά χρήματα σε κάποια επένδυση που δεν «τσουλάει». Λέγεται «κλιμάκωση της δέσμευσης σε μια χαμένη υπόθεση», όπως εξηγεί στους New York Times ο Ανταμ Γκραντ, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια.

Φανταστείτε έναν άνθρωπο που παίζει «φρουτάκια» σε έναν «κουλοχέρη». Χάνει διαρκώς. Εχει ήδη χάσει αρκετά χρήματα, αλλά δεν εγκαταλείπει. Παίζει ακόμη περισσότερα, πιστεύοντας ότι κάποια στιγμή θα ρεφάρει ή και θα κερδίσει. Αυτό, όμως, συμβαίνει σπανιότατα. Κατά κανόνα καταλήγει να χάσει τα πάντα. Γιατί, λοιπόν, το κάνει;

Αυτό συμβαίνει για διάφορους λόγους. Πρώτον, διότι οι άνθρωποι είμαστε «προγραμματισμένοι» για να κερδίζουμε. Στις μέρες μας ειδικότερα είναι σχεδόν αδιανόητο να παραιτηθείς: η παραδοχή της ήττας μεταφράζεται αυτόματα σε ηττοπάθεια, είσαι loser αν δεν κερδίζεις διαρκώς ή έστω αν δεν μάχεσαι διαρκώς, ακόμη και σε πολέμους που είναι χαμένοι από χέρι.

Μια από τις τραγωδίες του ανθρώπινου εγκεφάλου, λέει ο Γκραντ, είναι ότι χρησιμοποιούμε αυτό το υπέροχο εργαλείο που διαθέτουμε, όχι για να παίρνουμε λογικές αποφάσεις, αλλά για να εκλογικεύουμε αυτές που έχουμε ήδη πάρει, κι ας είναι και λανθασμένες.

Αν και η ψυχολογία άρχισε μόλις πρόσφατα να εξηγεί τις συμπεριφορές μας, αν κοιτάξουμε γύρω μας (ή στο δικό μας παρελθόν) θα δούμε έναν κόσμο γεμάτο από ανθρώπους που παραμένουν σε αδιέξοδες δουλειές ή σε αποτυχημένους γάμους, παρότι όλοι και όλα τούς λένε ότι πρέπει να φύγουν. Εχεις επενδύσει και δεν θέλεις να χάσεις την επένδυσή σου, οπότε διπλασιάζεις τις προσπάθειές σου προκειμένου τελικά να «σου βγει».

Ολα αυτά, όμως, δεν έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο παρά μόνο σε εμάς και, πιθανόν, στους γύρω μας. Σε επίπεδο πολιτικής εξουσίας, όμως, επηρεάζουν τους πάντες. Ορισμένες από τις χειρότερες πολιτικές αποφάσεις της εποχής μας, γράφει ο Γκραντ, ελήφθησαν και λαμβάνονται ακριβώς πάνω στην αρχή της «κλιμάκωσης της δέσμευσης». Πάρα πολλοί Αμερικανοί έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της επιμονής των προέδρων τους να στηρίζουν τον απέλπιδα πόλεμο στο Βιετνάμ ή να αναζητούν όπλα μαζικής καταστροφής –που δεν υπήρξαν ποτέ– στο Ιράκ.

Ο διπλωμάτης Τζορτζ Μπολ είχε εξηγήσει πολύ απλά το θέμα το 1965 σε μια επιστολή του προς τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον – και ας μη γνώριζε από ψυχολογία: «Απαξ και υποστούμε βαριές απώλειες, θα έχουμε μπει σε μια διαδικασία χωρίς αναστροφή. Η εμπλοκή μας θα είναι τόσο μεγάλη που δεν θα μπορούμε να σταματήσουμε αν δεν επιτύχουμε απόλυτα τους στόχους μας, χωρίς να υποστούμε εθνική ταπείνωση. Το πιθανότερο είναι ότι στο τέλος θα την υποστούμε έτσι κι αλλιώς».

Συμβαίνει και στις επιχειρήσεις: η Kodak, αντί να μπει στην αγορά ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών, επέλεξε να διπλασιάσει την παραγωγή φιλμ, με αποτέλεσμα να χρεωκοπήσει.

Δεν μπορούμε, φυσικά, να προκαταβάλουμε ποια απόφαση θα αποδειχθεί σωστή και ποια λάθος. Ομως ο οργανωτικός ψυχολόγος Μπάρι Στο, μετά από δεκαετίες έρευνας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν τρεις συνθήκες που καθιστούν τους ανθρώπους επιρρεπείς στο να επιμένουν σε χαμένες υποθέσεις:

Η πρώτη είναι όταν οι ίδιοι είναι άμεσα και δημόσια υπεύθυνοι για μια απόφαση. Η δεύτερη, όταν έχουν διανύσει πολύ δρόμο και το τέλος αρχίζει να αχνοφαίνεται. Η τρίτη, όταν έχουν λόγους να πιστεύουν ότι τελικά, και παρά τις περί του αντιθέτου ενδείξεις, θα πετύχουν.

Ο Τζο Μπάιντεν πληροί και τις τρεις προϋποθέσεις, επισημαίνουν οι ΝΥΤ. Ανακοίνωσε ο ίδιος την απόφασή του να επιδιώξει μια δεύτερη θητεία, τον Απρίλιο του 2023· έχει ήδη αφιερώσει 14 μήνες στην προεκλογική εκστρατεία και του απομένουν μόλις τέσσερις· και είναι απίθανο ότι κάποιος άλλος Δημοκρατικός υποψήφιος θα μπορούσε να κερδίσει τον Τραμπ–  ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει ο ίδιος ο πρόεδρος.

Ξέρουμε ήδη ότι μετά το ναυάγιο του ντιμπέιτ ο Μπάιντεν κάλεσε κοντά του τα μέλη της οικογένειάς του και τους στενούς του συνεργάτες. Ολοι τον προέτρεψαν, σύμφωνα με πληροφορίες, να παραμείνει στην κούρσα. Αυτό δεν είναι πολύ παράξενο, εξηγεί ο Γκραντ, καθώς οι πιο κοντινοί άνθρωποι σε έναν ηγέτη είναι και οι πιο επιρρεπείς στην προκατάληψη. Εχουν επενδύσει εξίσου με τον ίδιο στην επιτυχία του και είναι πιθανό να αγνοήσουν τα προειδοποιητικά σημάδια.

Το θέμα είναι ότι ο Μπάιντεν –αλλά και καθένας στη θέση του– χρειάζεται κάτι παραπάνω από ένα δίκτυο υποστήριξης: χρειάζεται ένα δίκτυο που να μπορεί να του λέει την αλήθεια. Ανθρώπους που να βάζουν πάνω από τα δικά του συμφέροντα εκείνα της χώρας και να αξιολογούν ψυχρά και αντικειμενικά την πραγματικότητα. Αυτοί θα μπορούσαν να είναι μόνο άνθρωποι για τους οποίους η νίκη, η ήττα ή η απόσυρση του Μπάιντεν δεν θα είχε κανένα απολύτως προσωπικό κόστος. Εν ολίγοις, άνθρωποι που μπορούν να είναι αντικειμενικοί.

Από την άλλη, όσοι ξέρουν τον Μπάιντεν φοβούνται ότι αν του ασκηθεί πίεση να παραιτηθεί, αυτός θα «μουλαρώσει» περισσότερο. Η πίεση, πράγματι, μας κάνει αμυντικούς. Αυτό που μπορεί να λειτουργήσει με τον Μπάιντεν είναι μια άλλη τακτική, γράφουν οι ΝΥΤ: Να τον πείσουν ότι είναι ένας άνθρωπος με αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα, που μπορεί –σε αντίθεση με τους περισσότερους– να επαναξιολογήσει τις αποφάσεις του. Ο καλύτερος τρόπος για να «γυρίσεις» ένα πεισματάρικο μυαλό δεν είναι να διαφωνήσεις μαζί του, αλλά να το ακούσεις. Οταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι ο άλλος τους ακούει γίνονται λιγότερο αμυντικοί και σκέφτονται πιο βαθιά.

Ο Γκραντ προτείνει μια προσέγγιση του στιλ «Πρόεδρε Μπάιντεν, είναι θαυμαστή η ικανότητά σας να “χτίζετε γέφυρες”. Αυτό δείχνει μια προθυμία για σκληρές και δύσκολες συζητήσεις, και σίγουρα έχετε μια δύσκολη επιλογή μπροστά σας. Τι συμβουλή θα δίνατε σε άλλους που αντιμετωπίζουν αυτό το δίλημμα; Προφανώς έχετε έναν μακρύ κατάλογο λόγων για να παραμείνετε στην κούρσα. Ποιοι θα ήταν οι τρεις κύριοι λόγοι για να αποχωρήσετε; Ποιες πληροφορίες θα σας έπειθαν ότι θα ήταν καλύτερο να μη θέσετε υποψηφιότητα;».

Η μεγαλύτερη δυσκολία για ανθρώπους με δύναμη και εξουσία είναι να πειστούν ότι (και) γι’ αυτούς η αποτυχία είναι μια υπαρκτή πιθανότητα. Συχνά αναρωτιούνται «και τι θα γίνει αν τα παρατήσω και μετά ευχηθώ να μην το είχα κάνει;».

Για τον Μπάιντεν αυτό σημαίνει ότι του ζητάμε να φανταστεί πως είναι Ιανουάριος του 2025 και έχει χάσει τις εκλογές. Ο πρόεδρος Τραμπ ανακοινώνει μαζικές απελάσεις, επεκτείνει την εκτελεστική εξουσία και εργάζεται για την κατάργηση της 22ης Τροπολογίας, ώστε να μπορέσει να υπηρετήσει για τρίτη θητεία.

Αυτή η πνευματική άσκηση θα μπορούσε να βοηθήσει τον Μπάιντεν να δει μόνος του πώς η ήττα θα μπορούσε να αλλάξει όχι μόνο την Ιστορία, αλλά και την προσωπική του υστεροφημία. Θα έμενε στην ιστορία ως ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη δική του παρακμή μέχρι που ήταν πια πολύ αργά.

Σε μια προεκλογική συγκέντρωση την περασμένη εβδομάδα οΜπάιντεν είπε στο πλήθος: «Ξέρω πώς να λέω την αλήθεια!». Το κρίσιμο ερώτημα τώρα είναι αν ξέρει να ακούει την αλήθεια.

Η άρνηση να τα παρατήσουμε δεν είναι πάντα μια ηρωική πράξη. Συχνά μπορεί να είναι απλώς επίμονη ακαμψία. Για τον Μπάιντεν, καταλήγουν οι ΝΥΤ, η υπηρεσία προς την πατρίδα δεν έχει να κάνει μόνο με την προθυμία να την κυβερνήσει. Κάποιες φορές, υπηρεσία στην πατρίδα είναι το να έχεις το θάρρος να παραμερίσεις.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...